ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 66
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | DOUAI-RHEIMS |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ωιδη ψαλμου.>> Αλαλαξατε εις τον Θεον, πασα η γη. | 1 Unto the end, a canticle of a psalm of the resurrection. Shout with joy to God, all the earth, |
2 Ψαλατε την δοξαν του ονοματος αυτου? καμετε ενδοξον τον υμνον αυτου. | 2 sing ye a psalm to his name; give glory to his praise. |
3 Ειπατε προς τον Θεον, Ποσον ειναι φοβερα τα εργα σου δια το μεγεθος της δυναμεως σου, υποκρινονται υποταγην εις σε οι εχθροι σου. | 3 Say unto God, How terrible are thy works, O Lord! in the multitude of thy strength thy enemies shall lie to thee. |
4 Πασα η γη θελει σε προσκυνει και ψαλμωδει εις σε? θελουσι ψαλμωδει το ονομα σου. Διαψαλμα. | 4 Let all the earth adore thee, and sing to thee: let it sing a psalm to thy name. |
5 Ελθετε και ιδετε τα εργα του Θεου? ειναι φοβερος εις τας πραξεις προς τους υιους των ανθρωπων. | 5 Come and see the works of God; who is terrible in his counsels over the sons of men. |
6 Μετεβαλε την θαλασσαν εις ξηραν? πεζοι διεβησαν δια του ποταμου? εκει ευφρανθημεν εις αυτον. | 6 Who turneth the sea into dry land, in the river they shall pass on foot: there shall we rejoice in him. |
7 Δια της δυναμεως αυτου δεσποζει εις τον αιωνα? οι οφθαλμοι αυτου επιβλεπουσιν επι τα εθνη? οι αποσταται ας μη υψονωσιν εαυτους. Διαψαλμα. | 7 Who by his power ruleth for ever: his eyes behold the nations; let not them that provoke him he exalted in themselves. |
8 Ευλογειτε, λαοι, τον Θεον ημων, και καμετε να ακουσθη η φωνη της αινεσεως αυτου? | 8 O bless our God, ye Gentiles: and make the voice of his praise to be heard. |
9 οστις διαφυλαττει εν ζωη την ψυχην ημων και δεν αφινει να κλονιζωνται οι ποδες ημων. | 9 Who hath set my soul to live: and hath not suffered my feet to be moved: |
10 Διοτι συ ηρευνησας ημας, Θεε? εδοκιμασας ημας, ως δοκιμαζεται το αργυριον. | 10 For thou, O God, hast proved us: thou hast tried us by fire, as silver is tried. |
11 Ενεβαλες ημας εις το δικτυον? εθεσας βαρυ φορτιον επι τα νωτα ημων. | 11 Thou hast brought us into a net, thou hast laid afflictions on our back: |
12 Επεβιβασας ανθρωπους επι τας κεφαλας ημων? διηλθομεν δια πυρος και υδατος? και εξηγαγες ημας εις αναψυχην. | 12 thou hast set men over our heads. We have passed through tire and water, and thou hast brought us out into a refreshment. |
13 Θελω εισελθει εις τον οικον σου με ολοκαυτωματα? θελω σοι αποδωσει τας ευχας μου, | 13 I will go into thy house with burnt offerings: I will pay thee my vows, |
14 τας οποιας επροφεραν τα χειλη μου, και ελαλησε το στομα μου, εν τη θλιψει μου. | 14 which my lips have uttered, And my mouth hath spoken, when I was in trouble. |
15 Παχεα ολοκαυτωματα κριων θελω σοι προσφερει μετα θυμιαματος? θελω προσφερει βοας μετα τραγων. Διαψαλμα. | 15 I will offer up to thee holocausts full of marrow, with burnt offerings of rams: I will offer to thee bullocks with goats. |
16 Ελθετε, ακουσατε, παντες οι φοβουμενοι τον Θεον? και θελω διηγηθη οσα εκαμεν εις την ψυχην μου. | 16 Come and hear, all ye that fear God, and I will tell you what great things he hath done for my soul. |
17 Προς αυτον εβοησα δια του στοματος μου, και υψωθη δια της γλωσσης μου. | 17 I cried to him with my mouth: and I extolled him with my tongue. |
18 Εαν εθεωρουν αδικιαν εν τη καρδια μου, ο Κυριος δεν ηθελεν ακουσει? | 18 If I have looked at iniquity in my heart, the Lord will not hear me. |
19 αλλ' ο Θεος βεβαιως εισηκουσεν? επροσεξεν εις την φωνην της προσευχης μου. | 19 Therefore hath God heard me, and hath attended to the voice of my supplication. |
20 Ευλογητος ο Θεος, οστις δεν απεμακρυνε την προσευχην μου και το ελεος αυτου απ' εμου. | 20 Blessed be God, who hath not turned away my prayer, nor his mercy from me. |