Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 25


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Εικοσιπεντε ετων ηλικιας εβασιλευσεν ο Αμασιας, και εβασιλευσεν εικοσιεννεα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Ιωαδαν, εξ Ιερουσαλημ.1 Amasias devint roi à l’âge de 25 ans et il régna 29 ans à Jérusalem; sa mère s’appelait Yohaddan, elle était de Jérusalem.
2 Και επραξε το ευθες ενωπιον Κυριου, πλην ουχι εν καρδια τελεια.2 Il fit ce qui est juste au regard de Yahvé, mais non sans quelques faiblesses.
3 Ως δε η βασιλεια εκραταιωθη εις αυτον, εθανατωσε τους δουλους αυτου τους φονευσαντας τον βασιλεα τον πατερα αυτου?3 Lorsqu’il eut bien en main le pouvoir, il tua les serviteurs qui avaient mis à mort le roi, son père.
4 τα τεκνα ομως αυτων δεν εθανατωσεν, ως ειναι γεγραμμενον εν τω νομω, εν τω βιβλιω του Μωυσεως, οπου ο Κυριος προσεταξε, λεγων, οι πατερες δεν θελουσι θανατονεσθαι δια τα τεκνα, ουδε τα τεκνα θελουσι θανατονεσθαι δια τους πατερας? αλλ' εκαστος θελει θανατονεσθαι δια το εαυτου αμαρτημα.4 Mais il ne mit pas à mort leurs fils, selon le commandement de la Loi de Yahvé où il est écrit: “Les pères ne seront pas mis à mort pour les fils et les fils ne mourront pas pour les pères: chacun mourra pour son propre péché.”
5 Και συνηγαγεν ο Αμασιας τον Ιουδαν, και κατεστησεν εξ αυτων χιλιαρχους και εκατονταρχους, κατ' οικους πατριων, δια παντος του Ιουδα και Βενιαμιν? και ηριθμησεν αυτους απο εικοσι ετων και επανω, και ευρηκεν αυτους τριακοσιας χιλιαδας, εκλεκτους, εξερχομενους εις πολεμον, κρατουντας λογχην και ασπιδα.5 Amasias rassembla les hommes de Juda et les organisa par familles, avec des chefs de mille et des chefs de cent, dans tout le territoire de Juda et de Benjamin. Il recensa tous ceux de plus de 20 ans; il trouva 300 000 hommes de guerre portant la lance et le bouclier et entraînés au combat.
6 Εμισθωσεν ετι εκ του Ισραηλ εκατον χιλιαδας δυνατων εν ισχυι, δι' εκατον ταλαντα αργυριου.6 Pour 100 talents d’argent il loua en Israël 100 000 soldats entraînés.
7 Ηλθε δε προς αυτον ανθρωπος του Θεου, λεγων, Βασιλευ, ας μη ελθη μετα σου το στρατευμα του Ισραηλ? διοτι ο Κυριος δεν ειναι μετα του Ισραηλ, μετα παντων των υιων Εφραιμ?7 Mais un homme de Dieu vint le trouver et lui dit: “Ô roi! Ne prends pas avec toi une armée d’Israël: Yahvé n’est pas avec Israël, avec tous ces fils d’Éphraïm!
8 αλλ' εαν θελης να υπαγης, καμε τουτο? ενδυναμωθητι δια τον πολεμον? ο Θεος ομως θελει σε κατατροπωσει εμπροσθεν του εχθρου? διοτι ο Θεος εχει δυναμιν να βοηθηση και να κατατροπωση.8 Si tu la prends, Dieu te fera trébucher devant l’ennemi, même si tu es courageux au combat: Dieu seul est la force qui vient en aide ou qui fait trébucher!”
9 Ο δε Αμασιας ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Αλλα τι θελομεν καμει δια τα εκατον ταλαντα, τα οποια εδωκα εις το στρατευμα του Ισραηλ; Και ο ανθρωπος του Θεου απεκριθη, Ο Κυριος ειναι δυνατος να δωση εις σε πλειοτερα τουτων.9 Amasias répondit à l’homme de Dieu: “Que vais-je faire des 100 talents que j’ai donnés pour cette armée d’Israël?” L’homme de Dieu lui dit: “Yahvé a de quoi te donner beaucoup plus que cela.”
10 Τοτε διεχωρισεν αυτους ο Αμασιας, το στρατευμα το ελθον προς αυτον εκ του Εφραιμ, δια να επιστρεψωσιν εις τον τοπον αυτων? και εξηφθη σφοδρα ο θυμος αυτων κατα του Ιουδα, και επεστρεψαν εις τον τοπον αυτων με εξαψιν θυμου.10 Amasias laissa donc de côté l’armée qui était venue d’Éphraïm et la renvoya chez elle, mais ces hommes étaient furieux contre Juda et ils s’en retournèrent chez eux rouges de colère.
11 Ενεδυναμωθη δε ο Αμασιας και εξηγαγε τον λαον αυτου και υπηγεν εις την κοιλαδα του αλατος και επαταξε τους υιους Σηειρ δεκα χιλιαδας.11 Plein d’ardeur, Amasias emmena son peuple et gagna la vallée du Sel; il écrasa là 10 000 hommes parmi les fils de Séïr.
12 Και δεκα χιλιαδας ζωντας ηχμαλωτισαν οι υιοι Ιουδα, και εφεραν αυτους εις το ακρον του κρημνου και κατεκρημνιζον αυτους απο του ακρου του κρημνου, ωστε παντες διερραγησαν.12 Les Judéens ramenèrent 10 000 prisonniers et les conduisirent au sommet de La Roche; du sommet de La Roche, ils les jetèrent en bas où tous se brisèrent.
13 Οι ανδρες ομως του στρατευματος, το οποιον απεπεμψεν ο Αμασιας, δια να μη υπαγωσι μετ' αυτου εις πολεμον, επεπεσον επι τας πολεις του Ιουδα, απο Σαμαρειας εως Βαιθ-ωρων, και επαταξαν τρεις χιλιαδας εξ αυτων και ελαβον λαφυρα πολλα.13 Pendant ce temps, les mercenaires qu’Amasias avait renvoyés sans leur permettre d’aller avec lui au combat, se jetèrent sur les villes de Juda, depuis Samarie jusqu’à Beth-Horon; ils massacrèrent 3 000 hommes et emportèrent un grand butin.
14 Αφου δε ο Αμασιας επεστρεψεν απο της σφαγης των Ιδουμαιων, εφερε τους θεους των υιων Σηειρ και εστησεν αυτους εις εαυτον θεους και προσεκυνησεν εμπροσθεν αυτων και εθυμιασεν εις αυτους.14 Au retour de sa campagne contre les Édomites, Amasias rapporta les dieux des gens de Séïr. Il en fit ses propres dieux, il se prosterna devant eux et fit fumer de l’encens.
15 Δια τουτο εξηφθη η οργη του Κυριου κατα του Αμασιου? και απεστειλε προς αυτον προφητην και ειπε προς αυτον, Δια τι εξεζητησας τους θεους του λαου, οιτινες δεν ηδυνηθησαν να ελευθερωσωσι τον λαον αυτων εκ της χειρος σου;15 Yahvé se mit en colère contre Amasias et lui envoya un prophète pour lui dire: “Pourquoi t’es-tu adressé aux dieux de ce peuple: ils n’ont même pas été capables de le sauver de ta main?”
16 Και ενω ελαλει προς αυτον, ο βασιλευς ειπε προς αυτον, Συμβουλον σε εκαμον του βασιλεως; παυσον? δια τι να θανατωθης; Και επαυσεν ο προφητης, ειπων, Εξευρω οτι ο Θεος εβουλευθη να σε εξολοθρευση, επειδη εκαμες τουτο και δεν υπηκουσας εις την συμβουλην μου.16 Mais le roi répondit à ces paroles: “Est-ce que nous t’avons choisi comme conseiller du roi? Garde tes réflexions pour toi, ou bien veux-tu que l’on te frappe?” Le prophète se tut, mais non sans ajouter: “Après avoir fait cela, tu n’as pas écouté mon avertissement; je vois donc que Dieu a décidé ta perte.”
17 Τοτε συνεβουλευθη Αμασιας ο βασιλευς του Ιουδα και απεστειλε προς τον Ιωας υιον του Ιωαχαζ, υιου του Ιηου, τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Ελθε, να ιδωμεν αλληλους προσωπικως.17 Après avoir pris conseil, Amasias roi de Juda envoya dire à Joas fils de Yoacaz, fils de Jéhu, roi d’Israël: “Viens te mesurer avec moi!”
18 Και απεστειλεν Ιωας ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Αμασιαν βασιλεα του Ιουδα, λεγων, Η ακανθα η εν τω Λιβανω απεστειλε προς την κεδρον την εν τω Λιβανω, λεγουσα, Δος την θυγατερα σου εις τον υιον μου δια γυναικα? πλην διεβη θηριον του αγρου το εν τω Λιβανω, και κατεπατησε την ακανθαν.18 Joas, roi d’Israël envoya dire à Amasias, roi de Juda: “L’épine du Liban envoya dire au cèdre du Liban: ‘Donne ta fille pour qu’elle soit l’épouse de mon fils.’ Mais une bête sauvage du Liban passa, qui piétina l’épine.
19 Συ λεγεις, ιδου, επαταξας τον Εδωμ? και η καρδια σου επηρθη εις καυχησιν? καθου τωρα εν τω οικω σου? δια τι εμπλεκεσαι εις κακον, δια το οποιον ηθελες πεσει, συ και ο Ιουδας μετα σου;19 Tu te dis: ‘J’ai écrasé Édom’, et tu en es très fier. Reste donc chez toi, pourquoi attirer le malheur et la ruine sur toi, et sur Juda avec toi?”
20 Αλλ' ο Αμασιας δεν υπηκουσε? διοτι εκ Θεου ητο τουτο, δια να παραδωση αυτους εις την χειρα των εχθρων, επειδη εξεζητησαν τους θεους του Εδωμ.20 Mais Amasias n’écouta pas. Cela venait de Dieu, il voulait les livrer parce qu’ils avaient recherché les dieux d’Édom.
21 Ανεβη λοιπον Ιωας ο βασιλευς του Ισραηλ? και ειδον αλληλους προσωπικως, αυτος και Αμασιας ο βασιλευς του Ιουδα, εν Βαιθ-σεμες, ητις ειναι του Ιουδα.21 Joas roi d’Israël monta donc et ils se mesurèrent, lui et Amasias roi de Juda, à Beth-Chémech, dans le territoire de Juda.
22 Και εκτυπηθη ο Ιουδας εμπροσθεν του Ισραηλ, και εφυγον εκαστος εις τας σκηνας αυτου.22 Juda fut battu par Israël et chacun s’enfuit vers sa tente.
23 Και συνελαβεν Ιωας ο βασιλευς του Ισραηλ Αμασιαν τον βασιλεα του Ιουδα, υιον του Ιωας υιου του Ιωαχαζ, εν Βαιθ-σεμες, και εφερεν αυτον εις Ιερουσαλημ και κατεδαφισε το τειχος της Ιερουσαλημ απο της πυλης Εφραιμ εως της πυλης της γωνιας, τετρακοσιας πηχας.23 Joas roi d’Israël fit prisonnier à Beth-Chémech Amasias roi de Juda, fils de Joas, fils d’Okozias. Il l’emmena à Jérusalem et il abattit le rempart de Jérusalem sur une centaine de mètres, depuis la porte d’Éphraïm jusqu’à la porte de l’Angle.
24 Και λαβων παν το χρυσιον και το αργυριον και παντα τα σκευη τα ευρεθεντα εν τω οικω του Θεου μετα του Ωβηδ-εδωμ, και τους θησαυρους του οικου του βασιλεως, και ανθρωπους ενεχυρα, επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.24 Il ramassa tout l’or, tout l’argent et tout le mobilier qui se trouvaient dans la Maison de Dieu, chez Obed-Édom; il prit les trésors du palais royal et des otages, puis il repartit à Samarie.
25 Εζησε δε Αμασιας ο υιος του Ιωας ο βασιλευς του Ιουδα, μετα τον θανατον του Ιωας υιου του Ιωαχαζ βασιλεως του Ισραηλ, δεκαπεντε ετη.25 Amasias fils de Joas, roi de Juda, vécut encore 15 ans après la mort de Joas fils de Yoacaz, roi d’Israël.
26 Αι δε λοιπαι πραξεις του Αμασιου, αι πρωται και αι εσχαται, ιδου, δεν ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ιουδα και του Ισραηλ;26 Le reste des actes d’Amasias depuis les premiers jusqu’aux derniers, cela n’est-il pas écrit dans le Livre des Rois de Juda et d’Israël?
27 Και υστερον αφου εστραφη ο Αμασιας απο οπισθεν του Κυριου, εκαμον συνωμοσιαν κατ' αυτου εν Ιερουσαλημ? και εφυγεν εις Λαχεις? απεστειλαν ομως κατοπιν αυτου εις Λαχεις και εθανατωσαν αυτον εκει.27 Après l’époque où Amasias s’écarta de Yahvé, une conspiration s’organisa contre lui à Jérusalem; il prit la fuite pour Lakish, mais on le poursuivit jusqu’à Lakish, et là il fut mis à mort.
28 Και εφεραν αυτον επι ιππων, και εθαψαν αυτον μετα των πατερων αυτου εν πολει Ιουδα.28 On le ramena avec des chevaux, et on l’enterra avec ses pères dans la Cité de David.