1 Δια τουτο αναπολογητος εισαι, ω ανθρωπε, πας οστις κρινεις? διοτι εις ο, τι κρινεις τον αλλον, σεαυτον κατακρινεις? επειδη τα αυτα πραττεις συ ο κρινων. | 1 Per la qual cosa inesensabile se' tu, o uomo, chiunque tu sii, che giudichi. Imperocché nello stesso giudicare altrui, te stesso condanni: mentre le stesse cose fai, delle quali tu giudichi. |
2 Εξευρομεν δε οτι η κρισις του Θεου ειναι κατα αληθειαν εναντιον των πραττοντων τα τοιαυτα. | 2 Or noi sappiamo essere il giudizio di Dio secondo la verità contro di costoro, che fanno tal cose. |
3 Και νομιζεις τουτο, ω ανθρωπε, συ ο κρινων τους πραττοντας τα τοιαυτα και πραττων αυτα, οτι θελεις εκφυγει την κρισιν του Θεου; | 3 E ti pensi tu forse, o uomo, il quale giudichi chi fa tali cose, e le fai, che sfuggirai il giudizio di Dio? |
4 Η καταφρονεις τον πλουτον της χρηστοτητος αυτου και της υπομονης και της μακροθυμιας, αγνοων οτι η χρηστοτης του Θεου σε φερει εις μετανοιαν; | 4 Disprezzi tu forse le ricchezze della bontà, e pazienza, e tolleranza di lui? non sai tu, che la bontà di Dio a penitenza ti scorge? |
5 δια δε την σκληροτητα σου και αμετανοητον καρδιαν θησαυριζεις εις σεαυτον οργην εν τη ημερα της οργης και της αποκαλυψεως της δικαιοκρισιας του Θεου, | 5 Ma tu colla tua durezza, e col cuore impenitente ti accumuli un tesoro d'ira pel giorno dell'ira, e della manifestazione del giusto giudizio di Dio, |
6 οστις θελει αποδωσει εις εκαστον κατα τα εργα αυτου, | 6 Il quale renderà a ciascheduno secondo le opere sue. |
7 εις μεν τους ζητουντας δι' υπομονης εργου αγαθου, δοξαν και τιμην και αφθαρσιαν ζωην αιωνιον, | 7 A quegli, i quali costanti nel ben operare cercano la gloria, l'onore, e l'immortalità, (renderà) vita eterna: |
8 εις δε τους φιλονεικους και απειθουντας μεν εις την αληθειαν, πειθομενους δε εις την αδικιαν θελει εισθαι θυμος και οργη, | 8 A quelli poi, che sono pertinaci, e non danno retta alla verità, ma ubbidiscono alla ingiustizia, ira, e indignazione. |
9 θλιψις και στενοχωρια επι πασαν ψυχην ανθρωπου του εργαζομενου το κακον, Ιουδαιου τε πρωτον και Ελληνος? | 9 Affanno, ed angustia per l'anima di qualunque uomo, che male opera, del Giudeo prima, poi del Greco: |
10 δοξα δε και τιμη και ειρηνη εις παντα τον εργαζομενον το αγαθον, Ιουδαιον τε πρωτον και Ελληνα? | 10 Gloria, e onore, e pace a chiunque opera il bene, al Giudeo prima, poi al Greco: |
11 επειδη δεν ειναι προσωποληψια παρα τω Θεω. | 11 Imperocché non è dinanzi a Dio accettazione di persone. |
12 Διοτι οσοι ημαρτησαν χωρις νομου, θελουσι και απολεσθη χωρις νομου? και οσοι ημαρτησαν υπο νομον, θελουσι κριθη δια νομου. | 12 Conciossiachè tutti quelli, che senza legge hanno peccato, periran senza legge: e tutti quelli, che con la legge hanno peccato, saran condannati dalla legge. |
13 Διοτι δεν ειναι δικαιοι παρα τω Θεω οι ακροαται του νομου, αλλ' οι εκτελεσται του νομου θελουσι δικαιωθη. | 13 Imperocché non quelli, che ascoltan la legge, sono giusti dinanzi a Dio, ma que', che la legge mettono in pratica, saranno giustificati. |
14 Επειδη οταν οι εθνικοι οι μη εχοντες νομον πραττωσιν εκ φυσεως τα του νομου, ουτοι νομον μη εχοντες ειναι νομος εις εαυτους, | 14 Imperocché quando le genti, le quali non hanno legge, fanno naturalmente le opere della legge, costoro, che legge non hanno, sono legge a se stessi: |
15 οιτινες δεικνυουσι το εργον του νομου γεγραμμενον εν ταις καρδιαις αυτων, εχοντες συμμαρτυρουσαν την συνειδησιν αυτων και τους λογισμους κατηγορουντας η και απολογουμενους μεταξυ αλληλων, | 15 I quali fanno vedere scritto ne' loro cuori il tenor della legge, testimone anche la loro coscienza, e i pensieri, che a vicenda tra di lor si accusano, od anche si difendono |
16 εν τη ημερα οτε θελει κρινει ο Θεος τα κρυπτα των ανθρωπων δια του Ιησου Χριστου κατα το ευαγγελιον μου. | 16 Per quel di, nel quale giudicherà Iddio i segreti degli uomini per Gesù Cristo secondo il mio Vangelo. |
17 Ιδου, συ επονομαζεσαι Ιουδαιος και επαναπαυεσαι εις τον νομον και καυχασαι εις τον Θεον, | 17 Che se tu ti nomi Giudeo e sopra la legge riposi, e in Dio ti glorii, |
18 και γνωριζεις το θελημα αυτου και διακρινεις τα διαφεροντα, διδασκομενος υπο του νομου, | 18 È la sua volontà conosci, e addottrinato dalla legge distingui quel, che più giova, |
19 και εχεις πεποιθησιν εις σεαυτον οτι εισαι οδηγος τυφλων, φως των εν σκοτει, | 19 E ti confidi di essere guida de' ciechi, luce a' quei, che son nelle tenebre, |
20 παιδευτης αφρονων, διδασκαλος νηπιων, εχων τον τυπον της γνωσεως και της αληθειας εν τω νομω. | 20 Precettore degli stolti, maestro de' pargoletti, come quegli, che hai nella legge la idea della scienza, e della verità. |
21 Ο διδασκων λοιπον αλλον σεαυτον δεν διδασκεις; ο κηρυττων να μη κλεπτωσι κλεπτεις; | 21 Tu adunque, che insegni ad altri, non insegni a te stesso: tu, che predi, chi, che non dee farsi furto, rubi: |
22 ο λεγων να μη μοιχευωσι μοιχευεις; ο βδελυττομενος τα ειδωλα ιεροσυλεις; | 22 Tu, che dici, non doversi commettere adulterio, sei adultero: tu, che dai in abbominazione gli idoli, fai sacrilegio: |
23 ο καυχωμενος εις τον νομον, ατιμαζεις τον Θεον δια της παραβασεως του νομου; | 23 Tu, che ti fai gloria della legge, violando la legge disonori Dio. |
24 Διοτι το ονομα του Θεου εξ αιτιας σας βλασφημειται μεταξυ των εθνων, καθως ειναι γεγραμμενον. | 24 (Imperocché il nome di Dio per cagion vostra è bestemmiato tra le genti come sta scritto.) |
25 Επειδη ωφελει μεν η περιτομη, εαν εκτελης τον νομον? εαν ομως ησαι παραβατης του νομου, η περιτομη σου εγεινεν ακροβυστια. | 25 Imperocché la circoncisione giova, se osservi la legge: che se tu se' prevaricatore della legge, tu con la tua circoncisione diventi un incirconciso. |
26 Εαν λοιπον ο απεριτμητος φυλαττη τα διαταγματα του νομου, η ακροβυστια αυτου δεν θελει λογισθη αντι περιτομης; | 26 Se adunque uno non circonciso osserverà i precetti della legge: non sarà, egli questo incirconciso riputato come circonciso? |
27 και ο εκ φυσεως απεριτμητος, εκτελων τον νομον, θελει κρινει σε οστις, εχων το γραμμα του νομου και την περιτομην, εισαι παραβατης του νομου. | 27 E colui, che per nascita è incirconciso, osservando la legge giudicherà te, il quale con la lettera, e con la circoncisione trasgredisci la legge? |
28 Διοτι Ιουδαιος δεν ειναι ο εν τω φανερω Ιουδαιος, ουδε περιτομη η εν τω φανερω η γινομενη εν σαρκι, | 28 Imperocché non quegli, che si scorge al di fuori, è il Giudeo: né la circoncisione è quella, che apparisce nella carne: |
29 αλλ ' Ιουδαιος ειναι ο εν τω κρυπτω Ιουδαιος, και περιτομη η της καρδιας κατα πνευμα, ουχι κατα γραμμα, του οποιου ο επαινος ειναι ουχι εξ ανθρωπων, αλλ' εκ του Θεου. | 29 Ma il Giudeo è quello, che è tale in suo segreto: e la circoncisione è quel la del cuore secondo lo spirito, non secondo la lettera: questa ha lode non presso gli uomini, ma presso Dio. |