Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 26


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εν τη αρχη της βασιλειας του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, εγεινεν ο λογος ουτος παρα Κυριου, λεγων,1 Joakimnak, Jozija fiának, Júda királyának uralkodása kezdetén ez az ige hangzott el az Úrtól:
2 Ουτω λεγει Κυριος? Στηθι εν τη αυλη του οικου του Κυριου και λαλησον προς πασας τας πολεις του Ιουδα τας ερχομενας δια να προσκυνησωσιν εν τω οικω του Κυριου, παντας τους λογους, τους οποιους προσεταξα εις σε να λαλησης προς αυτους? μη αφαιρεσης λογον.2 »Így szól az Úr: Állj az Úr házának udvarába, és mondd el Júda minden városáról, ahonnan eljönnek leborulni az Úr házába, mindazokat az igéket, amelyekről megparancsoltam neked, hogy elmondd nekik; ne hagyj el egy szót sem!
3 Ισως θελουσιν ακουσει και επιστρεψει εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και μετανοησω περι του κακου, το οποιον βουλευομαι να καμω εις αυτους δια την κακιαν των εργων αυτων.3 Hátha meghallgatják és megtérnek, mindenki a maga gonosz útjáról, és akkor megbánom azt a rosszat, melyet tenni szándékozom velük cselekedeteik gonoszsága miatt.
4 Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Εαν δεν μου ακουσητε, ωστε να περιπατητε εν τω νομω μου, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν σας,4 Mondd tehát nekik: Így szól az Úr: Ha nem hallgattok rám, és nem jártok törvényem szerint, melyet elétek adtam,
5 να υπακουητε εις τους λογους των δουλων μου των προφητων, τους οποιους απεστειλα προς εσας εγειρομενος πρωι και αποστελλων, πλην σεις δεν ηκουσατε,5 hallgatva szolgáimnak, a prófétáknak szavaira, akiket én küldök hozzátok – idejekorán küldtem, de nem hallgattatok rájuk –,
6 τοτε θελω καταστησει τον οικον τουτον ως την Σηλω, και την πολιν ταυτην θελω καταστησει καταραν εις παντα τα εθνη της γης.6 akkor olyanná teszem ezt a házat, mint Síló; ezt a várost pedig átokká teszem a föld minden nemzete előtt.«
7 Και ηκουσαν οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος τον Ιερεμιαν, λαλουντα τους λογους τουτους εν τω οικω του Κυριου.7 Hallották a papok, a próféták és az egész nép, amint Jeremiás elmondta ezeket az igéket az Úr házában.
8 Και αφου ο Ιερεμιας επαυσε λαλων παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος να λαληση προς παντα τον λαον, οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος συνελαβον αυτον λεγοντες, Θελεις εξαπαντος θανατωθη?8 Történt pedig, hogy amikor befejezte Jeremiás mindannak az elmondását, amit az Úr parancsára el kellett mondania az egész népnek, megragadták őt a papok, a próféták és az egész nép, s azt mondták: »Bizony meg kell halnod!
9 δια τι προεφητευσας εν ονοματι Κυριου λεγων, Ο οικος ουτος θελει εισθαι ως η Σηλω και η πολις αυτη θελει ερημωθη? ωστε να μη ηναι ο κατοικων; Και πας ο λαος συνηχθη κατα του Ιερεμιου εν τω οικω του Κυριου.9 Miért prófétáltál így az Úr nevében: ‘Mint Síló, olyan lesz ez a ház, ez a város pedig elpusztul, úgyhogy nem lesz lakója?’« Ekkor odagyűlt az egész nép Jeremiáshoz az Úr házába.
10 Και ακουσαντες οι αρχοντες του Ιουδα τα πραγματα ταυτα, ανεβησαν εκ του οικου του βασιλεως εις τον οικον του Κυριου και εκαθησαν εν τη εισοδω της νεας πυλης του Κυριου.10 Amikor meghallották Júda fejedelmei ezeket a szavakat, felmentek a király házából az Úr házába, és leültek az Úr háza új kapujának bejáratában.
11 Τοτε οι ιερεις και οι προφηται ελαλησαν προς τους αρχοντας και προς παντα τον λαον λεγοντες, Κρισις θανατου πρεπει εις τον ανθρωπον τουτον, διοτι προεφητευσε κατα της πολεως ταυτης, ως ηκουσατε με τα ωτα σας.11 Akkor így szóltak a papok és a próféták a fejedelmekhez és az egész néphez: »Halálbüntetés jár ennek az embernek, mert ez ellen a város ellen prófétált, amint saját fületekkel hallottátok.«
12 Και ελαλησεν ο Ιερεμιας προς παντας τους αρχοντας και προς παντα τον λαον λεγων, Ο Κυριος με απεστειλε δια να προφητευσω κατα του οικου τουτου και κατα της πολεως ταυτης παντας τους λογους τους οποιους ηκουσατε.12 Jeremiás azonban ezt mondta az összes fejedelemnek és az egész népnek: »Az Úr küldött engem, hogy prófétáljak ez ellen a ház ellen és ez ellen a város ellen mindazokkal a szavakkal, amelyeket hallottatok.
13 Δια τουτο τωρα διορθωσατε τας οδους υμων και τας πραξεις υμων και υπακουσατε εις την φωνην Κυριου του Θεου υμων? και ο Κυριος θελει μετανοησει περι του κακου, το οποιον ελαλησε καθ' υμων.13 Most azért jobbítsátok meg útjaitokat és tetteiteket, s hallgassatok az Úrnak, a ti Isteneteknek szavára! Akkor megbánja az Úr azt a rosszat, amelyet kimondott rólatok.
14 Εγω δε, ιδου, ειμαι εν ταις χερσιν υμων? καμετε εις εμε, οπως ειναι καλον και οπως αρεστον εις τους οφθαλμους υμων.14 Én pedig, íme, a kezetekben vagyok; tegyétek velem azt, ami jó és helyes a szemetekben!
15 Πλην εξευρετε μετα βεβαιοτητος, οτι εαν με θανατωσητε, αιμα αθωον θελετε βεβαιως φερει εφ' υμας και επι την πολιν ταυτην και επι τους κατοικους αυτης? διοτι τη αληθεια ο Κυριος με απεστειλε προς υμας, δια να λαλησω εις τα ωτα υμων παντας τους λογους τουτους.15 De tudjátok meg jól, hogy ha megöltök engem, ártatlan vérrel terhelitek magatokat, ezt a várost és lakóit, mert valóban az Úr küldött engem hozzátok, hogy elmondjam fületek hallatára mindezeket az igéket!«
16 Τοτε οι αρχοντες και απας ο λαος ειπον προς τους ιερεις και προς τους προφητας, δεν υπαρχει κρισις θανατου εις τον ανθρωπον τουτον? διοτι εν τω ονοματι Κυριου του Θεου ημων ελαλησε προς ημας.16 Erre azt mondták a fejedelmek és az egész nép a papoknak és a prófétáknak: »Nem jár ennek az embernek halálbüntetés, mert az Úrnak, a mi Istenünknek nevében szólt hozzánk.«
17 Τοτε εσηκωθησαν τινες εκ των πρεσβυτερων του τοπου και ελαλησαν προς απασαν την συναγωγην του λαου, λεγοντες,17 Akkor felálltak néhányan az ország vénei közül, és ezt mondták a nép egész gyülekezetének:
18 Ο Μιχαιας ο Μωρασθιτης προεφητευεν εν ταις ημεραις Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα και ελαλησε προς παντα τον λαον του Ιουδα λεγων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Η Σιων θελει αροτριασθη ως αγρος, και η Ιερουσαλημ θελει γεινει σωροι λιθων και το ορος του οικου ως υψηλοι τοποι δρυμου.18 »A móreseti Mikeás, aki Hiszkijának, Júda királyának napjaiban prófétált, ezt mondta Júda egész népének: ‘Így szól a Seregek Ura: Siont mezőként fogják felszántani, és Jeruzsálem romhalmazzá lesz, a templom hegye pedig erdős magaslattá.’
19 Μηπως ο Εζεκιας ο βασιλευς του Ιουδα και πας ο Ιουδας εθανατωσαν αυτον; δεν εφοβηθη τον Κυριον και παρεκαλεσε το προσωπον του Κυριου, και ο Κυριος μετενοησε περι του κακου, το οποιον ελαλησε κατ' αυτων; Ημεις λοιπον ηθελομεν προξενησει μεγα κακον κατα των ψυχων ημων.19 De vajon megölte-e őt Hiszkija, Júda királya és egész Júda? Nemde félte az Urat, és engesztelt az Úr színe előtt, s ezért megbánta az Úr azt a rosszat, amelyet kimondott róluk? Mi pedig ilyen nagy rosszat teszünk saját magunk ellen?«
20 Και προσετι υπηρξεν ανθρωπος προφητευων εν ονοματι Κυριου, Ουριας ο υιος του Σεμαιου απο Κιριαθ-ιαρειμ, και προεφητευσε κατα της πολεως ταυτης και κατα της γης ταυτης κατα παντας τους λογους του Ιερεμιου.20 Volt egy másik férfi is, aki az Úr nevében prófétált: Uriás, Szemei fia Kirját-Jearimból. Prófétált ez ellen a város ellen és ez ellen az ország ellen, egészen Jeremiás szavai szerint.
21 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιωακειμ και παντες οι δυνατοι αυτου και παντες οι αρχοντες τους λογους αυτου, ο βασιλευς εζητει να θανατωση αυτον? ακουσας δε ο Ουριας εφοβηθη και εφυγε και υπηγεν εις την Αιγυπτον.21 Amikor meghallotta szavait Joakim király és minden vitéze meg az összes fejedelem, halálra kereste őt a király. Meghallotta ezt Uriás, és megijedt, ezért elmenekült, és Egyiptomba ment.
22 Και απεστειλεν Ιωακειμ ο βασιλευς ανδρας εις την Αιγυπτον, τον Ελναθαν υιον του Αχβωρ και ανδρας μετ' αυτου εις την Αιγυπτον?22 De Joakim király embereket küldött Egyiptomba: Elnátánt, Ákobor fiát és férfiakat vele együtt Egyiptomba.
23 και εξηγαγον τον Ουριαν εκ της Αιγυπτου και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα Ιωακειμ, και επαταξεν αυτον εν μαχαιρα και ερριψε το πτωμα αυτου εις τους ταφους του οχλου.23 Kihozták Uriást Egyiptomból, és Joakim királyhoz vitték, aki levágatta karddal, holttestét pedig a nép fiainak sírjaihoz dobatta.
24 Πλην η χειρ του Αχικαμ υιου του Σαφαν ητο μετα του Ιερεμια, δια να μη παραδωσωσιν αυτον εις την χειρα του λαου ωστε να θανατωσωσιν αυτον.24 De Ahikámnak, Sáfán fiának a keze Jeremiással volt, így nem adták őt a nép kezére, hogy megöljék.