Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 106


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Αλληλουια. Αινειτε τον Κυριον, διοτι ειναι αγαθος? διοτι το ελεος αυτου μενει εις τον αιωνα.1 Alleluia: lodate Dio.
Date lode al Signore, perché egli è buono, perché la misericordia di lui o eterna.
2 Τις δυναται να κηρυξη τα κραταια εργα του Κυριου, να καμη ακουστας πασας τας αινεσεις αυτου;2 Lo dicano quelli, che dal Signore furon redenti, i quali egli riscattò dal dominio dell'inimico, e gli ha raccolti di tra le nazioni.
3 Μακαριοι οι φυλαττοντες κρισιν, οι πραττοντες δικαιοσυνην εν παντι καιρω.3 Dall'oriente, e dall'occidente, da settentrione, e dal mare.
4 Μνησθητι μου, Κυριε, εν τη ευμενεια τη προς τον λαον σου? επισκεφθητι με εν τη σωτηρια σου?4 Andaron errando per la solitudine, per aridi luoghi, non trovando strada per giungere a una città da abitare.
5 δια να βλεπω το καλον των εκλεκτων σου, δια να ευφραινωμαι εν τη ευφροσυνη του εθνους σου, δια να καυχωμαι μετα της κληρονομιας σου.5 Tormentati dalla fame, e dalla sete, era venuto meno in essi il loro spirito.
6 Ημαρτησαμεν μετα των πατερων ημων? ηνομησαμεν, ησεβησαμεν.6 E alzaron le grida al Signore, mentr'erano tribolati, e gli liberò dalle loro angustie.
7 Οι πατερες ημων εν Αιγυπτω δεν ενοησαν τα θαυμασια σου? δεν ενεθυμηθησαν το πληθος του ελεους σου, και σε παρωργισαν εν τη θαλασση, εν τη Ερυθρα θαλασση.7 E li menò per la via diritta, affinchè giungessero alla città da abitare.
8 Και ομως εσωσεν αυτους δια το ονομα αυτου, δια να καμη γνωστα τα κραταια εργα αυτου.8 Diano lode al Signore le sue misericordie, e le meraviglie di lui in pro de' figliuoli degli uomini.
9 Και επετιμησε την Ερυθραν θαλασσαν, και εξηρανθη? και διεβιβασεν αυτους δια των αβυσσων ως δι' ερημου?9 Perché egli ha saziata l'anima sitibonda, e l'anima famelica ha ricolma di beni.
10 και εσωσεν αυτους εκ της χειρος του μισουντος αυτους, και ελυτρωσεν αυτους εκ της χειρος του εχθρου.10 Sedevan nelle tenebre, e all'ombra di morte imprigionati, e mendichi, e nelle catene.
11 Και τα υδατα κατεκαλυψαν τους εχθρους αυτων? δεν απελειφθη ουδε εις εξ αυτων.11 Perché furon ribelli alle parole di Dio, e dispregiarono i disegui dell'Altissimo.
12 Τοτε επιστευσαν εις τους λογους αυτου? εψαλαν την αινεσιν αυτου.12 E fa umiliato negli all'anni il loro onore: restarono senza forze, e non fu chi prestasse soccorso.
13 Πλην ταχεως ελησμονησαν τα εργα αυτου? δεν περιεμειναν την βουλην αυτου?13 E alzaron le grida, al Signore, mentre erano tribolati: e liberolli dalle loro necessità.
14 Αλλ' επεθυμησαν επιθυμιαν εν τη ερημω, και επειρασαν τον Θεον εν τη ανυδρω.14 E li cavò dalle tenebre, e dall'ombra di morte, e spezzò le loro catene.
15 Και εδωκεν εις αυτους την αιτησιν αυτων? απεστειλεν ομως εις αυτους νοσον θανατηφορον.15 Lodino il Signore per le sue misericordie, e le sue meraviglie a prò de' figliuoli degli uomini.
16 Εφθονησαν ετι τον Μωυσην εν τω στρατοπεδω και τον Ααρων τον αγιον του Κυριου.16 Perché egli ha spezzate le porte di bronzo, e rotti i catenacci di ferro.
17 Η γη ηνοιξε και κατεπιε τον Δαθαν, και εσκεπασε την συναγωγην του Αβειρων?17 Li sollevò dalla via della loro iniquità, dappoichè per le loro ingiustizie furono umiliati.
18 και πυρ εξηφθη εν τη συναγωγη αυτων? η φλοξ κατεκαυσε τους ασεβεις.18 L'anima loro ebbe in aversione qualunque cibo: e si accostarono fino alle porte di morte.
19 Κατεσκευασαν μοσχον εν Χωρηβ, και προσεκυνησαν το χωνευτον?19 E alzaron le grida al Signore mentr'erano tribolati, e gli liberò dalle loro necessità.
20 και μετηλλαξαν την δοξαν αυτων εις ομοιωμα βοος τρωγοντος χορτον.20 Mandò la sua Parola, e li risanò, e dalla loro perdizione li trasse.
21 Ελησμονησαν τον Θεον τον σωτηρα αυτων τον ποιησαντα μεγαλεια εν Αιγυπτω,21 Lodino il Signore per le sue misericordie, e le sue meraviglie a prò de' figliuoli degli uomini:
22 θαυμασια εν γη Χαμ, φοβερα εν τη Ερυθρα θαλασση.22 E sagrifichino sagrifizio di laude, e celebrino con giubilo le opere di lui.
23 Και ειπε να εξολοθρευση αυτους, αν ο Μωυσης ο εκλεκτος αυτου δεν ιστατο εν τη θραυσει ενωπιον αυτου, δια να αποστρεψη την οργην αυτου, ωστε να μη αφανιση αυτους.23 Coloro, che solcano il mare sopra le navi, e nelle grandi acque lavorano.
24 Κατεφρονησαν ετι την γην την επιθυμητην? δεν επιστευσαν εις τον λογον αυτου?24 Eglino han veduto le opere del Signore, e le meraviglie di lui nell'abisso.
25 και εγογγυσαν εν ταις σκηναις αυτων? δεν εισηκουσαν της φωνης του Κυριου.25 Alla parola di lui venne il vento portator di tempesta, e i flutti del mare si alzarono.
26 Δια τουτο εσηκωσε την χειρα αυτου κατ' αυτων, δια να καταστρεψη αυτους εν τη ερημω.26 Salgono fino al cielo, e scendono fino all'abisso; l'anima loro si consumava di affanni.
27 και να στρεψη το σπερμα αυτων μεταξυ των εθνων και να διασκορπιση αυτους εις τους τοπους.27 Erano sbigottiti, e si aggiravano come un ubbriaco: e tutta veniva meno la loro prudenza.
28 Και προσεκολληθησαν εις τον Βεελ-φεγωρ, και εφαγον θυσιας νεκρων?28 E alzaron le grida al Signore mentr'erano nella tribolazione, e gli liberò dalle loro necessità.
29 και παρωξυναν αυτον εν τοις εργοις αυτων, ωστε εφωρμησεν επ' αυτους η πληγη.29 E la procella cambiò in aura leggera: e i flutti del mare si tacquero.
30 Αλλα σταθεις ο Φινεες εκαμε κρισιν? και η πληγη επαυσε?30 Ed eglino si rallegrarono perché si tacquero i flutti: ed ei li condussero a quel porto. ch'ei pur bramavano.
31 και ελογισθη εις αυτον δια δικαιοσυνην, εις γενεαν και γενεαν εως αιωνος.31 Lodino il Signore per le sue misericordie, e le sue meraviglie a prò de' figliuoli degli uomini.
32 Και παρωξυναν αυτον εν τοις υδασι της αντιλογιας, και επαθε κακως ο Μωυσης δι' αυτους?32 E lui celebrino nell'adunanza del popolo: e nel consesso de' seniori a lui diano laude.
33 διοτι παρωργισαν το πνευμα αυτου, ωστε ελαλησεν αστοχαστως δια των χειλεων αυτου.33 Ei cangiò i fiumi in secchi deserti, e le sorgive dell'acque in terreni assetati:
34 Δεν εξωλοθρευσαν τα εθνη τα οποια ο Κυριος προσεταξεν εις αυτους?34 La terra fruttifera cangiò in salsedine per la malizia de' suoi abitatori.
35 αλλ' εσμιχθησαν μετα των εθνων και εμαθον τα εργα αυτων?35 I deserti mutò in istagni di acque, e alla terra arida diede sorgenti di acque.
36 και ελατρευσαν τα γλυπτα αυτων, τα οποια εγειναν παγις εις αυτους?36 E in essa collocò gli affamati, e vi fondarono città da abitarvi.
37 και εθυσιασαν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων εις τα δαιμονια?37 E seminaron campi, e piantaron viti, ed ebber frutti in copia nascenti.
38 Και εχυσαν αιμα αθωον, το αιμα των υιων αυτων και των θυγατερων αυτων τους οποιους εθυσιασαν εις τα γλυπτα της Χανααν? και εμιανθη η γη εξ αιματων.38 E li benedisse, e moltipllcarono grandemente, e accrebbe i loro bestiami.
39 Και εμολυνθησαν με τα εργα αυτων, και επορνευσαν με τας πραξεις αυτων.39 Quantunque ei fosser ridotti a pochi, e fosser vessali da molti affanni, e dolori:
40 Δια τουτο η οργη του Κυριου εξηφθη κατα του λαου αυτου, και εβδελυχθη την κληρονομιαν αυτου,40 Il dispregio piovve sopra i potenti, ed ei li fè andare fuori di strada, e dove strada non, è.
41 Και παρεδωκεν αυτους εις τας χειρας των εθνων? και εκυριευσαν αυτους οι μισουντες αυτους.41 Ed egli sollevò il povero nella miseria, e fè le famiglie come greggi di pecore.
42 Και εθλιψαν αυτους οι εχθροι αυτων, και εταπεινωθησαν υπο τας χειρας αυτων.42 Queste cose le comprenderanno i giusti, e ne avranno allegrezza, e tutta l'iniquità si turerà la sua bocca.
43 Πολλακις ελυτρωσεν αυτους, αλλ' αυτοι παρωργισαν αυτον με τας βουλας αυτων? διο εταπεινωθησαν δια την ανομιαν αυτων.43 Chi è il saggio, che farà conserva di queste cose, e intenderà le misericordie del Signore?
44 Πλην επεβλεψεν επι την θλιψιν αυτων, οτε ηκουσε την κραυγην αυτων?
45 και ενεθυμηθη την προς αυτους διαθηκην αυτου και μετεμεληθη κατα το πληθος του ελεους αυτου.
46 Και εκαμεν αυτους να ευρωσιν ελεος ενωπιον παντων των αιχμαλωτισαντων αυτους.
47 Σωσον ημας, Κυριε ο Θεος ημων, και συναγαγε ημας απο των εθνων, δια να δοξολογωμεν το ονομα σου το αγιον και να καυχωμεθα εις την αινεσιν σου.
48 Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, απο του αιωνος και εως του αιωνος? και ας λεγη πας ο λαος, Αμην. Αλληλουια.