ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 77
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBLES DES PEUPLES |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον, δια Ιεδουθουν. Ψαλμος του Ασαφ.>> Η φωνη μου ειναι προς τον Θεον, και εβοησα? η φωνη μου ειναι προς τον Θεον, και εδωκεν εις εμε ακροασιν. | 1 Au maître de chant. À Yédoutoun. Psaume d’Asaf. |
2 Εν ημερα θλιψεως μου εξεζητησα τον Κυριον? εξετεινον την νυκτα τας χειρας μου και δεν επαυον? η ψυχη μου δεν ηθελε να παρηγορηθη. | 2 J’appelle Dieu à haute voix, à haute voix, pour qu’il m’entende. |
3 Ενεθυμηθην τον Θεον και εταραχθην? διελογισθην, και ωλιγοψυχησε το πνευμα μου. Διαψαλμα. | 3 Je cherche le Seigneur au temps de l’épreuve; de nuit, sans me lasser, je tends la main vers lui et mon âme refuse de se consoler. |
4 Εκρατησας τους οφθαλμους μου εν αγρυπνια? εταραχθην και δεν ηδυναμην να λαλησω. | 4 Je ne me souviens pas de Dieu sans tristesse, je médite et le doute assaille mon esprit. |
5 Διελογισθην τας αρχαιας ημερας, τα ετη των αιωνων. | 5 Il m’empêche de fermer l’œil, je me trouble et les paroles me manquent. |
6 Ανακαλω εις μνημην την ωδην μου? την νυκτα διαλογιζομαι μετα της καρδιας μου, και το πνευμα μου διερευνα? | 6 C’est que je repense aux jours d’autrefois, il y a très longtemps… Je me souviens, |
7 μηποτε ο Κυριος με αποβαλη αιωνιως, και δεν θελει εισθαι ευμενης πλεον; | 7 et toute la nuit mon cœur s’en tourmente; je médite et mon esprit s’interroge. |
8 η εξελιπε διαπαντος το ελεος αυτου; επαυσεν ο λογος αυτου εις γενεαν και γενεαν; | 8 Le Seigneur voudra-t-il se taire pour des siècles et ne pas rouvrir le temps de ses faveurs? |
9 Μηποτε ελησμονησε να ελεη ο Θεος; μηποτε εν τη οργη αυτου θελει κλεισει τους οικτιρμους αυτου; Διαψαλμα. | 9 A-t-il mis sous clé, pour toujours, sa grâce, enfermé sa parole pour les temps à venir? |
10 Τοτε ειπα, Αδυναμια μου ειναι τουτο? αλλοιουται η δεξια του Υψιστου; | 10 Est-ce que Dieu oublie sa compassion, la colère a-t-elle fermé son cœur? |
11 Θελω μνημονευει τα εργα του Κυριου? ναι, θελω μνημονευει τα απ' αρχης θαυμασια σου? | 11 Et je dis: Voilà ce qui me brise, que le Très-Haut ait changé ses façons d’agir. |
12 και θελω μελετα εις παντα τα εργα σου, και περι των πραξεων σου θελω διαλογιζεσθαι. | 12 Je me souviens des exploits du Seigneur, je me rappelle ses miracles d’autrefois. |
13 Θεε, εν τω αγιαστηριω ειναι η οδος σου? τις Θεος μεγας, ως ο Θεος; | 13 Je reprends une à une tes œuvres et je médite sur tes exploits. |
14 Συ εισαι ο Θεος ο ποιων θαυμασια? εφανερωσας μεταξυ των λαων την δυναμιν σου. | 14 Ô Dieu, tout est saint dans tes œuvres, y a-t-il un Dieu grand comme est notre Dieu? |
15 Ελυτρωσας δια του βραχιονος σου τον λαον σου, τους υιους Ιακωβ και Ιωσηφ. Διαψαλμα. | 15 Tu es le Dieu qui fis des merveilles, qui fis connaître aux nations ta force; |
16 Τα υδατα σε ειδον, Θεε, τα υδατα σε ειδον και εφοβηθησαν? εταραχθησαν και αι αβυσσοι. | 16 tu as racheté ton peuple, les fils de Jacob et de Joseph. |
17 Πλημμυραν υδατων εχυσαν αι νεφελαι? φωνην εδωκαν οι ουρανοι? και τα βελη σου διεπεταξαν. | 17 Les eaux t’ont vu, ô Dieu, elles t’ont vu, elles se sont effrayées, jusqu’en leurs profondeurs elles se sont émues. |
18 Η φωνη της βροντης σου ητο εν τω ουρανιω τροχω? εφωτισαν αι αστραπαι την οικουμενην? εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη. | 18 Les nuées ont déchargé leurs eaux, les nuages ont donné de la voix, cependant que tes flèches tourbillonnaient! |
19 Δια της θαλασσης ειναι η οδος σου και αι τριβοι σου εν υδασι πολλοις, και τα ιχνη σου δεν γνωριζονται. | 19 On entendait le roulement de ton tonnerre et tes éclairs illuminaient le monde, une terre étonnée et tremblante. |
20 Ωδηγησας ως προβατα τον λαον σου δια χειρος Μωυσεως και Ααρων. | 20 Ton chemin croisait la mer, tes sentiers couraient sur le fond des eaux, et nul ensuite n’a retrouvé tes traces. |
21 Alors tu conduisais ton peuple, ton troupeau, par la main de Moïse, avec Aaron. |