Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 12


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 γενομενων δε των συνθηκων τουτων ο μεν λυσιας απηει προς τον βασιλεα οι δε ιουδαιοι περι την γεωργιαν εγινοντο1 Dopo pattuite quelle cose Lisia: se ne tornò a trovare il re; e i Giudei si diedero a coltivare le loro terre.
2 των δε κατα τοπον στρατηγων τιμοθεος και απολλωνιος ο του γενναιου ετι δε ιερωνυμος και δημοφων προς δε τουτοις νικανωρ ο κυπριαρχης ουκ ειων αυτους ευσταθειν και τα της ησυχιας αγειν2 Ma quelli che eran rimasi nel paese, Timoteo, e Apollonio figliuolo di Genneo, e anche Girolamo, e Demofonte, e oltre a questi Nicanore governatore di Cipro non li lasciavano ben avere, nè viver tranquilli.
3 ιοππιται δε τηλικουτο συνετελεσαν το δυσσεβημα παρακαλεσαντες τους συν αυτοις οικουντας ιουδαιους εμβηναι εις τα παρακατασταθεντα υπ' αυτων σκαφη συν γυναιξιν και τεκνοις ως μηδεμιας ενεστωσης προς αυτους δυσμενειας3 Quelli poi di Joppe giunsero a commettere questa barbarie: invitarono i Giudei abitanti in quella città ad entrare nelle barche da lor preparate, non essendovi tra gli uni, e gli altri nissuna nimicizia.
4 κατα δε το κοινον της πολεως ψηφισμα και τουτων επιδεξαμενων ως αν ειρηνευειν θελοντων και μηδεν υποπτον εχοντων επαναχθεντας αυτους εβυθισαν οντας ουκ ελαττον των διακοσιων4 E questi avendo a ciò condiscesa senza sospetto alcuno di male per ragion della pace, e della pubblica convenzione fatta colla città, allorché si trovarono in alto mare furono annegati non meno di dugento.
5 μεταλαβων δε ιουδας την γεγονυιαν εις τους ομοεθνεις ωμοτητα παραγγειλας τοις περι αυτον ανδρασιν5 La qual crudeltà esercitata contro quei suoi nazionali appena giunse a notizia di Giuda, mise in ordine la sua gente, e invocato Dio giusto giudice,
6 και επικαλεσαμενος τον δικαιον κριτην θεον παρεγενετο επι τους μιαιφονους των αδελφων και τον μεν λιμενα νυκτωρ ενεπρησεν και τα σκαφη κατεφλεξεν τους δε εκει συμφυγοντας εξεκεντησεν6 Andò a punire gli uccisori de' fratelli, e di notte tempo mise a fuoco, e fiamma il porto, e abbrugiò le barche, e trucidò quelli, che erano scampati dal fuoco.
7 του δε χωριου συγκλεισθεντος ανελυσεν ως παλιν ηξων και το συμπαν των ιοππιτων εκριζωσαι πολιτευμα7 E fatto questo parti per poi ritornarvi, e sterminare tutti i cittadini di Joppe.
8 μεταλαβων δε και τους εν ιαμνεια τον αυτον επιτελειν βουλομενους τροπον τοις παροικουσιν ιουδαιοις8 Ma avendo saputo, che anche quelli di Jamnia meditavano di trattare in simil guisa i Giudei che abitavano tra di loro,
9 και τοις ιαμνιταις νυκτος επιβαλων υφηψεν τον λιμενα συν τω στολω ωστε φαινεσθαι τας αυγας του φεγγους εις τα ιεροσολυμα σταδιων οντων διακοσιων τεσσαρακοντα9 Sopraggiunse anche a Jamnia di notte tempo, e diede fuoco al porto, e alle navi, onde il chiaror delle fiamme si vedeva a Gerusalemme in distanza di dugento quaranta stadj.
10 εκειθεν δε αποσπασαντες σταδιους εννεα ποιουμενων την πορειαν επι τον τιμοθεον προσεβαλον αραβες αυτω ουκ ελαττους των πεντακισχιλιων ιππεις δε πεντακοσιοι10 E partito che fu di là, e avendo camminato dieci stadj, e avanzandosi contro Timoteo, fu egli assalito dagli Arabi in numero di cinque mila fanti, e di cinque cento cavalli.
11 γενομενης δε καρτερας μαχης και των περι τον ιουδαν δια την παρα του θεου βοηθειαν ευημερησαντων ελαττονωθεντες οι νομαδες ηξιουν δουναι τον ιουδαν δεξιας αυτοις υπισχνουμενοι και βοσκηματα δωσειν και εν τοις λοιποις ωφελησειν αυτους11 E dopo un aspro combattimento, il quale coll'aiuto di Dio ebbe felice esito per lui, quelli che restavano dell'esercito vinto degli Arabi, chieser la pace a Giuda, promettendo di cedergli dei pascoli, e di giovargli in ogni altra cosa.
12 ιουδας δε υπολαβων ως αληθως εν πολλοις αυτους χρησιμους επεχωρησεν ειρηνην αξειν προς αυτους και λαβοντες δεξιας εις τας σκηνας εχωρισθησαν12 E Giuda credendo che veramente poteano essergli utili in molte cose, promise la pace; e fatto l'accordo se n'andaron quegli alle loro tende.
13 επεβαλεν δε και επι τινα πολιν γεφυραις οχυραν και τειχεσιν περιπεφραγμενην και παμμειγεσιν εθνεσιν κατοικουμενην ονομα δε κασπιν13 Indi egli diede l'assalto ad una città forte, chiusa intorno di ponti, e di mura, abitata da una turba di varie nazioni, la quale chiamavasi Casphin.
14 οι δε ενδον πεποιθοτες τη των τειχεων ερυμνοτητι τη τε των βρωματων παραθεσει αναγωγοτερον εχρωντο τοις περι τον ιουδαν λοιδορουντες και προσετι βλασφημουντες και λαλουντες α μη θεμις14 Ma quelli di dentro affidati sulla saldezza della mura, e avendo provvisione di viveri, non se ne mettevano in pena, e provocavano Giuda colle villanie, e colle bestemmie, e con parole da non ridirsi.
15 οι δε περι τον ιουδαν επικαλεσαμενοι τον μεγαν του κοσμου δυναστην τον ατερ κριων και μηχανων οργανικων κατακρημνισαντα την ιεριχω κατα τους ιησου χρονους ενεσεισαν θηριωδως τω τειχει15 Ma Maccabeo, invocato il gran Re dell'Universo, il quale senza arieti, né macchine atterrò Gerico a tempo di Giosuè, sali furiosamente sopra le mura:
16 καταλαβομενοι τε την πολιν τη του θεου θελησει αμυθητους εποιησαντο σφαγας ωστε την παρακειμενην λιμνην το πλατος εχουσαν σταδιους δυο καταρρυτον αιματι πεπληρωμενην φαινεσθαι16 E presa per divino volere la città, vi fece immensa strage, talmente che il lago adiacente largo due stadj appariva tinto del sangue degli uccisi.
17 εκειθεν δε αποσπασαντες σταδιους επτακοσιους πεντηκοντα διηνυσαν εις τον χαρακα προς τους λεγομενους τουβιανους ιουδαιους17 E partiti di là dopo un viaggio di settecento cinquanta stadj giunsero a Characa presso que' Giudei, che sono detti Tubianei:
18 και τιμοθεον μεν επι των τοπων ου κατελαβον απρακτον τοτε απο των τοπων εκλελυκοτα καταλελοιποτα δε φρουραν εν τινι τοπω και μαλα οχυραν18 Ma non trovaron ivi Timoteo, il quale senza aver fatto nulla tornò indietro, lasciando in un dato luogo una guarnigione assai forte.
19 δοσιθεος δε και σωσιπατρος των περι τον μακκαβαιον ηγεμονων εξοδευσαντες απωλεσαν τους υπο τιμοθεου καταλειφθεντας εν τω οχυρωματι πλειους των μυριων ανδρων19 E Dositeo, e Sosipatro, che erano capitani de' soldati insieme con Maccabeo, uccisero dieci mila uomini lasciati da Timoteo in quella fortezza.
20 ο δε μακκαβαιος διαταξας την περι αυτον στρατιαν σπειρηδον κατεστησεν αυτους επι των σπειρων και επι τον τιμοθεον ωρμησεν εχοντα περι αυτον μυριαδας δωδεκα πεζων ιππεις δε δισχιλιους προς τοις πεντακοσιοις20 E Maccabeo riuniti seco sei mila uomini, e divisigli in coorti si avanzò contro Timoteo, che avea seco cento venti mila fanti, e due mila cinque cento cavalli.
21 την δε εφοδον μεταλαβων ιουδου προεξαπεστειλεν ο τιμοθεος τας γυναικας και τα τεκνα και την αλλην αποσκευην εις το λεγομενον καρνιον ην γαρ δυσπολιορκητον και δυσπροσιτον το χωριον δια την παντων των τοπων στενοτητα21 Ma Timoteo avendo saputo l'arrivo di Giuda, mandò innanzi le donne, e i ragazzi, e tutto il bagaglio in una fortezza chiamata Charnion; perocché questa era inespugnabile, e di difficile accesso a causa delle strettezze dei luoghi.
22 επιφανεισης δε της ιουδου σπειρας πρωτης και γενομενου δεους επι τους πολεμιους φοβου τε εκ της του τα παντα εφορωντος επιφανειας γενομενης επ' αυτους εις φυγην ωρμησαν αλλος αλλαχη φερομενος ωστε πολλακις υπο των ιδιων βλαπτεσθαι και ταις των ξιφων ακμαις αναπειρεσθαι22 Ma all'apparire della prima coorte di Giuda la paura entrò addosso a' nemici a causa della presenza di Dio, che vede il tutto, e furono messi in fuga gli uni dagli altri, talmente che il maggior danno lo ricevevan dalla loro gente, e restavan feriti dalle spade de' suoi.
23 εποιειτο δε τον διωγμον ευτονωτερον ο ιουδας συγκεντων τους αλιτηριους διεφθειρεν τε εις μυριαδας τρεις ανδρων23 E Giuda vigorosamente gl'inseguiva gastigando que' profani, e ne uccise trenta mila.
24 αυτος δε ο τιμοθεος εμπεσων τοις περι τον δοσιθεον και σωσιπατρον ηξιου μετα πολλης γοητειας εξαφειναι σωον αυτον δια το πλειονων μεν γονεις ων δε αδελφους εχειν και τουτους αλογηθηναι συμβησεται24 E lo stesso Timoteo si imbattè nelle schiere guidate da Dositeo, e da Sosipatro, e istantemente si raccomandava che gli salvasser la vita, perocché aveva in suo potere molti o parenti, o fratelli de' Giudei, i quali, morto lui, avverrebbe che resterebbero senza speranza.
25 πιστωσαντος δε αυτου δια πλειονων τον ορισμον αποκαταστησαι τουτους απημαντους απελυσαν αυτον ενεκα της των αδελφων σωτηριας25 E data parola di restituirli seconda la convenzione fatta, fu lasciato andarsene sano, e salvo par salvare i fratelli.
26 εξελθων δε επι το καρνιον και το ατεργατειον κατεσφαξεν μυριαδας σωματων δυο και πεντακισχιλιους26 E Giuda si mosse contro Carnion, e vi uccise venticinque mila uomini.
27 μετα δε την τουτων τροπην και απωλειαν επεστρατευσεν και επι εφρων πολιν οχυραν εν η κατωκει λυσιας και παμφυλα πληθη νεανιαι δε ρωμαλεοι προ των τειχεων καθεστωτες ευρωστως απεμαχοντο ενθα δε οργανων και βελων πολλαι παραθεσεις υπηρχον27 Dopo la sconfitta, e la strage di quelli andò contro Ephron, città forte abitata da una turba di diverse nazioni, e la gioventù robusta stando a difesa, delle muraglie faceano gran resistenza, e vi erano molte macchine, e gran provvisione di armi.
28 επικαλεσαμενοι δε τον δυναστην τον μετα κρατους συντριβοντα τας των πολεμιων αλκας ελαβον την πολιν υποχειριον κατεστρωσαν δε των ενδον εις μυριαδας δυο πεντακισχιλιους28 Ma i Giudei, invocato l'Onnipotente, il quale con sua possanza abbatte le forze de' nemici, espugnarono la città, e stesero al suolo venticinque mila uomini di quelli che v'eran dentro.
29 αναζευξαντες δε εκειθεν ωρμησαν επι σκυθων πολιν απεχουσαν απο ιεροσολυμων σταδιους εξακοσιους29 Indi andarono alla città degli Sciti, distante secento stadj da Gerusalemme.
30 απομαρτυρησαντων δε των εκει καθεστωτων ιουδαιων ην οι σκυθοπολιται εσχον προς αυτους ευνοιαν και εν τοις της ατυχιας καιροις ημερον απαντησιν30 Ma protestando i Giudei, che dimoravano tragli Scitopolitani, come essi erano trattati da quelli benignamente, e anche nei tempi della calamità, aveano trovata presso di loro molta umanità,
31 ευχαριστησαντες και προσπαρακαλεσαντες και εις τα λοιπα προς το γενος ευμενεις ειναι παρεγενηθησαν εις ιεροσολυμα της των εβδομαδων εορτης ουσης υπογυου31 I Giudei rendettero grazie a quelli, è gli esortarono a continuare nel loro buon animo verso la loro nazione: e partiron per Gerusalemme, essendo imminente il di solenne delle settimane.
32 μετα δε την λεγομενην πεντηκοστην ωρμησαν επι γοργιαν τον της ιδουμαιας στρατηγον32 E dopo la Pentecoste si mossero contro Gorgia governatore dell'Idumea.
33 εξηλθεν δε μετα πεζων τρισχιλιων ιππεων δε τετρακοσιων33 E si mossero in viaggio in numero di tre mila fanti, e quattrocento cavalli.
34 παραταξαμενους δε συνεβη πεσειν ολιγους των ιουδαιων34 E attaccata la zuffa alcuni pochi Giudei rimasero uccisi.
35 δοσιθεος δε τις των του βακηνορος εφιππος ανηρ και καρτερος ειχετο του γοργιου και λαβομενος της χλαμυδος ηγεν αυτον ευρωστως και βουλομενος τον καταρατον λαβειν ζωγριαν των ιππεων τινος θρακων επενεχθεντος αυτω και τον ωμον καθελοντος διεφυγεν ο γοργιας εις μαρισα35 Ma un certo Dositheo soldato a cavallo di quei di Bacenore, uomo valoroso, avea messe le mani addosso a Gorgia; ma volendo egli prenderlo vivo, un soldato a cavallo, Trace di nazione, andò sopra di lui, e gli tagliò la spalla; e in tal modo Gorgia si fuggì a Maresa.
36 των δε περι τον εσδριν επι πλειον μαχομενων και κατακοπων οντων επικαλεσαμενος ιουδας τον κυριον συμμαχον φανηναι και προοδηγον του πολεμου36 Ma combattendo per lunga pezza di tempo i soldati che eran sotto il comando di Esdrin, ed essendo già stanchi, Giuda invocò il Signore, affinchè egli fosse lor protettore, e condottiere nella battaglia:
37 καταρξαμενος τη πατριω φωνη την μεθ' υμνων κραυγην ενσεισας απροσδοκητως τοις περι τον γοργιαν τροπην αυτων εποιησατο37 E avendo cominciato a cantare ad alta voce degli inni nel linguaggio natìo messe in fuga i soldati di Gorgia.
38 ιουδας δε αναλαβων το στρατευμα ηκεν εις οδολλαμ πολιν της δε εβδομαδος επιβαλλουσης κατα τον εθισμον αγνισθεντες αυτοθι το σαββατον διηγαγον38 E Giuda, riunito l'esercito, giunse alla città di Odollam, e venuto il settimo giorno purificatisi secondo il rito, celebrarono il sabato in quel medesimo luogo.
39 τη δε εχομενη ηλθον οι περι τον ιουδαν καθ' ον χρονον το της χρειας εγεγονει τα σωματα των προπεπτωκοτων ανακομισασθαι και μετα των συγγενων αποκαταστησαι εις τους πατρωους ταφους39 E il dì seguente Giuda andò colla sua gente a prendere i corpi degli uccisi per riporli co' loro parenti nei sepolcri de' loro nazionali.
40 ευρον δε εκαστου των τεθνηκοτων υπο τους χιτωνας ιερωματα των απο ιαμνειας ειδωλων αφ' ων ο νομος απειργει τους ιουδαιους τοις δε πασι σαφες εγενετο δια τηνδε την αιτιαν τουσδε πεπτωκεναι40 E in seno degli uccisi trovarono delle cose donate agli idoli, che erano già in Jamnia, le quali sono cose proibite pe' Giudei secondo la legge; e tutti conobbero evidentemente, che per questo quegli eran periti.
41 παντες ουν ευλογησαντες τα του δικαιοκριτου κυριου τα κεκρυμμενα φανερα ποιουντος41 E tutti benedissero i giusti giudizi del Signore, il quale avea manifestato il male nascosto.
42 εις ικετειαν ετραπησαν αξιωσαντες το γεγονος αμαρτημα τελειως εξαλειφθηναι ο δε γενναιος ιουδας παρεκαλεσε το πληθος συντηρειν αυτους αναμαρτητους ειναι υπ' οψιν εωρακοτας τα γεγονοτα δια την των προπεπτωκοτων αμαρτιαν42 E perciò rivoltisi all'orazione, pregarono, che fosse posto in dimenticanza il delitto commesso. Ma il fortissimo Giuda esortava il popolo a conservarsi senza peccato, mentre avean veduto co' proprj occhi quel che era avvenuto a causa del peccato di quelli, che rimasero uccisi.
43 ποιησαμενος τε κατ' ανδρολογιαν εις αργυριου δραχμας δισχιλιας απεστειλεν εις ιεροσολυμα προσαγαγειν περι αμαρτιας θυσιαν πανυ καλως και αστειως πραττων υπερ αναστασεως διαλογιζομενος43 E fatta una colletta mandò a Gerusalemme dodici mila dramme d'argento, perchè si offerisse sagrifizio pei peccati di quei defunti, rettamente, e piamente pensando intorno alla risurrezione,
44 ει μη γαρ τους προπεπτωκοτας αναστηναι προσεδοκα περισσον και ληρωδες υπερ νεκρων ευχεσθαι44 (Perocché s'ei non avesse avuto speranza, che que' defunti avessero a risuscitare, superflua cosa, e inutile sarebbe paruta a lui l'orazione pei morti),
45 ειτε' εμβλεπων τοις μετ' ευσεβειας κοιμωμενοις καλλιστον αποκειμενον χαριστηριον οσια και ευσεβης η επινοια οθεν περι των τεθνηκοτων τον εξιλασμον εποιησατο της αμαρτιας απολυθηναι45 E considerando, che per quelli si erano addormentati nella pietà, serbavasi una grande misericordia.
46 Santo adunque, e salutare è il pensiero di pregare pei defunti, affinchè siano sciolti da' loro peccati.