Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 2


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,1 Et factum est verbum Domini ad me, dicens :
2 Υπαγε και βοησον εις τα ωτα της Ιερουσαλημ λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Ενθυμουμαι περι σου την προς σε ευμενειαν μου εν τη νεοτητι σου, την αγαπην της νυμφευσεως σου, οτε με ηκολουθεις εν τη ερημω, εν γη ασπαρτω?2 Vade, et clama in auribus Jerusalem, dicens :
Hæc dicit Dominus :
Recordatus sum tui, miserans adolescentiam tuam,
et caritatem desponsationis tuæ,
quando secuta es me in deserto,
in terra quæ non seminatur.
3 ο Ισραηλ ητο αγιος εις τον Κυριον, απαρχη των γεννηματων αυτου? παντες οι κατατρωγοντες αυτον ησαν ενοχοι? κακον ηλθεν επ' αυτους, λεγει Κυριος.3 Sanctus Israël Domino,
primitiæ frugum ejus :
omnes qui devorant eum delinquunt :
mala venient super eos,
dicit Dominus.
4 Ακουσατε τον λογον του Κυριου, οικος Ιακωβ και πασαι αι συγγενειαι του οικου Ισραηλ?4 Audite verbum Domini, domus Jacob,
et omnes cognationes domus Israël.
5 Ουτω λεγει Κυριος? Ποιαν αδικιαν ευρηκαν εν εμοι οι πατερες σας, ωστε απεμακρυνθησαν απ' εμου και περιεπατηααν οπισω της ματαιοτητος και εματαιωθησαν;5 Hæc dicit Dominus :
Quid invenerunt patres vestri in me iniquitatis,
quia elongaverunt a me,
et ambulaverunt post vanitatem,
et vani facti sunt ?
6 και δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος, ο αναβιβασας ημας εκ γης Αιγυπτου, ο οδηγησας ημας δια της ερημου, δια τοπου ερημιας και χασματων, δια τοπου ανυδριας και σκιας θανατου, δια τοπου τον οποιον δεν επερασεν ανθρωπος και οπου ανθρωπος δεν κατωκησε;6 Et non dixerunt : Ubi est Dominus
qui ascendere nos fecit de terra Ægypti ;
qui traduxit nos per desertum,
per terram inhabitabilem et inviam,
per terram sitis, et imaginem mortis,
per terram in qua non ambulavit vir,
neque habitavit homo ?
7 Και σας εισηγαγον εις τοπον καρποφορον, δια να τρωγητε τους καρπους αυτου και τα αγαθα αυτου? αφου ομως εισηλθετε, εμιανατε την γην μου και κατεστησατε βδελυγμα την κληρονομιαν μου.7 Et induxi vos in terram Carmeli,
ut comederetis fructum ejus et optima illius :
et ingressi contaminastis terram meam,
et hæreditatem meam posuistis in abominationem.
8 Οι ιερεις δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος; και οι κρατουντες τον νομον δεν με εγνωρισαν? και οι ποιμενες εγινοντο παραβαται εναντιον μου, και οι προφηται προεφητευον δια του Βααλ και περιεπατουν οπισω πραγματων ανωφελων.8 Sacerdotes non dixerunt : Ubi est Dominus ?
et tenentes legem nescierunt me,
et pastores prævaricati sunt in me,
et prophetæ prophetaverunt in Baal,
et idola secuti sunt.
9 Δια τουτο ετι θελω κριθη με εσας, λεγει Κυριος, και με τους υιους των υιων σας θελω κριθη.9 Propterea adhuc judicio contendam vobiscum, ait Dominus,
et cum filiis vestris disceptabo.
10 Διοτι διαβητε εις τας νησους των Κητιαιων και ιδετε? και πεμψατε εις Κηδαρ? και παρατηρησατε επιμελως, και ιδετε αν εσταθη τοιουτον πραγμα.10 Transite ad insulas Cethim, et videte :
et in Cedar mittite, et considerate vehementer :
et videte si factum est hujuscemodi :
11 Ηλλαξεν εθνος θεους, αν και ουτοι δεν ηναι θεοι; ο λαος μου ομως ηλλαξε την δοξαν αυτου με πραγμα ανωφελες.11 si mutavit gens deos suos,
et certe ipsi non sunt dii :
populus vero meus mutavit gloriam suam in idolum.
12 Εκπλαγητε, ουρανοι, δια τουτο, και φριξατε, συνταραχθητε σφοδρα, λεγει Κυριος.12 Obstupescite, cæli, super hoc,
et portæ ejus, desolamini vehementer, dicit Dominus.
13 Διοτι δυο κακα επραξεν ο λαος μου? εμε εγκατελιπον, την πηγην των ζωντων υδατων, και εσκαψαν εις εαυτους λακκους, λακκους συντετριμμενους, οιτινες δεν δυνανται να κρατησωσιν υδωρ.13 Duo enim mala fecit populus meus :
me dereliquerunt fontem aquæ vivæ,
et foderunt sibi cisternas, cisternas dissipatas,
quia continere non valent aquas.
14 Μηπως ειναι δουλος ο Ισραηλ; η δουλος οικογενης; δια τι κατεσταθη λαφυρον;14 Numquid servus est Israël, aut vernaculus ?
quare ergo factus est in prædam ?
15 Οι σκυμνοι εβρυχησαν επ' αυτον, εξεδωκαν την φωνην αυτων και κατεστησαν την γην αυτου ερημον? αι πολεις αυτου κατεκαησαν και εμειναν ακατοικητοι.15 Super eum rugierunt leones,
et dederunt vocem suam :
posuerunt terram ejus in solitudinem.
Civitates ejus exustæ sunt,
et non est qui habitet in eis.
16 Οι υιοι προσετι της Νωφ και της Ταφνης συνετριψαν την κορυφην σου.16 Filii quoque Mempheos et Taphnes
constupraverunt te usque ad verticem.
17 Δεν εκαμες τουτο συ εις σεαυτον, διοτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου οτε σε ωδηγει εν τη οδω;17 Numquid non istud factum est tibi,
quia dereliquisti Dominum Deum tuum
eo tempore quo ducebat te per viam ?
18 Και τωρα τι εχεις να καμης εν τη οδω της Αιγυπτου, δια να πιης τα υδατα Σιωρ; η τι εχεις να καμης εν τη οδω της Ασσυριας, δια να πιης τα υδατα του ποταμου;18 Et nunc quid tibi vis in via Ægypti,
ut bibas aquam turbidam ?
et quid tibi cum via Assyriorum,
ut bibas aquam fluminis ?
19 Η ασεβεια σου θελει σε παιδευσει και αι παραβασεις σου θελουσι σε ελεγξει? γνωρισον λοιπον και ιδε, οτι ειναι κακον και πικρον, το οτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου, και δεν ειναι ο φοβος μου εν σοι, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων.19 Arguet te malitia tua,
et aversio tua increpabit te.
Scito et vide quia malum et amarum est
reliquisse te Dominum Deum tuum,
et non esse timorem mei apud te,
dicit Dominus Deus exercituum.
20 Επειδη προ πολλου συνετριψα τον ζυγον σου, διεσπασα τα δεσμα σου, και συ ειπας, δεν θελω σταθη παραβατης πλεον? ενω επι παντα υψηλον λοφον και υποκατω παντος δενδρου πρασινου περιεπλανηθης εκπορνευων.20 A sæculo confregisti jugum meum :
rupisti vincula mea,
et dixisti : Non serviam.
In omni enim colle sublimi,
et sub omni ligno frondoso,
tu prosternebaris meretrix.
21 Εγω δε σε εφυτευσα αμπελον εκλεκτην, σπερμα ολως αληθινον? πως λοιπον μετεβληθης εις παρεφθαρμενον κλημα αμπελου ξενης εις εμε;21 Ego autem plantavi te vineam electam,
omne semen verum :
quomodo ergo conversa es mihi in pravum,
vinea aliena ?
22 Δια τουτο και εαν πλυθης με νιτρον και πληθυνης εις σεαυτον το σμηγμα, η ανομια σου μενει σεσημειωμενη ενωπιον μου, λεγει Κυριος ο Θεος.22 Si laveris te nitro,
et multiplicaveris tibi herbam borith,
maculata es in iniquitate tua coram me,
dicit Dominus Deus.
23 Πως δυνασαι να ειπης, δεν εμιανθην, δεν υπηγα οπισω των Βααλειμ; ιδε την οδον σου εν τη φαραγγι, γνωρισον τι επραξας? εισαι ταχεια δρομας διατρεχουσα εν ταις οδοις αυτης?23 Quomodo dicis : Non sum polluta ;
post Baalim non ambulavi ?
Vide vias tuas in convalle ;
scito quid feceris :
cursor levis explicans vias suas.
24 ονος αγρια συνειθισμενη εις την ερημον, αναπνεουσα τον αερα κατα την επιθυμιαν της καρδιας αυτης? την ορμην αυτης, τις δυναται να επιστρεψη αυτην; παντες οι ζητουντες αυτην δεν θελουσι κοπιαζει? εν τω μηνι αυτης θελουσιν ευρει αυτην.24 Onager assuetus in solitudine,
in desiderio animæ suæ attraxit ventum amoris sui :
nullus avertet eam :
omnes qui quærunt eam non deficient :
in menstruis ejus invenient eam.
25 Κρατησον τον ποδα σου απο του να περιπατησης ανυποδητος, και τον λαρυγγα σου απο διψης? αλλα συ ειπας, εις ματην? ουχι? διοτι ηγαπησα ξενους και κατοπιν αυτων θελω υπαγει.25 Prohibe pedem tuum a nuditate,
et guttur tuum a siti.
Et dixisti : Desperavi : nequaquam faciam :
adamavi quippe alienos,
et post eos ambulabo.
26 Καθως ο κλεπτης αισχυνεται οταν ευρεθη, ουτω θελει αισχυνθη ο οικος Ισραηλ, αυτοι, οι βασιλεις αυτων, οι αρχοντες αυτων και οι ιερεις αυτων και οι προφηται αυτων?26 Quomodo confunditur fur quando deprehenditur,
sic confusi sunt domus Israël,
ipsi et reges eorum,
principes, et sacerdotes, et prophetæ eorum,
27 οιτινες λεγουσι προς το ξυλον, Πατηρ μου εισαι? και προς τον λιθον, Συ με εγεννησας? διοτι εστρεψαν νωτα προς εμε και ουχι προσωπον? εν τω καιρω ομως της συμφορας αυτων θελουσιν ειπει, Αναστηθι και σωσον ημας.27 dicentes ligno : Pater meus es tu :
et lapidi : Tu me genuisti.
Verterunt ad me tergum et non faciem,
et in tempore afflictionis suæ dicent :
Surge, et libera nos.
28 Και που ειναι οι θεοι σου, τους οποιους εκαμες εις σεαυτον; ας αναστηθωσιν, εαν δυνανται να σε σωσωσιν εν τω καιρω της συμφορας σου? διοτι κατα τον αριθμον των πολεων σου ησαν οι θεοι σου, Ιουδα.28 Ubi sunt dii tui quos fecisti tibi ?
surgant, et liberent te in tempore afflictionis tuæ :
secundum numerum quippe civitatum tuarum erant dii tui, Juda.
29 Δια τι ηθελετε κριθη μετ' εμου; σεις παντες εισθε παραβαται εις εμε, λεγει Κυριος.29 Quid vultis mecum judicio contendere ?
omnes dereliquistis me, dicit Dominus.
30 Εις ματην επαταξα τα τεκνα σας? δεν εδεχθησαν διορθωσιν? η μαχαιρα σας κατεφαγε τους προφητας σας ως λεων εξολοθρευων.30 Frustra percussi filios vestros :
disciplinam non receperunt.
Devoravit gladius vester prophetas vestros :
quasi leo vastator
31 Ω γενεα, ιδετε τον λογον του Κυριου? Εσταθην ερημος εις τον Ισραηλ, γη σκοτους; δια τι λεγει ο λαος μου, Ημεις ειμεθα κυριοι? δεν θελομεν ελθει πλεον προς σε;31 generatio vestra.
Videte verbum Domini :
numquid solitudo factus sum Israëli,
aut terra serotina ?
quare ergo dixit populus meus : Recessimus ;
non veniemus ultra ad te ?
32 Δυναται η κορη να λησμονηση τους στολισμους αυτης, η νυμφη τον καλλωπισμον αυτης; και ομως ο λαος μου με ελησμονησεν ημερας αναριθμητους.32 Numquid obliviscetur virgo ornamenti sui,
aut sponsa fasciæ pectoralis suæ ?
populus vero meus oblitus est mei diebus innumeris.
33 Δια τι καλλωπιζεις την οδον σου δια να ζητης εραστας; εις τροπον ωστε και εδιδαξας τας οδους σου εις τας κακας.33 Quid niteris bonam ostendere viam tuam
ad quærendam dilectionem,
quæ insuper et malitias tuas docuisti vias tuas,
34 Ετι εις τα κρασπεδα σου ευρεθησαν αιματα ψυχων πτωχων αθωων? δεν ευρηκα αυτα ανορυττων, αλλ' επι παντα ταυτα.34 et in alis tuis inventus est sanguis animarum pauperum et innocentum ?
non in fossis inveni eos,
sed in omnibus quæ supra memoravi.
35 Και ομως λεγεις, Επειδη ειμαι αθωος, βεβαιως ο θυμος αυτου θελει αποστραφη απ' εμου. Ιδου, εγω θελω κριθη μετα σου, διοτι λεγεις, Δεν ημαρτησα.35 Et dixisti : Absque peccato et innocens ego sum,
et propterea avertatur furor tuus a me.
Ecce ego judicio contendam tecum,
eo quod dixeris : Non peccavi.
36 Δια τι περιπλανασαι τοσον δια να αλλαξης την οδον σου; θελεις καταισχυνθη και υπο της Αιγυπτου, καθως κατησχυνθης υπο της Ασσυριας.36 Quam vilis facta es nimis, iterans vias tuas !
et ab Ægypto confunderis,
sicut confusa es ab Assur.
37 Ναι, θελεις εξελθει εντευθεν με τας χειρας σου επι την κεφαλην σου? διοτι ο Κυριος απεβαλε τας ελπιδας σου και δεν θελεις ευημερησει εις αυτας.37 Nam et ab ista egredieris,
et manus tuæ erunt super caput tuum :
quoniam obtrivit Dominus confidentiam tuam,
et nihil habebis prosperum in ea.