Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 11


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Και οτε πλησιαζουσιν εις Ιερουσαλημ εις Βηθφαγη και Βηθανιαν προς το ορος των Ελαιων, αποστελλει δυο των μαθητων αυτου1 E avvicinandosi a Gerusalemme, e alla Betania presso al monte delle ulive, mandò due de' suoi discepoli,
2 και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την κωμην την κατεναντι υμων, και ευθυς εισερχομενοι εις αυτην θελετε ευρει πωλαριον δεδεμενον, επι του οποιου ουδεις ανθρωπος εκαθησε? λυσατε αυτο και φερετε.2 E disse loro: Andate nel villaggio,che vi sta dirimpetto, e al primo ingresso troverete legato un asinello non ancora domato: scioglietelo, e menatelo a me.
3 Και εαν τις ειπη προς εσας? Δια τι καμνετε τουτο; ειπατε οτι ο Κυριος εχει χρειαν αυτου, και ευθυς θελει αποστειλει αυτο εδω.3 E se alcuno vi dirà: Che fate voi? Ditegli, che il Signore ne ha bisogno: e subito lo manderà qua.
4 Και υπηγον και ευρον το πωλαριον δεδεμενον προς την θυραν εξω επι της διοδου, και λυουσιν αυτο.4 E andarono, e trovarono l'asinello legato alla porta fuori in un bivio: e lo sciolsero.
5 Και τινες των εκει ισταμενων ελεγον προς αυτους? Τι καμνετε λυοντες το πωλαριον;5 E alcuni de' circostanti disser loro: Che fate voi, che sciogliete l'asinello?
6 Οι δε ειπον προς αυτους καθως παρηγγειλεν ο Ιησους, και αφηκαν αυτους.6 Ed essi risposer loro, conforme aveva loro ordinato Gesù, e quelli lo lasciaron menar via.
7 Και εφεραν το πωλαριον προς τον Ιησουν και εβαλον επ' αυτου τα ιματια αυτων, και εκαθησεν επ' αυτου.7 E condussero a Gesù l'asinello: sopra di cui misero le loro vesti, ed egli vi montò sopra.
8 Πολλοι δε εστρωσαν τα ιματια αυτων εις την οδον, αλλοι δε εκοπτον κλαδους απο των δενδρων και εστρωνον εις την οδον.8 E molti distendevano le loro vesti per la strada: altri troncavano rami dagli alberi, e gli spargevano per la strada.
9 Και οι προπορευομενοι και οι ακολουθουντες εκραζον, λεγοντες? Ωσαννα, ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου.9 E quelli, che andavan innanzi, e que', che venivano dietro, sciamavano, dicendo: Osanna:
10 Ευλογημενη η ερχομενη βασιλεια εν ονοματι Κυριου του πατρος ημων Δαβιδ? Ωσαννα εν τοις υψιστοις.10 Benedetto colui, che viene nel nome del Signore: benedetto il regno, che viene, del padre nostro Davidde: Osanna nel più alto de' cieli.
11 Και εισηλθεν ο Ιησους εις Ιεροσολυμα και εις το ιερον? και αφου περιεβλεψε παντα, επειδη η ωρα ητο ηδη προς εσπεραν, εξηλθεν εις Βηθανιαν μετα των δωδεκα.11 Ed entrò in Gerusalemme, e nel tempio: e osservate intorno tutte le cose, l'ora essendo già tarda, se n' andò a Betania con i dodici.
12 Και τη επαυριον, αφου εξηλθον απο Βηθανιας, επεινασε?12 E il dì seguente, usciti che furono di Betania, ebbe fame.
13 και ιδων μακροθεν συκην εχουσαν φυλλα, ηλθεν αν τυχον ευρη τι εν αυτη? και ελθων επ' αυτην ουδεν ευρεν ειμη φυλλα? διοτι δεν ητο καιρος συκων.13 E veduto da lontano un fico, che aveva delle foglie, andò a vedere, se a sorte vi trovasse qualche cosa: e fattosi dappresso, non trovò se non foglie: imperocché non era il tempo de' fichi.
14 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτην? Μηδεις πλεον εις τον αιωνα να μη φαγη καρπον απο σου. Και ηκουον τουτο οι μαθηται αυτου.14 E Gesù dissegli: Mai più in eterno non mangi alcuno deile tue frutta. E i discepoli l'udirono.
15 Και ερχονται εις Ιεροσολυμα? και εισελθων ο Ιησους εις το ιερον, ηρχισε να εκβαλλη τους πωλουντας και αγοραζοντας εν τω ιερω, και τας τραπεζας των αργυραμοιβων και τα καθισματα των πωλουντων τας περιστερας ανετρεψε,15 E arrivarono a Gerusalemme. Ed essendo egli entrato nel tempio, cominciò a discacciarne quei, che vendevan, e compravano nel tempio: e gettò per terra le tavole de' banchieri, e le seggiole delle persone, che vendevano le colombe.
16 και δεν αφινε να περαση τις σκευος δια του ιερου,16 E non permetteva, che nissuno trasportasse arnesi pel tempio:
17 και εδιδασκε, λεγων προς αυτους? Δεν ειναι γεγραμμενον, οτι Ο οικος μου θελει ονομαζεσθαι οικος προσευχης δια παντα τα εθνη; σεις δε εκαμετε αυτον σπηλαιον ληστων.17 E gl'istruiva, dicendo loro: Non è egli scritto: La mia casa è casa di orazione per tutte le genti, ma voi l'avete cangiata in una spelonca di ladroni.
18 Και ηκουσαν οι γραμματεις και οι αρχιερεις και εζητουν πως να απολεσωσιν αυτον? διοτι εφοβουντο αυτον, επειδη πας ο οχλος εξεπληττετο εις την διδαχην αυτου.18 Lo che risaputosi dai principi de'sacerdoti, e dagli scribi, cercavano il modo di levarlo dal mondo; conciossiachè lo temevano, a motivo che tutto il popolo ammirava la sua dottrina.
19 Και οτε εγεινεν εσπερα, εξηρχετο εξω της πολεως.19 E fattosi sera, uscì dalla città.
20 Και το πρωι διαβαινοντες ειδον την συκην εξηραμμενην εκ ριζων.20 E la mattina nel passare videro il fico seccato fino alle barbe.
21 Και ενθυμηθεις ο Πετρος, λεγει προς αυτον? Ραββι, ιδε, η συκη, την οποιαν κατηρασθης, εξηρανθη.21 E Pietro risovvenutosi, gli disse: Maestro, guarda, come il fico da te maledetto si è seccato.
22 Και αποκριθεις ο Ιησους, λεγει προς αυτους? Εχετε πιστιν Θεου.22 E Gesù rispose, e disse loro: Abbiate fede in Dio.
23 Διοτι αληθως σας λεγω οτι οστις ειπη προς το ορος τουτο, Σηκωθητε και ριφθητι εις την θαλασσαν, και δεν δισταση εν τη καρδια αυτου, αλλα πιστευση οτι εκεινα τα οποια λεγει γινονται, θελει γεινει εις αυτον ο, τι εαν ειπη.23 In verità vi dico, che chiunque dirà a questo monte: Levati, e gettati in mare: e non esiterà in cuor suo; ma avrà fede, che sia fatto, quanto ha detto gli sarà fatto.
24 Δια τουτο σας λεγω, Παντα οσα προσευχομενοι ζητειτε, πιστευετε οτι λαμβανετε, και θελει γεινει εις εσας.24 Per questo vi dico: Qualunque cosa domandiate nell'orazione, abbiate fede di conseguirla, e l'otterrete.
25 Και οταν ιστασθε προσευχομενοι, συγχωρειτε εαν εχητε τι κατα τινος, δια να συγχωρηση εις εσας και ο Πατηρ σας ο εν τοις ουρανοις τα αμαρτηματα σας.25 E quando vi presenterete per orare, se avete qualche cosa contro di alcuno, perdonategli: affinchè il Padre vostro, che è nei cieli, perdoni anch'esso a voi i vostri peccati.
26 Αλλ' εαν σεις δεν συγχωρητε, ουδε ο Πατηρ σας ο εν τοις ουρανοις θελει συγχωρησει τα αμαρτηματα σας.26 Che se voi non perdonerete, nemmeno il vostro Padre, che è ne' Cieli, perdonerà a voi i vostri peccati.
27 Και ερχονται παλιν εις Ιεροσολυμα? και ενω περιεπατει εν τω ιερω, ερχονται προς αυτον οι αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρεσβυτεροι27 E ritornaron di nuovo a Gerusalemme. E mentre egli andava attorno pel tempio, se gli accostarono i sommi sacerdoti, è gli Scribi, e i seniori:
28 και λεγουσι προς αυτον? Εν ποια εξουσια πραττεις ταυτα; και τις σοι εδωκε την εξουσιαν ταυτην, δια να πραττης ταυτα;28 E gli dissero: Con quale autorità fai tu queste cose. E chi ha dato a te tal balìa per far cose tali?
29 Ο δε Ιησους αποκριθεις ειπε προς αυτους? Θελω σας ερωτησει και εγω ενα λογον, και αποκριθητε μοι, και θελω σας ειπει εν ποια εξουσια πραττω ταυτα.29 Ma Gesù rispose, e disse loro: Domanderò anch'io a voi una cosa, e voi rispondetemi: e io vi dirò, con quale autorità faccia io queste cose.
30 Το βαπτισμα του Ιωαννου εξ ουρανου ητο η εξ ανθρωπων; αποκριθητε μοι.30 Il battesimo di Giovanni veniva dal cielo, o dagli uomini? Rispondetemi.
31 Και διελογιζοντο καθ' εαυτους, λεγοντες? Εαν ειπωμεν, Εξ ουρανου, θελει ειπει? Δια τι λοιπον δεν επιστευσατε εις αυτον;31 Ma essi ruminavano dentro di se, e dicevano: Se diremo, dal cielo, egli dirà: Perché dunque non, avete creduto a lui.
32 Αλλ' εαν ειπωμεν, Εξ ανθρωπων; εφοβουντο τον λαον? διοτι παντες ειχον τον Ιωαννην οτι ητο τωοντι προφητης.32 Se diremo, dagli uomini, abbiamo paura del popolo: conciossiachè tutti tenevano, che Giovanni fosse veramente profeta.
33 Και αποκριθεντες λεγουσι προς τον Ιησουν? Δεν εξευρομεν. Και ο Ιησους αποκριθεις λεγει προς αυτους? Ουδε εγω λεγω προς υμας εν ποια εξουσια πραττω ταυτα.33 E risposero a Gesù: Nol sappiamo. E Gesù disse loro: Nemmeno io dico a voi, con quale autorità faccia io tali cose.