Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 7


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Και αφου ετελειωσεν ο Σολομων προσευχομενος, κατεβη το πυρ εκ του ουρανου και κατεφαγε τα ολοκαυτωματα και τας θυσιας? και δοξα Κυριου ενεπλησε τον οικον.1 Cumque complesset Salomon fundens preces, ignis descendit de cælo, et devoravit holocausta et victimas : et majestas Domini implevit domum.
2 Και δεν ηδυναντο οι ιερεις να εισελθωσιν εις τον οικον του Κυριου, διοτι δοξα Κυριου ενεπλησε τον οικον του Κυριου.2 Nec poterant sacerdotes ingredi templum Domini, eo quod implesset majestas Domini templum Domini.
3 Παντες δε οι υιοι Ισραηλ, βλεποντες το πυρ καταβαινον και την δοξαν του Κυριου επι τον οικον, επεσον κατα προσωπον επι την γην, επι το λιθοστρωτον, και προσεκυνησαν και εδοξασαν τον Κυριον, λεγοντες, Οτι ειναι αγαθος? οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου.3 Sed et omnes filii Israël videbant descendentem ignem, et gloriam Domini super domum : et corruentes proni in terram super pavimentum stratum lapide, adoraverunt, et laudaverunt Dominum, quoniam bonus, quoniam in sæculum misericordia ejus.
4 Τοτε ο βασιλευς και πας ο λαος προσεφεραν θυσιας ενωπιον του Κυριου?4 Rex autem et omnis populus immolabant victimas coram Domino.
5 και εθυσιασεν ο βασιλευς Σολομων την θυσιαν, εικοσιδυο χιλιαδας βοων και εκατον εικοσι χιλιαδας προβατων. Ουτως εγκαινιασαν ο βασιλευς και πας ο λαος τον οικον του Θεου.5 Mactavit igitur rex Salomon hostias, boum viginti duo millia, arietum centum viginti millia : et dedicavit domum Dei rex, et universus populus.
6 Και ισταντο οι ιερεις εις τας υπηρεσιας αυτων, και οι Λευιται μετα των μουσικων οργανων του Κυριου, τα οποια Δαβιδ ο βασιλευς εκαμε δια να δοξαζωσι τον Κυριον, Οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου, εχοντες εν ταις χερσιν αυτων τους υμνους του Δαβιδ? και εσαλπιζον οι ιερεις κατεναντι αυτων, και πας ο Ισραηλ ιστατο.6 Sacerdotes autem stabant in officiis suis, et Levitæ in organis carminum Domini, quæ fecit David rex ad laudandum Dominum : Quoniam in æternum misericordia ejus, hymnos David canentes per manus suas : porro sacerdotes canebant tubis ante eos, cunctusque Israël stabat.
7 Καθιερωσεν ετι ο Σολομων το μεσον της αυλης, της κατα προσωπον του οικου του Κυριου? διοτι εκει προσεφερε τα ολοκαυτωματα και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων? επειδη το θυσιαστηριον το χαλκινον, το οποιον ο Σολομων εκαμε, δεν ηδυνατο να χωρεση τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ.7 Sanctificavit quoque Salomon medium atrii ante templum Domini : obtulerat enim ibi holocausta et adipes pacificorum : quia altare æneum quod fecerat, non poterat sustinere holocausta et sacrificia et adipes.
8 Και κατ' εκεινον τον καιρον εκαμεν ο Σολομων την εορτην επτα ημερας, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, συναξις μεγαλη σφοδρα, απο της εισοδου Αιμαθ μεχρι του ποταμου της Αιγυπτου.8 Fecit ergo Salomon solemnitatem in tempore illo septem diebus, et omnis Israël cum eo, ecclesia magna valde, ab introitu Emath usque ad torrentem Ægypti.
9 Και εν τη ογδοη ημερα εκαμον συναξιν πανδημον? διοτι εκαμον τον εγκαινιασμον του θυσιαστηριου επτα ημερας, και την εορτην επτα ημερας.9 Fecitque die octavo collectam, eo quod dedicasset altare septem diebus, et solemnitatem celebrasset diebus septem.
10 Και εν τη εικοστη τριτη ημερα του εβδομου μηνος απελυσε τον λαον εις τας σκηνας αυτων, ευφραινομενους και αγαλλομενους την καρδιαν δια τα αγαθα οσα εκαμεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ και προς τον Σολομωντα και προς τον Ισραηλ τον λαον αυτου.10 Igitur in die vigesimo tertio mensis septimi, dimisit populos ad tabernacula sua, lætantes atque gaudentes super bono quod fecerat Dominus Davidi, et Salomoni, et Israëli populo suo.
11 Και ετελειωσεν ο Σολομων τον οικον του Κυριου και τον οικον του βασιλεως? και παν ο, τι ηλθεν εις την καρδιαν του Σολομωντος να καμη εν τω οικω του Κυριου και εν τω οικω αυτου ευωδωθη.11 Complevitque Salomon domum Domini, et domum regis, et omnia quæ disposuerat in corde suo ut faceret in domo Domini, et in domo sua, et prosperatus est.
12 Και εφανη ο Κυριος εις τον Σολομωντα δια νυκτος, και ειπε προς αυτον, Ηκουσα της προσευχης σου και εξελεξα τον τοπον τουτον εις εμαυτον δια οικον θυσιας.12 Apparuit autem ei Dominus nocte, et ait : Audivi orationem tuam, et elegi locum istum mihi in domum sacrificii.
13 Εαν κλεισω τον ουρανον και δεν γινηται βροχη, και εαν προσταξω την ακριδα να καταφαγη την γην, και εαν αποστειλω θανατικον μεταξυ του λαου μου,13 Si clausero cælum, et pluvia non fluxerit, et mandavero et præcepero locustæ ut devoret terram, et misero pestilentiam in populum meum :
14 και ο λαος μου, επι τον οποιον εκληθη το ονομα μου, ταπεινωσωσιν εαυτους και προσευχηθωσι και εκζητησωσι το προσωπον μου και επιστρεψωσιν απο των οδων αυτων των πονηρων, τοτε εγω θελω επακουσει εκ του ουρανου και θελω συγχωρησει την αμαρτιαν αυτων και θεραπευσει την γην αυτων.14 conversus autem populus meus, super quos invocatum est nomen meum, deprecatus me fuerit, et exquisierit faciem meam, et egerit pœnitentiam a viis suis pessimis : et ego exaudiam de cælo, et propitius ero peccatis eorum, et sanabo terram eorum.
15 Τωρα οι οφθαλμοι μου θελουσιν εισθαι ανεωγμενοι και τα ωτα μου προσεκτικα εις την προσευχην την γινομενην εν τω τοπω τουτω.15 Oculi quoque mei erunt aperti, et aures meæ erectæ ad orationem ejus, qui in loco isto oraverit.
16 Διοτι τωρα εξελεξα και ηγιασα τον οικον τουτον, δια να ηναι το ονομα μου εκει εως αιωνος? και οι οφθαλμοι μου και η καρδια μου θελουσιν εισθαι εκει πασας τας ημερας.16 Elegi enim, et sanctificavi locum istum, ut sit nomen meum ibi in sempiternum, et permaneant oculi mei et cor meum ibi cunctis diebus.
17 Και συ, εαν περιπατης ενωπιον μου, καθως περιεπατησε Δαβιδ ο πατηρ σου, και καμνης κατα παντα οσα προσεταξα εις σε, και φυλαττης τα διαταγματα μου και τας κρισεις μου,17 Tu quoque si ambulaveris coram me, sicut ambulaverit David pater tuus, et feceris juxta omnia quæ præcepi tibi, et justitias meas judiciaque servaveris :
18 τοτε θελω στερεωσει τον θρονον της βασιλειας σου, καθως υπεσχεθην προς Δαβιδ τον πατερα σου, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ ηγεμονευων επι τον Ισραηλ.18 suscitabo thronum regni tui, sicut pollicitus sum David patri tuo, dicens : Non auferetur de stirpe tua vir qui sit princeps in Israël.
19 Αλλ' εαν σεις αποστρεψητε και εγκαταλειψητε τα διαταγματα μου και τας εντολας μου, τας οποιας εθεσα εμπροσθεν σας, και υπαγητε και λατρευσητε αλλους θεους και προσκυνησητε αυτους,19 Si autem aversi fueritis, et dereliqueritis justitias meas, et præcepta mea quæ proposui vobis, et abeuntes servieritis diis alienis, et adoraveritis eos,
20 τοτε θελω εκριζωσει αυτους απο της γης μου, την οποιαν εδωκα εις αυτους? και τον οικον τουτον, τον οποιον ηγιασα δια το ονομα μου, θελω απορριψει απο προσωπου μου και θελω καμει αυτον παροιμιαν και εμπαιγμον μεταξυ παντων των λαων.20 evellam vos de terra mea quam dedi vobis : et domum hanc, quam sanctificavi nomini meo, projiciam a facie mea, et tradam eam in parabolam, et in exemplum cunctis populis.
21 Και ο οικος ουτος, οστις εγεινε τοσον υψηλος, θελει εισθαι εκστασις εις παντας τους διαβαινοντας παρ' αυτον? και θελουσι λεγει, Δια τι ο Κυριος εκαμεν ουτως εις την γην ταυτην και εις τον οικον τουτον;21 Et domus ista erit in proverbium universis transeuntibus, et dicent stupentes : Quare fecit Dominus sic terræ huic, et domui huic ?
22 Και θελουσιν αποκρινεσθαι, Επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων, οστις εξηγαγεν αυτους εξ Αιγυπτου, και προσεκολληθησαν εις αλλους θεους και προσεκυνησαν αυτους και ελατρευσαν αυτους? δια τουτο επεφερεν επ' αυτους απαν τουτο το κακον.22 Respondebuntque : Quia dereliquerunt Dominum Deum patrum suorum, qui eduxit eos de terra Ægypti, et apprehenderunt deos alienos, et adoraverunt eos, et coluerunt : idcirco venerunt super eos universa hæc mala.