1 Και υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, ανηρ και σχοινιον μετρικον εν τη χειρι αυτου? | 1 Alcé luego mis ojos y tuve una visión: Eran cuatro cuernos. |
2 και ειπα, Που υπαγεις συ; Ο δε ειπε προς εμε, να μετρησω την Ιερουσαλημ, δια να ιδω ποιον το πλατος αυτης και ποιον το μηκος αυτης. | 2 Y dije al ángel que hablaba conmigo: «¿Qué son éstos?» Me dijo: «Son los cuernos que dispersaron a Judá (a Israel) y a Jerusalén». |
3 Και ιδου, ο αγγελος ο λαλων μετ' εμου εξηλθε, και ετερος αγγελος εξηλθεν εις συναντησιν αυτου | 3 Yahveh me hizo ver después cuatro herreros. |
4 και ειπε προς αυτον, Δραμε, λαλησον προς τον νεανιαν τουτον, λεγων, Η Ιερουσαλημ θελει κατοικηθη ατειχιστως εξ αιτιας του πληθους των εν αυτη ανθρωπων και κτηνων? | 4 Y dije: «¿Qué vienen a hacer éstos?» El habló y dijo: «(Aquellos son los cuernos que dispersaron a Judá, hasta que nadie osó levantar cabeza.) Y éstos han venido a espantarlos (a abatir los cuernos de las naciones que alzaron el cuerno contra la tierra de Judá para dispersarla)». |
5 διοτι εγω, λεγει Κυριος, θελω εισθαι εις αυτην τειχος πυρος κυκλω και θελω εισθαι προς δοξαν εν μεσω αυτης. | 5 Alcé los ojos y tuve una visión: Era un hombre con una cuerda de medir en la mano. |
6 Ω, ω? φευγετε απο της γης του βορρα, λεγει Κυριος? διοτι σας διεσκορπισα προς τους τεσσαρας ανεμους του ουρανου, λεγει Κυριος. | 6 Le dije: «¿A dónde vas?» Me dijo: «A medir a Jerusalén, a ver cuánta es su anchura y cuánta su longitud». |
7 Ω, διασωθητι, Σιων, η κατοικουσα μετα της θυγατρος της Βαβυλωνος. | 7 En esto, salió el ángel que hablaba conmigo, y otro ángel salió a su encuentro |
8 Διοτι ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Μετα την δοξαν με απεστειλε προς τα εθνη, τα οποια σας ελεηλατησαν? διοτι οστις εγγιζει εσας, εγγιζει την κορην του οφθαλμου αυτου. | 8 y le dijo: «Corre, habla a ese joven y dile: Como las ciudades abiertas será habitada Jerusalén, debido a la multitud de hombres y ganados que habrá dentro de ella. |
9 Διοτι, ιδου, εγω θελω σεισει την χειρα μου επ' αυτα και θελουσιν εισθαι λαφυρον εις τους δουλευοντας αυτα? και θελετε γνωρισει οτι ο Κυριος των δυναμεων με απεστειλε. | 9 Y yo seré para ella - oráculo de Yahveh - muralla de fuego en torno, y dentro de ella seré gloria». |
10 Τερπου και ευφραινου, θυγατερ Σιων? διοτι ιδου, εγω ερχομαι και θελω κατοικησει εν μεσω σου, λεγει Κυριος. | 10 ¡Hala, hala, huid del país del Norte - oráculo de Yahveh, - ya que a los cuatro vientos del cielo os esparcí yo! - oráculo de Yahveh - |
11 Και εθνη πολλα θελουσιν ενωθη μετα του Κυριου εν τη ημερα εκεινη και θελουσιν εισθαι λαος μου, και θελω κατοικησει εν μεσω σου, και θελει, γνωρισει οτι ο Κυριος των δυναμεων με εξαπεστειλε προς σε. | 11 ¡Hala, sálvate, Sión, tú que moras en Babilonia! |
12 Και ο Κυριος θελει κατακληρονομησει τον Ιουδαν δια μεριδα αυτου εν τη γη τη αγια και θελει εκλεξει παλιν την Ιερουσαλημ. | 12 Pues así dice Yahveh Sebaot que tras la gloria me ha enviado a las naciones que os despojaron: «El que os toca a vosotros a la niña de mi ojo toca». |
13 Σιωπα, πασα σαρξ, ενωπιον του Κυριου? διοτι εξηγερθη απο της κατοικιας της αγιοτητος αυτου. | 13 He aquí que yo alzo mi mano contra ellas, y serán despojo de sus mismos esclavos. Sabréis así que Yahveh Sebaot me ha enviado. |
| 14 Grita de gozo y regocíjate, hija de Sión, pues he aquí que yo vengo a morar dentro de ti, oráculo de Yahveh. |
| 15 Muchas naciones se unirán a Yahveh aquel día: serán para mí un pueblo, y yo moraré en medio de ti. Sabrás así que Yahveh Sebaot me ha enviado a ti. |
| 16 Poseerá Yahveh a Judá, porción suya en la Tierra Santa, y elegirá de nuevo a Jerusalén. |
| 17 ¡Silencio, toda carne, delante de Yahveh, porque él se despierta de su santa Morada! |