Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 24


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Την δε πρωτην ημεραν της εβδομαδος, ενω ητο ορθρος βαθυς, ηλθον εις το μνημα φερουσαι τα οποια ητοιμασαν αρωματα, και αλλαι τινες μετ' αυτων.1 Il primo giorno della settimana, al mattino presto esse si recarono al sepolcro, portando con sé gli aromi che avevano preparato.
2 Ευρον δε τον λιθον αποκεκυλισμενον απο του μνημειου,2 Trovarono che la pietra era stata rimossa dal sepolcro
3 και εισελθουσαι δεν ευρον το σωμα του Κυριου Ιησου.3 e, entrate, non trovarono il corpo del Signore Gesù.
4 Και ενω ησαν εν απορια περι τουτου, ιδου, δυο ανδρες εσταθησαν εμπροσθεν αυτων με ιματια αστραπτοντα.4 Mentre si domandavano che senso avesse tutto questo, ecco due uomini presentarsi a loro in abito sfolgorante.
5 Καθως δε αυται εφοβηθησαν και εκλινον το προσωπον εις την γην, ειπον προς αυτας? Τι ζητειτε τον ζωντα μετα των νεκρων;5 Le donne, impaurite, tenevano il volto chinato a terra, ma quelli dissero loro: «Perché cercate tra i morti colui che è vivo?
6 δεν ειναι εδω, αλλ' ανεστη? ενθυμηθητε πως ελαλησε προς εσας, ενω ητο ετι εν τη Γαλιλαια,6 Non è qui, è risorto. Ricordatevi come vi parlò quando era ancora in Galilea
7 λεγων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων αμαρτωλων και να σταυρωθη και την τριτην ημεραν να αναστηθη.7 e diceva: “Bisogna che il Figlio dell’uomo sia consegnato in mano ai peccatori, sia crocifisso e risorga il terzo giorno”».
8 Και ενεθυμηθησαν τους λογους αυτου.8 Ed esse si ricordarono delle sue parole
9 Και αφου υπεστρεψαν απο του μνημειου, απηγγειλαν ταυτα παντα προς τους ενδεκα και παντας τους λοιπους.9 e, tornate dal sepolcro, annunciarono tutto questo agli Undici e a tutti gli altri.
10 Ησαν δε η Μαγδαληνη Μαρια και Ιωαννα και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και αι λοιπαι μετ' αυτων, αιτινες ελεγον ταυτα προς τους αποστολους.10 Erano Maria Maddalena, Giovanna e Maria madre di Giacomo. Anche le altre, che erano con loro, raccontavano queste cose agli apostoli.
11 Και οι λογοι αυτων εφανησαν ενωπιον αυτων ως φλυαρια, και δεν επιστευον εις αυτας.11 Quelle parole parvero a loro come un vaneggiamento e non credevano ad esse.
12 Ο δε Πετρος σηκωθεις εδραμεν εις το μνημειον, και παρακυψας βλεπει τα σαβανα κειμενα μονα, και ανεχωρησε, θαυμαζων καθ' εαυτον το γεγονος.12 Pietro tuttavia si alzò, corse al sepolcro e, chinatosi, vide soltanto i teli. E tornò indietro, pieno di stupore per l’accaduto.
13 Και ιδου, δυο εξ αυτων επορευοντο εν αυτη τη ημερα εις κωμην ονομαζομενην Εμμαους, απεχουσαν εξηκοντα σταδια απο Ιερουσαλημ.13 Ed ecco, in quello stesso giorno due di loro erano in cammino per un villaggio di nome Èmmaus, distante circa undici chilometri da Gerusalemme,
14 Και αυτοι ωμιλουν προς αλληλους περι παντων των συμβεβηκοτων τουτων.14 e conversavano tra loro di tutto quello che era accaduto.
15 Και ενω ωμιλουν και συνδιελεγοντο, πλησιασας και αυτος ο Ιησους επορευετο μετ' αυτων?15 Mentre conversavano e discutevano insieme, Gesù in persona si avvicinò e camminava con loro.
16 αλλ' οι οφθαλμοι αυτων εκρατουντο δια να μη γνωρισωσιν αυτον.16 Ma i loro occhi erano impediti a riconoscerlo.
17 Ειπε δε προς αυτους? Τινες ειναι οι λογοι ουτοι, τους οποιους συνομιλειτε προς αλληλους περιπατουντες, και εισθε σκυθρωποι;17 Ed egli disse loro: «Che cosa sono questi discorsi che state facendo tra voi lungo il cammino?». Si fermarono, col volto triste;
18 Αποκριθεις δε ο εις, ονομαζομενος Κλεοπας, ειπε προς αυτον? Συ μονος παροικεις εν Ιερουσαλημ και δεν εμαθες τα γενομενα εν αυτη εν ταις ημεραις ταυταις;18 uno di loro, di nome Clèopa, gli rispose: «Solo tu sei forestiero a Gerusalemme! Non sai ciò che vi è accaduto in questi giorni?».
19 Και ειπε προς αυτους? Ποια; Οι δε ειπον προς αυτον? Τα περι Ιησου του Ναζωραιου, οστις εσταθη ανηρ προφητης δυνατος εν εργω και λογω ενωπιον του Θεου και παντος του λαου,19 Domandò loro: «Che cosa?». Gli risposero: «Ciò che riguarda Gesù, il Nazareno, che fu profeta potente in opere e in parole, davanti a Dio e a tutto il popolo;
20 και πως παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις και οι αρχοντες ημων εις καταδικην θανατου και εσταυρωσαν αυτον.20 come i capi dei sacerdoti e le nostre autorità lo hanno consegnato per farlo condannare a morte e lo hanno crocifisso.
21 ημεις δε ηλπιζομεν οτι αυτος ειναι ο μελλων να λυτρωση τον Ισραηλ? αλλα και προς τουτοις πασι τριτη ημερα ειναι σημερον αυτη, αφου εγειναν ταυτα.21 Noi speravamo che egli fosse colui che avrebbe liberato Israele; con tutto ciò, sono passati tre giorni da quando queste cose sono accadute.
22 Αλλα και γυναικες τινες εξ ημων εξεπληξαν ημας, αιτινες υπηγον την αυγην εις το μνημειον,22 Ma alcune donne, delle nostre, ci hanno sconvolti; si sono recate al mattino alla tomba
23 και μη ευρουσαι το σωμα αυτου, ηλθον λεγουσαι οτι ειδον και οπτασιαν αγγελων, οιτινες λεγουσιν οτι αυτος ζη.23 e, non avendo trovato il suo corpo, sono venute a dirci di aver avuto anche una visione di angeli, i quali affermano che egli è vivo.
24 Και τινες των υμετερων υπηγον εις το μνημειον και ευρον ουτω, καθως και αι γυναικες ειπον, αυτον ομως δεν ειδον.24 Alcuni dei nostri sono andati alla tomba e hanno trovato come avevano detto le donne, ma lui non l’hanno visto».
25 Και αυτος ειπε προς αυτους? Ω ανοητοι και βραδεις την καρδιαν εις το να πιστευητε εις παντα οσα ελαλησαν οι προφηται?25 Disse loro: «Stolti e lenti di cuore a credere in tutto ciò che hanno detto i profeti!
26 δεν επρεπε να παθη ταυτα ο Χριστος και να εισελθη εις την δοξαν αυτου;26 Non bisognava che il Cristo patisse queste sofferenze per entrare nella sua gloria?».
27 Και αρχισας απο Μωυσεως και απο παντων των προφητων, διηρμηνευεν εις αυτους τα περι εαυτου γεγραμμενα εν πασαις ταις γραφαις.27 E, cominciando da Mosè e da tutti i profeti, spiegò loro in tutte le Scritture ciò che si riferiva a lui.
28 Και επλησιασαν εις την κωμην οπου επορευοντο, και αυτος προσεποιειτο οτι υπαγει μακροτερα?28 Quando furono vicini al villaggio dove erano diretti, egli fece come se dovesse andare più lontano.
29 και παρεβιασαν αυτον, λεγοντες? Μεινον μεθ' ημων, διοτι πλησιαζει η εσπερα και εκλινεν η ημερα. Και εισηλθε δια να μεινη μετ' αυτων.29 Ma essi insistettero: «Resta con noi, perché si fa sera e il giorno è ormai al tramonto». Egli entrò per rimanere con loro.
30 Και αφου εκαθησε μετ' αυτων εις την τραπεζαν, λαβων τον αρτον ευλογησε και κοψας εδιδεν εις αυτους.30 Quando fu a tavola con loro, prese il pane, recitò la benedizione, lo spezzò e lo diede loro.
31 Αυτων δε διηνοιχθησαν οι οφθαλμοι, και εγνωρισαν αυτον. Και αυτος εγεινεν αφαντος απ' αυτων.31 Allora si aprirono loro gli occhi e lo riconobbero. Ma egli sparì dalla loro vista.
32 Και ειπον προς αλληλους? Δεν εκαιετο εν υμιν η καρδια ημων, οτε ελαλει προς ημας καθ' οδον και μας εξηγει τας γραφας;32 Ed essi dissero l’un l’altro: «Non ardeva forse in noi il nostro cuore mentre egli conversava con noi lungo la via, quando ci spiegava le Scritture?».
33 Και σηκωθεντες τη αυτη ωρα υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ, και ευρον συνηθροισμενους τους ενδεκα και τους μετ' αυτων,33 Partirono senza indugio e fecero ritorno a Gerusalemme, dove trovarono riuniti gli Undici e gli altri che erano con loro,
34 οιτινες ελεγον οτι οντως ανεστη ο Κυριος και εφανη εις τον Σιμωνα.34 i quali dicevano: «Davvero il Signore è risorto ed è apparso a Simone!».
35 Και αυτοι διηγουντο τα εν τη οδω και πως εγνωρισθη εις αυτους, ενω εκοπτε τον αρτον.35 Ed essi narravano ciò che era accaduto lungo la via e come l’avevano riconosciuto nello spezzare il pane.
36 Ενω δε ελαλουν ταυτα, αυτος ο Ιησους εσταθη εν μεσω αυτων και λεγει προς αυτους? Ειρηνη υμιν.36 Mentre essi parlavano di queste cose, Gesù in persona stette in mezzo a loro e disse: «Pace a voi!».
37 Εκεινοι δε εκπλαγεντες και εμφοβοι γενομενοι ενομιζον οτι εβλεπον πνευμα.37 Sconvolti e pieni di paura, credevano di vedere un fantasma.
38 Και ειπε προς αυτους? Δια τι εισθε τεταραγμενοι; και δια τι αναβαινουσιν εις τας καρδιας σας διαλογισμοι;38 Ma egli disse loro: «Perché siete turbati, e perché sorgono dubbi nel vostro cuore?
39 ιδετε τας χειρας μου και τους ποδας μου, οτι αυτος εγω ειμαι? ψηλαφησατε με και ιδετε, διοτι πνευμα σαρκα και οστεα δεν εχει, καθως εμε θεωρειτε εχοντα.39 Guardate le mie mani e i miei piedi: sono proprio io! Toccatemi e guardate; un fantasma non ha carne e ossa, come vedete che io ho».
40 Και τουτο ειπων, εδειξεν εις αυτους τας χειρας και τους ποδας.40 Dicendo questo, mostrò loro le mani e i piedi.
41 Ενω δε αυτοι ηπιστουν ετι απο της χαρας και εθαυμαζον, ειπε προς αυτους? Εχετε τι φαγωσιμον ενταυθα;41 Ma poiché per la gioia non credevano ancora ed erano pieni di stupore, disse: «Avete qui qualche cosa da mangiare?».
42 Οι δε εδωκαν εις αυτον μερος οπτου ιχθυος και απο κηρηθραν μελιτος.42 Gli offrirono una porzione di pesce arrostito;
43 Και λαβων ενωπιον αυτων εφαγεν.43 egli lo prese e lo mangiò davanti a loro.
44 Ειπε δε προς αυτους? Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησα προς υμας οτε ημην ετι μεθ' υμων, οτι πρεπει να πληρωθωσι παντα τα γεγραμμενα εν τω νομω του Μωυσεως και προφηταις και ψαλμοις περι εμου.44 Poi disse: «Sono queste le parole che io vi dissi quando ero ancora con voi: bisogna che si compiano tutte le cose scritte su di me nella legge di Mosè, nei Profeti e nei Salmi».
45 Τοτε διηνοιξεν αυτων τον νουν, δια να καταλαβωσι τας γραφας?45 Allora aprì loro la mente per comprendere le Scritture
46 και ειπε προς αυτους οτι ουτως ειναι γεγραμμενον και ουτως επρεπε να παθη ο Χριστος και να αναστηθη εκ νεκρων τη τριτη ημερα,46 e disse loro: «Così sta scritto: il Cristo patirà e risorgerà dai morti il terzo giorno,
47 και να κηρυχθη εν τω ονοματι αυτου μετανοια και αφεσις αμαρτιων εις παντα τα εθνη, γινομενης αρχης απο Ιερουσαλημ.47 e nel suo nome saranno predicati a tutti i popoli la conversione e il perdono dei peccati, cominciando da Gerusalemme.
48 Σεις δε εισθε μαρτυρες τουτων.48 Di questo voi siete testimoni.
49 Και ιδου, εγω αποστελλω την επαγγελιαν του Πατρος μου εφ' υμας? σεις δε καθησατε εν τη πολει Ιερουσαλημ εωσου ενδυθητε δυναμιν εξ υψους.49 Ed ecco, io mando su di voi colui che il Padre mio ha promesso; ma voi restate in città, finché non siate rivestiti di potenza dall’alto».
50 Και εφερεν αυτους εξω εως εις Βηθανιαν, και υψωσας τας χειρας αυτου ευλογησεν αυτους.50 Poi li condusse fuori verso Betània e, alzate le mani, li benedisse.
51 Και ενω ευλογει αυτους, απεχωρισθη απ' αυτων και ανεφερετο εις τον ουρανον.51 Mentre li benediceva, si staccò da loro e veniva portato su, in cielo.
52 Και αυτοι προσκυνησαντες αυτον, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ μετα χαρας μεγαλης,52 Ed essi si prostrarono davanti a lui; poi tornarono a Gerusalemme con grande gioia
53 και ησαν διαπαντος εν τω ιερω, αινουντες και ευλογουντες τον Θεον. Αμην.53 e stavano sempre nel tempio lodando Dio.