Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 66


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ουτω λεγει Κυριος? Ο ουρανος ειναι θρονος μου και η γη υποποδιον των ποδων μου? ποιος ειναι ο οικος, τον οποιον ηθελετε οικοδομησει δι' εμε; και ποιος ειναι ο τοπος της αναπαυσεως μου;1 Így szól az Úr: »Az ég az én trónusom, és a föld lábam zsámolya. Milyen ház az, melyet nekem építhetnétek, és melyik hely az én nyugvóhelyem?
2 Διοτι η χειρ μου εκαμε παντα ταυτα και εγειναν παντα ταυτα, λεγει Κυριος? εις τινα λοιπον θελω επιβλεψει; εις τον πτωχον και συντετριμμενον το πνευμα και τρεμοντα τον λογον μου.2 Mindezeket az én kezem alkotta, így lettek mindezek – mondja az Úr. – Arra tekintek, aki szegény, aki megtört lelkű, és rettegi szavaimat.
3 Οστις δε σφαζει βουν, ειναι ως ο φονευων ανθρωπον? οστις θυσιαζει αρνιον, ως ο κοπτων κυνος λαιμον? οστις προσφερει προσφοραν εξ αλφιτων, ως προσφερων αιμα χοιρειον? οστις θυσιαζει, ως ο ευλογων ειδωλον. Ναι, αυτοι εξελεξαν τας οδους αυτων, και η ψυχη αυτων ηδυνεται εις τα βδελυγματα αυτων.3 Aki levágja a bikát, embert is öl; aki feláldozza a juhot, kutyának is nyakát szegi; aki ételáldozatot mutat be, sertésvért is áldoz; aki tömjént éget, a bálványt is áldja. Ők a maguk útjait választották, és undokságaikban gyönyörködik lelkük.
4 Και εγω λοιπον θελω εκλεξει τα εις αυτους ολεθρια και θελω φερει επ' αυτους οσα φοβουνται? διοτι εκαλουν και ουδεις απεκρινετο? ελαλουν και δεν ηκουον? αλλ' επραττον το κακον ενωπιον μου και εξελεγον το μη αρεστον εις εμε.4 Én is az ő megcsúfolásukat választom, és amitől félnek, elhozom rájuk; mert kiáltottam, de nem volt, aki válaszoljon, szóltam, de nem hallották meg; azt tették, ami rossz a szememben, és ami nem tetszik nekem, azt választották.«
5 Ακουσατε τον λογον του Κυριου, σεις οι τρεμοντες τον λογον αυτου? οι αδελφοι σας, οιτινες σας μισουσι και σας αποβαλλουσιν ενεκεν του ονοματος μου, ειπαν, Ας δοξασθη ο Κυριος? πλην αυτος θελει φανη εις χαραν σας, εκεινοι δε θελουσι καταισχυνθη.5 Halljátok az Úr szavát, ti, akik megremegtek szavára! Azt mondják testvéreitek, akik gyűlölnek titeket, és kitaszítanak benneteket nevemért: »Mutassa meg dicsőségét az Úr, hadd lássuk örömötöket!« De ők szégyent fognak vallani.
6 Φωνη κραυγης ερχεται εκ της πολεως, φωνη εκ του ναου, φωνη του Κυριου, οστις καμνει ανταποδοσιν εις τους εχθρους αυτου.6 Zúgás hangzik a városból, hang a templomból; az Úr hangja, aki megfizet, viszonzásul ellenségeinek.
7 Πριν κοιλοπονηση, εγεννησε? πριν ελθωσιν οι πονοι αυτης, ηλευθερωθη και εγεννησεν αρσενικον.7 Mielőtt vajúdott volna, már szült is; mielőtt a fájdalom rájött volna, fiúgyermeket hozott világra.
8 Τις ηκουσε τοιουτον πραγμα; τις ειδε τοιαυτα; ηθελε γεννησει η γη εν μια ημερα; η εθνος ηθελε γεννηθη ενταυτω αλλ' η Σιων αμα εκοιλοπονησεν, εγεννησε τα τεκνα αυτης.8 Ki hallott ilyet? Ki látott ehhez hasonlót? Vajon egy országért egy napig tart a vajúdás? Vagy születik-e nemzet egyszerre? Hiszen alig vajúdott Sion, és már meg is szülte fiait.
9 Εγω, ο φερων εις την γενναν, δεν ηθελον καμει να γεννηση; λεγει Κυριος? εγω, ο καμνων να γεννωσιν, ηθελον κλεισει την μητραν; λεγει ο Θεος σου.9 »Vajon én, aki megnyitom a méhet, ne engedjek szülni is? – mondja az Úr. – Vagy én, aki szülni engedek, zárjam be a méhet?« – mondja a te Istened.
10 Ευφρανθητε μετα της Ιερουσαλημ και αγαλλεσθε μετ' αυτης, παντες οι αγαπωντες αυτην? χαρητε χαραν μετ' αυτης, παντες οι πενθουντες δι' αυτην?10 Örüljetek Jeruzsálemmel, és ujjongjatok benne, mind, akik szeretitek őt! Örömmel örvendjetek vele, mind, akik gyászoltatok miatta,
11 δια να θηλασητε και να χορτασθητε απο των μαστων των παρηγοριων αυτης? δια να εκθηλασητε και να εντρυφησητε εις την αφθονιαν της δοξης αυτης.11 hogy szopjatok és jóllakjatok vigasztalásának emlőjéből; hogy élvezettel szürcsöljetek dicsőségének bőségéből!
12 διοτι ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, εις αυτην θελω στρεψει την ειρηνην ως ποταμον, και την δοξαν των εθνων ως χειμαρρον πλημμυρουντα? τοτε θελετε θηλασει, θελετε βασταχθη επι των πλευρων και κολακευθη επι των γονατων αυτης.12 Mert így szól az Úr: »Íme, én kiárasztom rá a békességet mint folyamot, és mint megáradt patakot a nemzetek gazdagságát, és szopni fogtok; ölben hordoznak és térden ringatnak titeket.
13 Ως παιδιον, το οποιον παρηγορει η μητηρ αυτου, ουτως εγω θελω σας παρηγορησει? και θελετε παρηγορηθη εν τη Ιερουσαλημ.13 Mint akit az anyja vigasztal, úgy vigasztallak meg én titeket, és Jeruzsálemben találtok vigasztalást.
14 Και θελετε ιδει, και η καρδια σας θελει ευφρανθη και τα οστα σας θελουσιν ανθησει ως χορτος? και η χειρ του Κυριου θελει γνωρισθη προς τους δουλους αυτου, η δε οργη προς τους εχθρους αυτου.14 Meglátjátok, és örül majd szívetek, és csontjaitok, mint a fű, sarjadoznak; megismerteti magát az Úr keze az ő szolgáival, és haragja megnyilvánul ellenségein.
15 Διοτι, ιδου, ο Κυριος θελει ελθει εν πυρι, και αι αμαξαι αυτου θελουσιν εισθαι ως ανεμοστροβιλος, δια να αποδωση την οργην αυτου με ορμην και την επιτιμησιν αυτου με φλογας πυρος.15 Mert íme, az Úr tűzben jön el, és mint a forgószél, olyanok szekerei; hogy viszonzásul izzásban eressze ki haragját, és fenyegetését tűz lángjában.
16 Διοτι εν πυρι Κυριου και εν τη μαχαιρα αυτου θελει κριθη πασα σαρξ, και οι πεφονευμενοι του Κυριου θελουσιν εισθαι πολλοι.16 Mert az Úr a tűzben ítélkezik, s kardja által minden test fölött; és sokan lesznek, akiket megöl az Úr.
17 Οι αγιαζομενοι και καθαριζομενοι εν τοις κηποις ο εις κατοπιν του αλλου αναφανδον, τρωγοντες χοιρειον κρεας και τα βδελυγματα και τον ποντικον, ουτοι θελουσι καταναλωθη ομου, λεγει Κυριος.17 Akik megszentelik és megtisztítják magukat a kertekben, egy középen álló mögött; akik megeszik a sertéshúst, az undokságot és az egeret, együtt megsemmisülnek, – mondja az Úr. –
18 Διοτι εγω εξευρω τα εργα αυτων και τους διαλογισμους αυτων? και ερχομαι δια να συναξω παντα τα εθνη και τας γλωσσας? και θελουσιν ελθει και ιδει την δοξαν μου.18 De én ismerem tetteiket és gondolataikat, és eljövök, hogy összegyűjtsek minden nemzetet és nyelvet; eljönnek majd, és meglátják dicsőségemet.
19 Και θελω στησει σημειον μεταξυ αυτων? και τους σεσωσμενους εξ αυτων θελω εξαποστειλει εις τα εθνη, εις Θαρσεις, Φουλ και Λουδ, οιτινες συρουσι τοξον, εις Θουβαλ και Ιαυαν, εις τας νησους τας μακραν, οιτινες δεν ηκουσαν την φημην μου ουδε ειδον την δοξαν μου? και θελουσι κηρυξει την δοξαν μου μεταξυ των εθνων.19 Jelet helyezek el köztük, és elküldöm közülük azokat, akik megmenekültek, a nemzetekhez: Tarzis, Púl és Lúd, Mesek és Rós, Tubál és Jáván népéhez; a távoli szigetekre, amelyek nem hallották híremet, és nem látták dicsőségemet. És hirdetik majd dicsőségemet a nemzeteknek.
20 Και θελουσι φερει παντας τους αδελφους σας εκ παντων των εθνων προσφοραν εις τον Κυριον, επι ιππων και επι αμαξων και επι φορειων και επι ημιονων και επι ταχυδρομων ζωων, προς το αγιον μου ορος, την Ιερουσαλημ, λεγει Κυριος, καθως τα τεκνα του Ισραηλ φερουσι την εξ αλφιτων προσφοραν εν καθαρω αγγειω προς τον οικον του Κυριου.20 Elhozzák valamennyi testvéreteket az összes nemzet közül ajándékul az Úrnak, lovakon, kocsikon és gyaloghintókon, öszvéreken és tevéken szent hegyemre, Jeruzsálembe – mondja az Úr –, ahogy Izrael fiai hozzák az ajándékot tiszta edényben az Úr házába.
21 Και προσετι θελω λαβει εξ αυτων ιερεις και Λευιτας, λεγει Κυριος.21 És közülük is választok papokat és levitákat, – mondja az Úr. –
22 Διοτι ως οι νεοι ουρανοι και η νεα γη, τα οποια εγω θελω καμει, θελουσι διαμενει ενωπιον μου, λεγει Κυριος, ουτω θελει διαμενει το σπερμα σας και το ονομα σας.22 Mert ahogyan az új ég és az új föld, amelyet én alkotok, fennmarad színem előtt, – mondja az Úr –, úgy marad fenn a ti ivadékotok és nevetek.
23 Και απο νεας σεληνης εως αλλης και απο σαββατου εως αλλου θελει ερχεσθαι πασα σαρξ δια να προσκυνη ενωπιον μου, λεγει Κυριος.23 Ez történik majd: újholdról újholdra és szombatról szombatra eljön minden ember, hogy leboruljon színem előtt, – mondja az Úr. –
24 Και θελουσιν εξελθει και ιδει τα κωλα των ανθρωπων, οιτινες εσταθησαν παραβαται εναντιον μου? διοτι ο σκωληξ αυτων δεν θελει τελευτησει και το πυρ αυτων δεν θελει σβεσθη? και θελουσιν εισθαι βδελυγμα εις πασαν σαρκα.24 És amikor kimennek, látják majd azoknak az embereknek a holttestét, akik elpártoltak tőlem; mert férgük nem pusztul el, és tüzük nem alszik ki, s iszonyattá lesznek minden ember számára.«