ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 39
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον, τον Ιεδουθουν. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ειπα, Θελω προσεχει εις τας οδους μου, δια να μη αμαρτανω δια της γλωσσης μου? θελω φυλαττει το στομα μου με χαλινον, ενω ειναι ο ασεβης εμπροσθεν μου. | 1 [Für den Chormeister. Von Jedutun. Ein Psalm Davids.] |
2 Εσταθην αφωνος και σιωπηλος? εσιωπησα και απο του να λεγω καλον? και ο πονος μου ανεταραχθη. | 2 Ich sagte: Ich will auf meine Wege achten, damit ich nicht sündige mit meiner Zunge. Ich lege meinem Mund einen Zaum an, solange der Frevler vor mir steht. |
3 Εθερμανθη η καρδια μου εντος μου? ενω εμελετων, εξηφθη εν εμοι πυρ? ελαλησα δια της γλωσσης μου και ειπα, | 3 So blieb ich stumm und still; ich schwieg, vom Glück verlassen, doch mein Schmerz war aufgerührt. |
4 Καμε γνωστον εις εμε, Κυριε, το τελος μου και τον αριθμον των ημερων μου, τις ειναι, δια να γνωρισω ποσον ετι θελω ζησει. | 4 Heiß wurde mir das Herz in der Brust, bei meinem Grübeln entbrannte ein Feuer; da musste ich reden: |
5 Ιδου, μετρον σπιθαμης κατεστησας τας ημερας μου, και ο καιρος της ζωης μου ειναι ως ουδεν εμπροσθεν σου? επ' αληθειας πας ανθρωπος, καιτοι στερεος, ειναι ολως ματαιοτης. Διαψαλμα. | 5 Herr, tu mir mein Ende kund und die Zahl meiner Tage! Lass mich erkennen, wie sehr ich vergänglich bin! |
6 Βεβαιως ο ανθρωπος περιπατει εν φαντασια? βεβαιως εις ματην ταραττεται? θησαυριζει, και δεν εξευρει τις θελει συναξει αυτα. | 6 Du machtest meine Tage nur eine Spanne lang, meine Lebenszeit ist vor dir wie ein Nichts. Ein Hauch nur ist jeder Mensch. [Sela] |
7 Και τωρα, Κυριε, τι περιμενω; η ελπις μου ειναι επι σε. | 7 Nur wie ein Schatten geht der Mensch einher, um ein Nichts macht er Lärm. Er rafft zusammen und weiß nicht, wer es einheimst. |
8 Απο πασων των ανομιων μου λυτρωσον με? μη με καμης ονειδος του αφρονος. | 8 Und nun, Herr, worauf soll ich hoffen? Auf dich allein will ich harren. |
9 Εγεινα αφωνος? δεν ηνοιξα το στομα μου, επειδη συ εκαμες τουτο. | 9 Entreiß mich allen, die mir Unrecht tun, und überlass mich nicht dem Spott der Toren! |
10 Απομακρυνον απ' εμου την πληγην σου? απο της παλης της χειρος σου εγω απεκαμον. | 10 Ich bin verstummt, ich tue den Mund nicht mehr auf. Denn so hast du es gefügt. |
11 Οταν δι' ελεγχων παιδευης ανθρωπον δια ανομιαν, Κατατρωγεις ως σκωληξ την ωραιοτητα αυτου? τω οντι ματαιοτης πας ανθρωπος. Διαψαλμα. | 11 Nimm deine Plage weg von mir! Unter der Wucht deiner Hand vergehe ich. |
12 Εισακουσον, Κυριε, της προσευχης μου και δος ακροασιν εις την κραυγην μου? μη παρασιωπησης εις τα δακρυα μου. Διοτι παροικος ειμαι παρα σοι και παρεπιδημος, καθως παντες οι πατερες μου. | 12 Du strafst und züchtigst den Mann wegen seiner Schuld, du zerstörst seine Anmut wie Motten das Kleid, ein Hauch nur ist jeder Mensch. [Sela] |
13 Παυσαι απ' εμου, δια να αναλαβω δυναμιν, πριν αποδημησω και δεν υπαρχω πλεον. | 13 Hör mein Gebet, Herr, vernimm mein Schreien, schweig nicht zu meinen Tränen! Denn ich bin nur ein Gast bei dir, ein Fremdling wie all meine Väter. |
14 Wende dein strafendes Auge ab von mir, sodass ich heiter blicken kann, bevor ich dahinfahre und nicht mehr da bin. |