| 1 Ειθε να ητο η κεφαλη μου υδατα και οι οφθαλμοι μου πηγη δακρυων, δια να κλαιω ημεραν και νυκτα τους πεφονευμενους της θυγατρος του λαου μου. | 1 О, кто даст голове моей воду и глазам моим--источник слез! я плакал бы день и ночь о пораженных дщери народа моего. |
| 2 Ειθε να ειχον εν τη ερημω καταλυμα οδοιπορων, δια να εγκαταλειψω τον λαον μου και να απελθω απ' αυτων? διοτι παντες ειναι μοιχοι, αθροισμα απιστων. | 2 О, кто дал бы мне в пустыне пристанище путников! оставил бы я народ мой и ушел бы от них: ибо все они прелюбодеи, скопище вероломных. |
| 3 Ενετειναν και την γλωσσαν αυτων ως τοξον ψευδους? και ισχυσαν επι της γης, ουχι υπερ της αληθειας? διοτι προχωρουσιν απο κακιας εις κακιαν και εμε δεν γνωριζουσι, λεγει Κυριος. | 3 Как лук, напрягают язык свой для лжи, усиливаются на земле неправдою; ибо переходят от одного зла к другому, и Меня не знают, говорит Господь. |
| 4 Φυλαττεσθε εκαστος απο του πλησιον αυτου και επ' ουδενα αδελφον μη πεποιθατε? διοτι πας αδελφος θελει παντοτε υποσκελιζει και πας πλησιον θελει περιπατει εν δολιοτητι. | 4 Берегитесь каждый своего друга, и не доверяйте ни одному из своих братьев; ибо всякий брат ставит преткновение другому, и всякий друг разносит клеветы. |
| 5 Και θελουσιν απατα εκαστος τον πλησιον αυτου και δεν θελουσι λαλει την αληθειαν? εδιδαξαν την γλωσσαν αυτων να λαλη ψευδη, αποκαμνουσι πραττοντες ανομιαν. | 5 Каждый обманывает своего друга, и правды не говорят: приучили язык свой говорить ложь, лукавствуют до усталости. |
| 6 Η κατοικια σου ειναι εν μεσω δολιοτητος? εν τη δολιοτητι αρνουνται να με γνωρισωσι, λεγει Κυριος. | 6 Ты живешь среди коварства; по коварству они отрекаются знать Меня, говорит Господь. |
| 7 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Ιδου, θελω βαλει αυτους εν χωνευτηριω και θελω δοκιμασει αυτους? διοτι πως θελω καμει ενεκεν της θυγατρος του λαου μου; | 7 Посему так говорит Господь Саваоф: вот, Я расплавлю и испытаю их; ибо как иначе Мне поступать со дщерью народа Моего? |
| 8 Η γλωσσα αυτων ειναι βελος εξακοντιζομενον? λαλει δολια? εκαστος λαλει ειρηνικα δια του στοματος αυτου προς τον πλησιον αυτου, πλην εν τη καρδια αυτου στηνει ενεδραν κατ' αυτου. | 8 Язык их--убийственная стрела, говорит коварно; устами своими говорят с ближним своим дружелюбно, а в сердце своем строят ему ковы. |
| 9 Δεν θελω επισκεφθη αυτους δια ταυτα; λεγει Κυριος? η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου; | 9 Неужели Я не накажу их за это? говорит Господь; не отмстит ли душа Моя такому народу, как этот? |
| 10 Δια τα ορη θελω αναλαβει κλαυθμον και θρηνον και δια τας βοσκας της ερημου οδυρμον, διοτι ηφανισθησαν, ωστε δεν υπαρχει ανθρωπος διαβαινων, ουδε ακουεται φωνη ποιμνιου? απο του πτηνου του ουρανου εως του κτηνους, εφυγον, απηλθον. | 10 О горах подниму плач и вопль, и о степных пастбищах--рыдание, потому что они выжжены, так что никто там не проходит, и не слышно блеяния стад: от птиц небесных до скота--[все] рассеялись, ушли. |
| 11 Και θελω καταστησει την Ιερουσαλημ εις σωρους, κατοικιαν θωων? και τας πολεις του Ιουδα θελω καμει ερημωσιν, ωστε να μη υπαρχη ο κατοικων. | 11 И сделаю Иерусалим грудою камней, жилищем шакалов, и города Иудеи сделаю пустынею, без жителей. |
| 12 Τις ειναι ο ανθρωπος ο σοφος, οστις δυναται να εννοηση τουτο; και προς τον οποιον ελαλησε το στομα του Κυριου, δια να αναγγειλη αυτο, δια τι η γη εχαθη, ηφανισθη ως ερημος, ωστε να μη υπαρχη ο διαβαινων; | 12 Есть ли такой мудрец, который понял бы это? И к кому говорят уста Господни--объяснил бы, за что погибла страна и выжжена, как пустыня, так что никто не проходит [по ней]? |
| 13 Και ειπε Κυριος, διοτι εγκατελιπον τον νομον μου, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν αυτων και δεν υπηκουσαν εις την φωνην μου και δεν περιεπατησαν εν αυτω? | 13 И сказал Господь: за то, что они оставили закон Мой, который Я постановил для них, и не слушали гласа Моего и не поступали по нему; |
| 14 αλλα περιεπατησαν οπισω της ορεξεως της καρδιας αυτων και οπισω των Βααλειμ, τα οποια οι πατερες αυτων εδιδαξαν αυτους? | 14 а ходили по упорству сердца своего и во след Ваалов, как научили их отцы их. |
| 15 δια τουτο, ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Ιδου, εγω θελω θρεψει αυτους, τον λαον τουτον? με αψινθιον και υδωρ χολης θελω ποτισει αυτους? | 15 Посему так говорит Господь Саваоф, Бог Израилев: вот, Я накормлю их, этот народ, полынью, и напою их водою с желчью; |
| 16 και θελω διασκορπισει αυτους εν τοις εθνεσι, τα οποια αυτοι και οι πατερες αυτων δεν εγνωρισαν? και θελω αποστειλει την μαχαιραν οπισω αυτων, εωσου αναλωσω αυτους. | 16 и рассею их между народами, которых не знали ни они, ни отцы их, и пошлю вслед их меч, доколе не истреблю их. |
| 17 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων. Συλλογισθητε και καλεσατε τας θρηνουσας να ελθωσι? και αποστειλατε δια τας σοφας να ελθωσι? | 17 Так говорит Господь Саваоф: подумайте, и позовите плакальщиц, чтобы они пришли; пошлите за искусницами [в этом деле], чтобы они пришли. |
| 18 και ας σπευσωσι και ας αναλαβωσιν οδυρμον περι ημων και ας καταβιβασωσιν οι οφθαλμοι ημων δακρυα και τα βλεφαρα ημων ας ρευσωσιν υδατα. | 18 Пусть они поспешат и поднимут плач о нас, чтобы из глаз наших лились слезы, и с ресниц наших текла вода. |
| 19 Διοτι φωνη θρηνου ηκουσθη απο Σιων, Πως απωλεσθημεν? κατησχυνθημεν σφοδρα, διοτι εγκατελιπομεν την γην, διοτι αι κατοικιαι ημων εξερριψαν ημας. | 19 Ибо голос плача слышен с Сиона: 'как мы ограблены! мы жестоко посрамлены, ибо оставляем землю, потому что разрушили жилища наши'. |
| 20 Ακουσατε λοιπον, γυναικες, τον λογον του Κυριου, και ας δεχθη το ωτιον σας τον λογον του στοματος αυτου, και διδαξατε τας θυγατερας σας οδυρμον και εκαστη την πλησιον αυτης θρηνον. | 20 Итак слушайте, женщины, слово Господа, и да внимает ухо ваше слову уст Его; и учите дочерей ваших плачу, и одна другую--плачевным песням. |
| 21 Διοτι θανατος ανεβη δια των θυριδων ημων, εισηλθεν εις τα παλατια ημων, δια να εκκοψη τα νηπια απο των οδων τους νεους απο των πλατειων. | 21 Ибо смерть входит в наши окна, вторгается в чертоги наши, чтобы истребить детей с улицы, юношей с площадей. |
| 22 Ειπε, Ουτω λεγει Κυριος? Και τα πτωματα των ανθρωπων θελουσι ριφθη ως κοπρια επι προσωπον αγρου και ως δραγμα οπισω θεριστου, και δεν θελει υπαρχει ο συναγων. | 22 Скажи: так говорит Господь: и будут повержены трупы людей, как навоз на поле и как снопы позади жнеца, и некому будет собрать их. |
| 23 Ουτω λεγει Κυριος? Ας μη καυχαται ο σοφος εις την σοφιαν αυτου, και ας μη καυχαται ο δυνατος εις την δυναμιν αυτου, ας μη καυχαται ο πλουσιος εις τον πλουτον αυτου? | 23 Так говорит Господь: да не хвалится мудрый мудростью своею, да не хвалится сильный силою своею, да не хвалится богатый богатством своим. |
| 24 αλλ' ο καυχωμενος ας καυχαται εις τουτο, οτι εννοει και γνωριζει εμε, οτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο ποιων ελεος, κρισιν και δικαιοσυνην επι της γης? επειδη εις ταυτα ευαρεστουμαι, λεγει Κυριος. | 24 Но хвалящийся хвались тем, что разумеет и знает Меня, что Я--Господь, творящий милость, суд и правду на земле; ибо только это благоугодно Мне, говорит Господь. |
| 25 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει επισκεψιν επι παντας τους περιτετμημενους μετα των απεριτμητων? | 25 Вот, приходят дни, говорит Господь, когда Я посещу всех обрезанных и необрезанных: |
| 26 επι την Αιγυπτον και επι τον Ιουδαν και επι τον Εδωμ και επι τους υιους Αμμων και επι τον Μωαβ και επι παντας τους περικειροντας την κομην, τους κατοικουντας εν τη ερημω? διοτι παντα τα εθνη ειναι απεριτμητα και πας ο οικος Ισραηλ απεριτμητος την καρδιαν. | 26 Египет и Иудею, и Едома и сыновей Аммоновых, и Моава и всех стригущих волосы на висках, обитающих в пустыне; ибо все эти народы необрезаны, а весь дом Израилев с необрезанным сердцем. |