Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΔΑΝΙΗΛ - Daniele - Daniel 10


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Εν τω τριτω ετει του Κυρου, βασιλεως της Περσιας, απεκαλυφθη λογος εις τον Δανιηλ, του οποιου το ονομα εκληθη Βαλτασασαρ? και ο λογος ητο αληθινος και η δυναμις των λεγομενων μεγαλη? και κατελαβε τον λογον και εννοησε την οπτασιαν.1 L'anno terzo di Ciro, re di Persia, una parola fu rivelata a Daniele, soprannominato Baltassar, una parola vera, di grande valore, ed egli comprese la cosa, che c'è bisogno d'intelligenza in (questa) visione,
2 Εν ταις ημεραις εκειναις εγω ο Δανιηλ ημην πενθων τρεις ολοκληρους εβδομαδας.2 in quei giorni io, Daniele, feci lutto per tre settimane intere:
3 Αρτον επιθυμητον δεν εφαγον και κρεας και οινος δεν εισηλθεν εις το στομα μου ουδε ηλειψα εμαυτον παντελως, μεχρι συμπληρωσεως τριων ολοκληρων εβδομαδων.3 non mangiai cibi prelibati, e la carne e il vino non entrò nella mia bocca, e nemmeno mi unsi coll'unguento, finché non furono passati i giorni delle tre settimane.
4 Και την εικοστην τεταρτην ημεραν του πρωτου μηνος, ενω ημην παρα την οχθην του μεγαλου ποταμου, οστις ειναι ο Τιγρις,4 E il ventiquattro del primo mese, trovandomi in riva al gran fiume, il Tigri,
5 εσηκωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, εις ανθρωπος ενδεδυμενος λινα και αι οσφυες αυτου ησαν περιεζωσμεναι με χρυσιον καθαρον του Ουφαζ,5 alzai i miei occhi e vidi, ed ecco un uomo vestito di lino, con attorno ai fianchi una cintura d'oro fino.
6 το δε σωμα αυτου ητο ως βηρυλλιον, και το προσωπον αυτου ως θεα αστραπης, και οι οφθαλμοι αυτου ως λαμπαδες πυρος, και οι βραχιονες αυτου και οι ποδες αυτου ως οψις χαλκου στιλβοντος, και η φωνη των λογων αυτου ως φωνη οχλου.6 Il suo corpo era come il crisolito, la sua faccia aveva l'aspetto del folgore, e i suoi occhi (erano) come (due) faci ardenti, e le sue braccia e le altre parti fino ai piedi avevan l'aspetto di bronzo incandescente, e, quando parlava, la sua voce era come il rumore d'una moltitudine.
7 Και μονος εγω ο Δανιηλ ειδον την ορασιν? οι δε ανδρες οι οντες μετ' εμου δεν ειδον την ορασιν? αλλα τρομος μεγας επεπεσεν επ' αυτους και εφυγον δια να κρυφθωσιν.7 La visione la vidi soltanto io, Daniele, quelli che erano con me non videro, ma un grande spavento piombò sopra di loro, e fuggirono a nascondersi.
8 Εγω λοιπον εμεινα μονος και ειδον την ορασιν την μεγαλην ταυτην, και δεν απεμεινεν ισχυς εν εμοι? και η ακμη μου μετεστραφη εν εμοι εις μαρασμον και δεν εμεινεν ισχυς εν εμοι.8 Ed io, rimasto solo, vidi questa grande visione, e mi mancaron le forze, la mia faccia cangiò colore, e svenni, privo di tutte le forze.
9 Ηκουσα ομως την φωνην των λογων αυτου? και ενω ηκουον την φωνην των λογων αυτου, εγω ημην βεβυθισμενος εις βαθυν υπνον επι προσωπον μου και το προσωπον μου επι την γην.9 E sentivo il suono delle sue parole, e, a sentirle, stavo costernato, bocconi, colla faccia attaccata alla terra.
10 Και ιδου, χειρ με ηγγισε και με ηγειρεν επι τα γονατα μου και τας παλαμας των χειρων μου.10 Ed ecco una mano mi toccò, e mi fece alzar e sulle mie ginocchia e sopra le dita delle mie mani.
11 Και ειπε προς εμε, Δανιηλ, ανηρ σφοδρα αγαπητε, εννοησον τους λογους, τους οποιους εγω λαλω προς σε, και στηθι ορθος? διοτι προς σε απεσταλην τωρα. Και οτε ελαλησε προς εμε τον λογον τουτον, εσηκωθην εντρομος.11 Ed egli mi disse: « Daniele, uomo dei desideri, intendi le parole che io ti dico, e sta sui tuoi piedi, perchè ora sono mandato a te ». Quando mi ebbe dette queste parole, io mi alzai tutto tremante.
12 Και ειπε προς εμε, Μη φοβου, Δανιηλ? διοτι απο της πρωτης ημερας, καθ' ην εδωκας την καρδιαν σου εις το να εννοης και κακουχησαι ενωπιον του Θεου σου, εισηκουσθησαν οι λογοι σου και εγω ηλθον εις τους λογους σου.12 Ed egli mi disse: « Non temere, Daniele, perchè fin dal primo giorno in cui applicasti il tuo cuore a comprendere e ad affliggerti nel cospetto del tuo Dio, sono state esaudite le tue parole, ed io sono venuto a causa delle tue parole.
13 Πλην ο αρχων της βασιλειας της Περσιας ανθιστατο εις εμε εικοσιμιαν ημεραν? αλλ' ιδου, ο Μιχαηλ, εις των πρωτων αρχοντων, ηλθε δια να μοι βοηθηση? και εγω εμεινα εκει πλησιον των βασιλεων της Περσιας.13 Ma il principe del regno dei Persiani mi ha fatto resistenza per ventun giorno, ma ecco che Michele, un dei primi principi, è venuto in mio aiuto, e son rimasto là presso il re dei Persiani.
14 Και ηλθον να σε καμω να καταλαβης τι θελει συμβη εις τον λαον σου εν ταις εσχαταις ημεραις? διοτι η ορασις ειναι ετι δια πολλας ημερας.14 Però ora son venuto per farti sapere le cose che avverranno al tuo popolo negli ultimi giorni, e che la visione è per quei giorni ».
15 Και ενω ελαλει τοιουτους λογους προς εμε, εβαλον το προσωπον μου προς την γην και εγεινα αφωνος.15 Mentre così mi parlava, io abbassai a terra il mio volto e tacqui.
16 Και ιδου, ως θεα υιου ανθρωπου ηγγισε τα χειλη μου? τοτε ηνοιξα το στομα μου και ελαλησα και ειπον προς τον ισταμενον εμπροσθεν μου, Κυριε μου, εξ αιτιας της ορασεως συνεστραφησαν τα εντοσθια μου εν εμοι και δεν εμεινεν ισχυς εν εμοι.16 Ed ecco uno che era simile al figlio dell'uomo toccò le mie labbra, ed io aprii la mia bocca e parlai e dissi a chi mi stava davanti: « O mio Signore, al vederti si sono sciolte tutte le mie giunture, e non m'è restato niente di forza.
17 Και πως δυναται ο δουλος τουτου του κυριου μου να λαληση μετα του κυριου μου τουτου; εν εμοι βεβαιως απο του νυν δεν υπαρχει ουδεμια ισχυς αλλ' ουδε πνοη εμεινεν εν εμοι.17 E come potrà il servo del mio Signore, parlare col mio Signore? Non m'è rimasto vigore alcuno, e mi manca anche il respiro ».
18 Και με ηγγισε παλιν ως θεα ανθρωπου και με ενισχυσε,18 Allora colui che aveva le sembianze di uomo mi toccò di nuovo e mi diede la forza.
19 και ειπε, Μη φοβου, ανηρ σφοδρα αγαπητε? ειρηνη εις σε? ανδριζου και ισχυε. Και ενω ελαλει προς εμε, ενισχυθην και ειπον, Ας λαληση ο κυριος μου? διοτι με ενισχυσας.19 E disse: «Non temere, o uomo dei desideri. La pace sia con te. Fatti coraggio e sii forte ». Mentre egli parlava con me, io ripresi le forze, e dissi: « Parla, o mio Signore, perchè tu m'hai rinvigorito ».
20 Και ειπεν, Εξευρεις δια τι ηλθον προς σε; τωρα δε θελω επιστρεψει να πολεμησω μετα του αρχοντος της Περσιας? και οταν εξελθω, ιδου, ο αρχων της Ελλαδος θελει ελθει.20 E disse: « Sai perchè son venuto da te? Ora tornerò a combattere col principe dei Persiani, o quando partivo era già comparso il principe dei Greci, che veniva.
21 Πλην θελω σοι αναγγειλει το γεγραμμενον εν τη γραφη της αληθειας? και δεν ειναι ουδεις ο αγωνιζομενος μετ' εμου υπερ τουτων, ειμη Μιχαηλ ο αρχων υμων.21 Ma intanto io t'annunzierò quello che sta espresso nella scrittura di verità: e in tutte queste cose nessuno mi dà aiuto, se non Michele vostro principe ».