ΙΩΒ - Giobbe - Job 6
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
| GREEK BIBLE | EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL |
|---|---|
| 1 Ο δε Ιωβ απεκριθη και ειπεν? | 1 Da antwortete Ijob und sprach: |
| 2 Ειθε να εζυγιζετο τωοντι η λυπη μου, και η συμφορα μου να ετιθετο ολη ομου εν τη πλαστιγγι. | 2 Ach, würde doch mein Gram gewogen, legte man auf die Waage auch mein Leid! |
| 3 Επειδη τωρα ηθελεν εισθαι βαρυτερα υπερ την αμμον της θαλασσης? δια τουτο οι λογοι μου καταπινονται. | 3 Denn nun ist es schwerer als der Sand des Meeres, darum reden meine Worte irr. |
| 4 Διοτι τα βελη του Παντοδυναμου ειναι εντος μου, των οποιων το φαρμακιον εκπινει το πνευμα μου? οι τρομοι του Θεου παραταττονται εναντιον μου. | 4 Die Pfeile des Allmächtigen stecken in mir, mein Geist hat ihr Gift getrunken, Gottes Schrecken stellen sich gegen mich. |
| 5 Ογκαται ο αγριος ονος παρα τη χλοη; η μυκαται ο βους παρα τη φατνη αυτου; | 5 Schreit denn der Wildesel beim Gras oder brüllt der Stier bei seinem Futter? |
| 6 Τρωγεται το ανοστον χωρις αλατος; η υπαρχει γευσις εν τω λευκωματι του ωου; | 6 Isst man denn ungesalzene Speise? Wer hat Geschmack an fadem Schleim? |
| 7 Τα πραγματα, τα οποια η ψυχη μου απεστρεφετο να εγγιση, εγειναν ως το αηδες φαγητον μου. | 7 Ich sträube mich, daran zu rühren, das alles ist mir wie verdorbenes Brot. |
| 8 Ειθε να απελαμβανον την αιτησιν μου, και να μοι εδιδεν ο Θεος την Επιθυμιαν μου. | 8 Käme doch, was ich begehre, und gäbe Gott, was ich erhoffe. |
| 9 Και να ηθελεν ευδοκησει ο Θεος να με αφανιση? να απολυση την χειρα αυτου και να με κοψη. | 9 Und wollte Gott mich doch zermalmen, seine Hand erheben, um mich abzuschneiden. |
| 10 Και θελει εισθαι ετι η παρηγορια μου, οτι, και αν καταναλωθω εν τη θλιψει και αυτος δεν με λυπηθη, εγω δεν εκρυψα τους λογους του Αγιου. | 10 Das wäre noch ein Trost für mich; ich hüpfte auf im Leid, mit dem er mich nicht schont. Denn ich habe die Worte des Heiligen nicht verleugnet. |
| 11 Ποια η δυναμις μου, ωστε να εγκαρτερω; και ποιον το τελος μου, ωστε να υποφερη η ψυχη μου; | 11 Was ist meine Kraft, dass ich aushalten könnte, wann kommt mein Ende, dass ich mich gedulde? |
| 12 Μηπως η δυναμις μου ειναι δυναμις λιθων; η η σαρξ μου χαλκος; | 12 Ist meine Kraft denn Felsenkraft, ist mein Fleisch denn aus Erz? |
| 13 Μηπως δεν εξελιπεν εν εμοι η βοηθεια μου και απεμακρυνθη απ' εμου η σωτηρια; | 13 Gibt es keine Hilfe mehr für mich, ist mir jede Rettung entschwunden? |
| 14 Εις τον τεθλιμμενον ελεος πρεπει παρα του φιλου αυτου? αλλ' αυτος εγκατελιπε τον φοβον του Παντοδυναμου. | 14 Des Freundes Liebe gehört dem Verzagten, auch wenn er den Allmächtigen nicht mehr fürchtet. |
| 15 Οι αδελφοι μου εφερθησαν απατηλως ως χειμαρρος, ως ρευμα χειμαρρων παρηλθον? | 15 Meine Brüder sind trügerisch wie ein Bach, wie Wasserläufe, die verrinnen; |
| 16 οιτινες θολονονται εκ του παγου, εις τους οποιους διαλυεται η χιων? | 16 trüb sind sie vom Eis, wenn über ihnen der Schnee schmilzt. |
| 17 οταν θερμανθωσιν, εκλειπουσιν? οταν γεινη θερμοτης, εξαλειφονται απο του τοπου αυτων. | 17 Zur Zeit der Hitze versiegen sie; wenn es heiß wird, verdunsten sie in ihrem Bett. |
| 18 Τα ιχνη της πορειας αυτων συστρεφονται? καταντωσιν εις το μηδεν και χανονται? | 18 Karawanen biegen ab vom Weg, folgen ihnen in die Wüste und kommen um. |
| 19 τα πληθη της Θαιμα εθεωρουν, οι συνοδοιποροι της Σεβα περιεμενον αυτους? | 19 Nach ihnen spähen Karawanen aus Tema, auf sie vertrauen Handelszüge aus Saba. |
| 20 Εψευσθησαν της ελπιδος αυτων? ηλθον εκει και ενετραπησαν. | 20 In ihrer Hoffnung werden sie betrogen, kommen hin und sind enttäuscht. |
| 21 Τωρα και σεις εισθε ως αυτοι? ειδετε την πληγην μου και ετρομαξατε. | 21 So seid ihr jetzt ein Nein geworden: Ihr schaut das Entsetzliche und schaudert. |
| 22 Μηπως εγω ειπα, Φερετε προς εμε; η, Δοτε δωρον εις εμε απο της περιουσιας υμων; | 22 Habe ich denn gesagt: Gebt mir etwas, von eurem Vermögen zahlt für mich? |
| 23 η, Ελευθερωσατε με εκ της χειρος του εχθρου; η, Λυτρωσατε με εκ της χειρος των ισχυρων; | 23 Rettet mich aus dem Griff des Bedrängers, kauft mich los aus der Hand der Tyrannen! |
| 24 Διδαξατε με, και εγω θελω σιωπησει? και δειξατε μοι κατα τι εσφαλα. | 24 Belehrt mich, so werde ich schweigen; worin ich fehlte, macht mir klar! |
| 25 Ποσον ισχυροι ειναι οι ορθοι λογοι? αλλ' ο ελεγχος σας, τι αποδεικνυει; | 25 Wie wurden redliche Worte verhöhnt, was kann euer Tadel rügen? |
| 26 Φανταζεσθε να ελεγξητε λογους, ενω αι ομιλιαι του απηλπισμενου ειναι ως ανεμος; | 26 Gedenkt ihr, Worte zu tadeln? Spricht der Verzweifelte in den Wind? |
| 27 Τωοντι, σεις επιπιπτετε επι τον ορφανον, και σκαπτετε λακκον εις τον φιλον σας. | 27 Selbst um ein Waisenkind würdet ihr würfeln, sogar euren Freund verschachern. |
| 28 Τωρα λοιπον ευαρεστηθητε να εμβλεψητε εις εμε, διοτι εμπροσθεν υμων κειται αν εγω ψευδωμαι. | 28 Habt endlich die Güte, wendet euch mir zu, ich lüge euch nicht ins Gesicht. |
| 29 Επιστρεψατε, παρακαλω? ας μη γεινη αδικια? ναι, επιστρεψατε παλιν? η δικαιοσυνη μου ειναι εν τουτω. | 29 Kehrt um, kein Unrecht soll geschehen, kehrt um, noch bin ich im Recht. |
| 30 Υπαρχει αδικια εν τη γλωσση μου; δεν δυναται ο ουρανισκος μου να διακρινη τα διεφθαρμενα; | 30 Ist denn Unrecht auf meiner Zunge oder schmeckt mein Gaumen das Schlechte nicht? |
ITALIANO
ENGLISH
ESPANOL
FRANCAIS
LATINO
PORTUGUES
DEUTSCH
MAGYAR
Ελληνική
לשון עברית
عَرَبيْ