Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 65


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εζητηθην παρα των μη ερωτωντων περι εμου? ευρεθην παρα των ζητουντων με? ειπα, Ιδου, εγω, ιδου, εγω, προς εθνος μη καλουμενον με το ονομα μου.1 »Hagytam, hogy felkeressenek, akik nem kérdeztek engem; engedtem, hogy megtaláljanak, akik nem kerestek engem. ‘Íme, itt vagyok! Íme, itt vagyok!’ – mondtam a nemzetnek, mely nem szólította nevemet.
2 Εξηπλωσα τας χειρας μου ολην την ημεραν προς λαον απειθη, περιπατουντα εν οδω ουχι καλη, οπισω των διαβουλιων αυτων,2 Egész nap kitártam kezemet a lázadó nép felé, amely nem jó úton jár, hanem a saját gondolatai után;
3 λαον παροξυνοντα με παντοτε κατα προσωπον μου, θυσιαζοντα εν κηποις και θυμιαζοντα επι πλινθων,3 a nép felé, mely haragra ingerel engem, színem előtt, állandóan; véresáldozatot mutatnak be a kertekben, és tömjénáldozatot a téglákon;
4 μενοντα εν τοις μνημασι και διανυκτερευοντα εν αποκρυφοις, τρωγοντα χοιρειον κρεας και εν τοις αγγειοις αυτου εχοντα ζωμον ακαθαρτων πραγματων,4 a sírokban tartózkodnak, és a rejtekhelyeken éjszakáznak; megeszik a sertéshúst, és tisztátalan hús leve van edényeikben.
5 λεγοντα, Μακραν απ' εμου, μη με εγγισης, διοτι ειμαι αγιωτερος σου. Ουτοι ειναι καπνος εις τους μυκτηρας μου, πυρ καιομενον ολην την ημεραν.5 Azt mondják: ‘Húzódj vissza, ne közelíts hozzám, mert szentté teszlek!’ Ezek füst az orromban, egész nap égő tűz.
6 Ιδου, γεγραμμενον ειναι ενωπιον μου, δεν θελω σιωπησει αλλα θελω ανταποδωσει, ναι, θελω ανταποδωσει εις τους κολπους αυτων6 Íme, meg van írva színem előtt; nem hallgatok, csak ha visszafizettem; és vissza fogok fizetni az ölükbe,
7 τας ανομιας σας και τας ανομιας των πατερων σας ομου, λεγει Κυριος, οιτινες εθυμιασαν επι των ορεων και με εβλασφημησαν επι των λοφων? δια τουτο θελω αντιπληρωσει εις τους κολπους αυτων τα απ' αρχης εργα αυτων.7 bűneitekért és atyáitok bűneiért egyaránt, – mondja az Úr –, akik tömjéneztek a hegyeken, és a halmokon gyaláztak engem; kimérem korábbi tetteik fizetségét az ölükbe.«
8 Ουτω λεγει Κυριος? Καθως οταν ευρισκηται γλευκος εν τη σταφυλη, λεγουσι, Μη φθειρης αυτο, διοτι ειναι ευλογια εν αυτω? ουτω θελω καμει ενεκεν των δουλων μου, δια να μη εξολοθρευσω παντας.8 Így szól az Úr: »Mint amikor must található a szőlőfürtben, és azt mondják: ‘Ne pusztítsd el, mert áldás van benne!’, úgy teszek én szolgáimért: nem pusztítok el mindenkit.
9 Και θελω εξαξει σπερμα εξ Ιακωβ και κληρονομον των ορεων μου εξ Ιουδα? και οι εκλεκτοι μου θελουσι κληρονομησει αυτα και οι δουλοι μου θελουσι κατοικησει εκει.9 Ivadékot hozok elő Jákobból és Júdából, aki örökli hegyeimet; választottaim fogják örökölni, és szolgáim laknak majd ott.
10 Και ο Σαρων θελει εισθαι μανδρα των ποιμνιων και η κοιλας του Αχωρ τοπος εις αναπαυσιν των βουκολιων, δια τον λαον μου τον εκζητουντα με.10 Sáron nyájak legelője lesz, és Ákor völgye csordák pihenőhelye, népem számára, mely engem keres.
11 Εσας ομως, τους εγκαταλειποντας τον Κυριον, τους λησμονουντας το αγιον μου ορος, τους ετοιμαζοντας τραπεζαν εις τον Γαδην και τους καμνοντας σπονδην εις τον Μενι,11 Titeket azonban, akik elhagytátok az Urat, és elfeledkeztetek szent hegyemről; akik asztalt terítettetek a szerencseistennek, és fűszeres bort töltöttetek a sorsistennek:
12 θελω σας αριθμησει δια την μαχαιραν και παντες θελετε κυψει εις την σφαγην? διοτι εκαλουν και δεν απεκρινεσθε? ελαλουν και δεν ηκουετε? αλλ' επραττετε το κακον ενωπιον μου και εξελεγετε το μη αρεστον εις εμε.12 titeket a kard élére szántalak, és mindnyájan letérdeltek majd a leöléshez, mert kiáltottam, de nem válaszoltatok, szóltam, de nem hallottátok meg; azt tettétek, ami rossz a szememben, és ami nem tetszik nekem, azt választottátok.«
13 Οθεν ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ιδου, οι δουλοι μου θελουσι φαγει, σεις δε θελετε πεινασει? ιδου, οι δουλοι μου θελουσι πιει, σεις δε θελετε διψησει? ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν ευφρανθη, σεις δε θελετε αισχυνθη?13 Ezért így szól az Úristen: »Íme, szolgáim enni fognak, ti pedig majd éheztek; íme, szolgáim inni fognak, ti pedig majd szomjaztok; íme, szolgáim örvendezni fognak, ti pedig majd szégyenkeztek;
14 ιδου, οι δουλοι μου θελουσιν αλαλαζει εν ευθυμια, σεις δε θελετε βοα εν πονω καρδιας και ολολυζει υπο καταθλιψεως πνευματος.14 íme, szolgáim ujjongani fognak szívük boldogságában, ti pedig majd kiáltoztok szívetek fájdalmában, és megtört lélekkel jajgattok!
15 Και θελετε αφησει το ονομα σας εις τους εκλεκτους μου δια καταραν? διοτι Κυριος ο Θεος θελει σε θανατωσει και με αλλο ονομα θελει ονομασει τους δουλους αυτου,15 Neveteket átoknak hagyjátok választottaimra: ‘Öljön meg téged az Úristen!’ Szolgáinak pedig más nevet ad.
16 δια να μακαριζη εαυτον εις τον Θεον της αληθειας ο μακαριζων εαυτον επι της γης? και να ομνυη εις τον Θεον της αληθειας ο ομνυων επι της γης? διοτι αι προτεραι θλιψεις ελησμονηθησαν και διοτι εκρυφθησαν απο των οφθαλμων μου.16 Aki áldást kér magára a földön, a hűség Istenének nevében kér majd áldást; és aki esküszik a földön, a hűség Istenére fog esküdni. Hisz feledésbe megy a hajdani nyomorúság, és rejtve lesz szemem elől.
17 Επειδη ιδου, νεους ουρανους κτιζω και νεαν γην? και δεν θελει εισθαι μνημη των προτερων ουδε θελουσιν ελθει εις τον νουν.17 Mert íme, én új eget és új földet teremtek; az elsőkre nem emlékeznek, nem is jutnak eszébe senkinek.
18 Αλλ' ευφραινεσθε και χαιρετε παντοτε εις εκεινο το οποιον κτιζω? διοτι, ιδου, κτιζω την Ιερουσαλημ αγαλλιαμα και τον λαον αυτης ευφροσυνην.18 De örvendjetek és ujjongjatok mindörökké annak, amit teremtek; mert íme, én Jeruzsálemet ujjongássá teremtem, népét pedig örömmé.
19 Και θελω αγαλλεσθαι εις την Ιερουσαλημ και ευφραινεσθαι εις τον λαον μου? και δεν θελει ακουσθη πλεον εν αυτη φωνη κλαυθμου και φωνη κραυγης.19 Ujjongok majd Jeruzsálemben, és örvendezem népemben; nem hallatszik többé benne sírás hangja és kiáltás hangja.
20 Δεν θελει εισθαι πλεον εκει βρεφος ολιγοημερον και γερων οστις δεν επληρωσε τας ημερας αυτου? διοτι το παιδιον θελει αποθνησκει εκατον ετων, ο δε εκατον ετων αμαρτωλος θελει εισθαι επικαταρατος.20 Nem lesz ott többé néhány napig élő csecsemő, sem öreg, aki nem tölti be napjait; mert a legfiatalabb is százéves korában hal meg, és aki nem éri meg századik évét, átkozottnak számít.
21 Και θελουσιν οικοδομησει οικιας και κατοικησει, και θελουσι φυτευσει αμπελωνας και φαγει τον καρπον αυτων.21 Házakat építenek, és bennük laknak, szőlőt ültetnek, és eszik gyümölcsét.
22 δεν θελουσι κτισει αυτοι και αλλος να κατοικηση? δεν θελουσι φυτευσει αυτοι και αλλος να φαγη? διοτι αι ημεραι του λαου μου ειναι ως αι ημεραι του δενδρου και οι εκλεκτοι μου θελουσι παλαιωσει το εργον των χειρων αυτων.22 Nem azért építenek, hogy más lakjék ott, nem azért ültetnek, hogy más egyék; mert népem életkora olyan lesz, mint a fák életkora, és kezük munkáját élvezik választottaim.
23 Δεν θελουσι κοπιαζει εις ματην ουδε θελουσι τεκνοποιει δια καταστροφην? διοτι ειναι σπερμα των ευλογημενων του Κυριου και οι εκγονοι αυτων μετ' αυτων.23 Nem fáradnak hiába, és nem a hirtelen pusztulásra szülnek; mert az Úrtól megáldott ivadékok ők, és sarjaik velük együtt.
24 Και πριν αυτοι κραξωσιν, εγω θελω αποκρινεσθαι? και ενω αυτοι λαλουσιν, εγω θελω ακουει.24 Ez történik majd: mielőtt még kiáltanának, én válaszolok, ők még beszélnek, és én már meghallgatom.
25 Ο λυκος και το αρνιον θελουσι βοσκεσθαι ομου, και ο λεων θελει τρωγει αχυρον ως ο βους? αρτος δε του οφεως θελει εισθαι το χωμα? εν ολω τω αγιω μου ορει δεν θελουσι καμνει ζημιαν ουδε φθοραν, λεγει Κυριος.25 Farkas és bárány együtt legelnek majd, az oroszlán szalmát eszik, mint a marha, és a kígyónak por lesz a kenyere. Nem ártanak és nem pusztítanak sehol szent hegyemen« – mondja az Úr.