ΙΩΗΛ - Gioele - Joel 1
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιωηλ τον υιον του Φαθουηλ. | 1 Parola del Signore, rivolta a Gioele, figlio di Petuèl. |
2 Ακουσατε τουτο, οι πρεσβυτεροι, και δοτε ακροασιν, παντες οι κατοικουντες την γην? εγεινε τουτο εν ταις ημεραις υμων η εν ταις ημεραις των πατερων υμων; | 2 Udite questo, anziani, porgete l’orecchio, voi tutti abitanti della regione. Accadde mai cosa simile ai giorni vostri o ai giorni dei vostri padri? |
3 Διηγηθητε προς τα τεκνα σας περι τουτου και τα τεκνα σας προς τα τεκνα αυτων και τα τεκνα αυτων προς αλλην γενεαν. | 3 Raccontatelo ai vostri figli, e i vostri figli ai loro figli, e i loro figli alla generazione seguente. |
4 Ο, τι αφηκεν η καμπη, κατεφαγεν η ακρις? και ο, τι αφηκεν η ακρις, κατεφαγεν ο βρουχος? και ο, τι αφηκεν ο βρουχος, κατεφαγεν η ερυσιβη. | 4 Quello che ha lasciato la cavalletta l’ha divorato la locusta; quello che ha lasciato la locusta l’ha divorato il bruco; quello che ha lasciato il bruco l’ha divorato il grillo. |
5 Ανανηψατε, μεθυσοι, και κλαυσατε, και ολολυξατε, παντες οι οινοποται, δια τον νεον οινον? διοτι αφηρεθη απο του στοματος σας. | 5 Svegliatevi, ubriachi, e piangete, voi tutti che bevete vino, urlate per il vino nuovo che vi è tolto di bocca. |
6 Επειδη εθνος ανεβη επι την γην μου, ισχυρον και αναριθμητον, του οποιου οι οδοντες ειναι οδοντες λεοντος, και εχει μυλοδοντας σκυμνου. | 6 Poiché è venuta contro il mio paese una nazione potente e innumerevole, che ha denti di leone, mascelle di leonessa. |
7 Εθεσε την αμπελον μου εις αφανισμον και τας συκας μου εις θραυσιν? ολως εξελεπισεν αυτην και απερριψε? τα κληματα αυτης εμειναν λευκα. | 7 Ha fatto delle mie viti una desolazione e tronconi delle piante di fico; ha tutto scortecciato e abbandonato, i loro rami appaiono bianchi. |
8 Θρηνησον ως νυμφη περιεζωσμενη σακκον δια τον ανδρα της νεοτητος αυτης. | 8 Laméntati come una vergine che si è cinta di sacco per il lutto e piange per lo sposo della sua giovinezza. |
9 Η προσφορα και η σπονδη αφηρεθη απο του οικου του Κυριου? πενθουσιν οι ιερεις, οι λειτουργοι του Κυριου. | 9 Sono scomparse offerta e libagione dalla casa del Signore; fanno lutto i sacerdoti, ministri del Signore. |
10 Ηρημωθη η πεδιας, πενθει η γη? διοτι ηφανισθη ο σιτος, εξηρανθη ο νεος οινος, εξελιπε το ελαιον. | 10 Devastata è la campagna, è in lutto la terra, perché il grano è devastato, è venuto a mancare il vino nuovo, è esaurito l’olio. |
11 Αισχυνθητε, γεωργοι? ολολυξατε, αμπελουργοι, δια τον σιτον και δια την κριθην? διοτι ο θερισμος του αγρου απωλεσθη. | 11 Restate confusi, contadini, alzate lamenti, vignaioli, per il grano e per l’orzo, perché il raccolto dei campi è perduto. |
12 Η αμπελος εξηρανθη και η συκη εξελιπεν? η ροιδια και ο φοινιξ και η μηλεα, παντα τα δενδρα του αγρου εξηρανθησαν, ωστε εξελιπεν η χαρα απο των υιων των ανθρωπων. | 12 La vite è diventata secca, il fico inaridito, il melograno, la palma, il melo, tutti gli alberi dei campi sono secchi, è venuta a mancare la gioia tra i figli dell’uomo. |
13 Περιζωσθητε και θρηνειτε, ιερεις? ολολυζετε, λειτουργοι του θυσιαστηριου? ελθετε, διανυκτερευσατε εν σακκω, λειτουργοι του Θεου μου? διοτι η προσφορα και η σπονδη επαυθη απο του οικου του Θεου σας. | 13 Cingete il cilicio e piangete, o sacerdoti, urlate, ministri dell’altare, venite, vegliate vestiti di sacco, ministri del mio Dio, perché priva d’offerta e libagione è la casa del vostro Dio. |
14 Αγιασατε νηστειαν, κηρυξατε συναξιν επισημον, συναξατε τους πρεσβυτερους, παντας τους κατοικους του τοπου, εις τον οικον Κυριου του Θεου σας? και βοησατε προς τον Κυριον, | 14 Proclamate un solenne digiuno, convocate una riunione sacra, radunate gli anziani e tutti gli abitanti della regione nella casa del Signore, vostro Dio, e gridate al Signore: |
15 Οιμοι δια την ημεραν εκεινην? διοτι η ημερα του Κυριου επλησιασε και θελει ελθει ως ολεθρος απο του Παντοδυναμου. | 15 «Ahimè, quel giorno! È infatti vicino il giorno del Signore e viene come una devastazione dall’Onnipotente. |
16 Δεν αφηρεθησαν αι τροφαι απ' εμπροσθεν των οφθαλμων ημων, η ευφροσυνη και η χαρα απο του οικου του Θεου ημων; | 16 Non è forse scomparso il cibo davanti ai nostri occhi e la letizia e la gioia dalla casa del nostro Dio?». |
17 Οι σποροι φθειρονται υπο τους βωλους αυτων, αι σιτοθηκαι ηρημωθησαν, αι αποθηκαι εχαλασθησαν? διοτι ο σιτος εξηρανθη. | 17 Sono marciti i semi sotto le loro zolle, i granai sono vuoti, distrutti i magazzini, perché è venuto a mancare il grano. |
18 Πως στεναζουσι τα κτηνη? αδημονουσιν αι αγελαι των βοων, διοτι δεν εχουσι βοσκην? ναι, τα ποιμνια των προβατων ηφανισθησαν. | 18 Come geme il bestiame! Vanno errando le mandrie dei buoi, perché non hanno più pascoli; anche le greggi di pecore vanno in rovina. |
19 Κυριε, προς σε θελω βοησει? διοτι το πυρ κατηναλωσε τας βοσκας της ερημου και η φλοξ κατεκαυσε παντα τα δενδρα του αγρου. | 19 A te, Signore, io grido, perché il fuoco ha divorato i pascoli della steppa e la fiamma ha bruciato tutti gli alberi della campagna. |
20 Τα κτηνη ετι της πεδιαδος χασκουσι προς σε? διοτι εξηρανθησαν οι ρυακες των υδατων και πυρ κατεφαγε τας βοσκας της ερημου. | 20 Anche gli animali selvatici sospirano a te, perché sono secchi i corsi d’acqua e il fuoco ha divorato i pascoli della steppa. |