Scrutatio

Martedi, 21 maggio 2024 - Santi Martiri Messicani (Cristoforo Magallanes Jara e 24 compagni) ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 24


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου;1 Le Puissant n’aura-t-il pas son heure? Ses fidèles ne verront-ils jamais venir son jour?
2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν?2 Les méchants déplacent les bornes et font paître des troupeaux volés.
3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον?3 Ils emmènent l’âne des orphelins et confisquent le bœuf de la veuve.
4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται.4 24:9 Ils enlèvent l’orphelin à sa nourrice et prennent en gage le nourrisson du pauvre.
5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων.5 Comme les ânes du désert ils sortent dès le matin en quête de nourriture: au soir ils n’y a pas de pain pour leurs enfants.
6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας.6 De nuit ils moissonnent dans les champs ou récoltent dans la vigne du méchant.
7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος.7 Ils passent la nuit nus, sans vêtements, sans couverture contre le froid.
8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον.8 Trempés par les averses de montagne, faute d’abri ils se serrent contre le rocher.
9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου?
10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες.10 Ils vont et viennent, nus et sans vêtement, ils portent les gerbes, mais ils sont affamés.
11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν.11 Ils écrasent les olives entre les meules, ils foulent dans la cuve les grappes, mais ils ont soif.
12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην.12 Dans la ville les mourants gémissent les blessés appellent au secours, mais Dieu n’entend pas leur prière!
13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου.13 24:14 Avant le jour l’assassin s’est levé, pour tuer le pauvre et l’indigent;
14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης.14 24:15 mais déjà l’adultère attend l’ombre du soir: “Que nul œil ne me voie!” se dit-il, et il met une étoffe sur son visage. 14c Le voleur rôde dans la nuit;
15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου.15 24:16 de jour il avait repéré les maisons, dans l’obscurité il les force.
16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως?16 24:13 Tous ceux-là sont de ceux qui haïssent la lumière, ils n’ont pas reconnu ses chemins et ne reviendront pas par ses sentiers.
17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου.17 L’heure sombre, pour eux, c’est le matin; quand il brille, c’est alors qu’ils ont peur.
18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων.18 Ils sont comme l’écume à la surface des eaux et dans le pays on maudit leur domaine, on évite de traverser leurs vignes.
19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους.19 Comme la chaleur dessèche les eaux de neige, le royaume des morts absorbe le pécheur.
20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον.20 Le sein qui l’a formé l’oublie, nul ne rappelle son nom: l’injustice déjà n’est qu’un arbre brisé.
21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν?21 Il maltraitait la femme sans enfants, il ne faisait aucun bien à la veuve.
22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου.22 Mais quand le Puissant s’en prend aux grands seigneurs, quand il se lève, leur vie même n’est plus sûre.
23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων.23 Il les laissait confiants en leur sécurité, mais ses yeux veillaient sur leurs actes.
24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων?24 Un moment ils ont été grands, et puis plus rien. Ils retombent comme les herbes cueillies, ils se fanent comme la tête des épis.
25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου;25 Si tout cela n’est pas vrai, prouvez que j’ai menti: qui réfutera mes paroles?