1 Τοτε εγω εστραφην και ειδον πασας τας αδικιας τας γινομενας υπο τον ηλιον? και ιδου, δακρυα των αδικουμενων, και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων? η δε δυναμις ητο εν τη χειρι των αδικουντων αυτους? και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων. | 1 Mi rivolsi ad altre cose, e osservai le prepotenze, che si fanno sotto del sole, e le lagrime degli innocenti, e nessuno, che li consoli; e come resistere non possono all'altrui violenza, privi di chi lor rechi soccorso. |
2 Οθεν εγω εμακαρισα τους τελευτησαντας, τους ηδη αποθανοντας, μαλλον παρα τους ζωντας, οσοι ζωσιν ετι. | 2 E i morti preferii a quelli che vivono. |
3 Καλητερος δε αμφοτερων ειναι, οστις δεν υπηρξεν ετι, οστις δεν ειδε τα πονηρα εργα τα γινομενα υπο τον ηλιον. | 3 E più felice degli altri giudicai esser colui, che non è ancor nato, e non ha veduti i mali, che si fanno sotto del sole. |
4 Προσετι εγω εθεωρησα παντα μοχθον και πασαν επιτευξιν εργου, οτι δια τουτο ο ανθρωπος φθονειται υπο του πλησιον αυτου? και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος. | 4 Contemplai eziandio tutti i travagli degli uomini e osservai l'industria essere esposta all'invidia del prossimo; e perciò anche in questo è vanità, e cura inutile. |
5 Ο αφρων περιπλεκει τας χειρας αυτου και τρωγει την εαυτου σαρκα. | 5 Lo stolto stropiccia una mano coll'altra, e mangia le proprie carni, e dice: |
6 Καλητερον μια δραξ πληρης αναπαυσεως παρα δυο πληρεις μοχθου και θλιψεως πνευματος. | 6 Val più una pugnata di roba con pace, che l'aver piene ambedue le mani, con travaglio, e afflizione di spirito. |
7 Παλιν εστραφην εγω και ειδον ματαιοτητα υπο τον ηλιον? | 7 Considerai, e vidi sotto del sole un'altra vanità: |
8 υπαρχει τις και δεν εχει δευτερον? ναι, δεν εχει ουτε υιον ουτε αδελφον? και ομως δεν παυει απο παντος του μοχθου αυτου? μαλιστα ο οφθαλμος αυτου δεν χορταινει πλουτου? και δεν λεγει, δια τινα εγω κοπιαζω και στερω την ψυχην μου απο αγαθων; και τουτο ειναι ματαιοτης και περισπασμος λυπηρος. | 8 V'ha un uomo che è solo, e non ha alcuno dopo di se, né figliuolo, né fratello, e con tutto ciò non rifina di lavorare: i suoi occhi non si saziano di ricchezze, e non pensa giammai, né dice: per chi mi affanno, e privo l'anima mia dell'uso de beni? In questo ancora è vanità, e afflizione stranissima. |
9 Καλητεροι οι δυο υπερ τον ενα? επειδη αυτοι εχουσι καλην αντιμισθιαν εν τω κοπω αυτων. | 9 E adunque meglio esser due insieme, che esser solo; perocché trovano vantaggio nella loro serietà. |
10 Διοτι, εαν πεσωσιν, ο εις θελει σηκωσει τον συντροφον αυτου? αλλ' ουαι εις τον ενα, οστις πεση και δεν εχη δευτερον να σηκωση αυτον. | 10 Se uno cade, l'altro il sostiene. Guai a chi è solo, perché caduto ch'ei sia, non ha chi lo rialzi. |
11 Παλιν, εαν δυο πλαγιασωσιν ομου, τοτε θερμαινονται? ο εις ομως πως θελει θερμανθη; | 11 E se dormono due insieme si riscalderanno l'un l'altro. Un solo come farà a riscaldarsi? |
12 Και εαν τις υπερισχυση κατα του ενος, οι δυο θελουσιν αντισταθη εις αυτον? και το τριπλουν σχοινιον δεν κοπτεται ταχεως. | 12 E se alcuno soverchia l'uno, i due gli fanno testa: una cordicella a tre fila si rompe difficilmente. |
13 Καλητερον πτωχον και σοφον παιδιον παρα βασιλευς γερων και αφρων, οστις δεν ειναι πλεον επιδεκτικος νουθεσιας? | 13 È più stimabile un fanciullo povero, ma saggio, che un re vecchio, e stolto, il quale non sa prevedere il futuro. |
14 διοτι το μεν εξερχεται εκ του οικου των δεσμιων δια να βασιλευση? ο δε και βασιλευς γεννηθεις καθισταται πενης. | 14 Perocché qualche volta dalla carcere, e dalle catene passa taluno al regno, e un altro, che nacque re, va a finire nella miseria. |
15 Ειδον παντας τους ζωντας τους περιπατουντας υπο τον ηλιον, μετα του υιου, του δευτερου, οστις θελει σταθη αντ' αυτου. | 15 Vidi tutti i viventi, che camminano sotto del sole, seguire il giovinetto, che succederà dopo del padre. |
16 Δεν υπαρχει τελος εις παντα τον λαον, εις παντας τους προυπαρξαντας αυτων? αλλ' ουδε οι μετα ταυτα θελουσιν ευφρανθη εις αυτον? λοιπον και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος. | 16 Infinito è il numero di tutta la gente, che andavano innanzi a lui, e quelli, ancora, che poi verranno, non saran contenti di questo. Or anche in questo è vanità, e afflizione di spirito. |
| 17 In entrando nella casa di Dio rifletti a' tuoi passi, e accostati per ascoltare; perocché molto migliore è l'obbedienza, che le vittime degli stolti, i quali non conoscono il male, che fanno. |