Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 8


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης? διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.1 Élisée dit à la femme dont il avait ressuscité le fils: “Lève-toi, pars avec ta famille et installe-toi où tu pourras, car Yahvé a appelé la famine et elle arrive sur le pays. Il y en aura pour 7 ans.”
2 Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.2 La femme se leva donc et fit comme l’homme de Dieu le lui avait dit, elle partit avec sa famille et elle resta 7 ans au pays des Philistins.
3 Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων? και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.3 Au bout de 7 ans, la femme revint du pays des Philistins et alla réclamer auprès du roi au sujet de sa maison et de son champ.
4 Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.4 Or le roi parlait avec Guéhazi, serviteur de l’homme de Dieu: “Raconte-moi, lui disait-il, toutes les choses extraordinaires qu’a faites Élisée.”
5 Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.5 Pendant que le serviteur racontait au roi comment son maître avait rendu la vie à un mort, voici qu’arrive la femme dont Élisée avait ressuscité le fils, et elle fait sa demande au roi au sujet de sa maison et de son champ. Guéhazi lui dit: “Mon seigneur le roi, voici justement la femme, et voici le fils auquel Élisée a rendu la vie!”
6 Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ' ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.6 Le roi l’interrogea et la femme lui donna tous les détails, après quoi le roi la confia à un serviteur auquel il donna cet ordre: “Fais rendre à cette femme tout ce qui lui appartient, ainsi que les revenus du champ depuis le jour où elle a quitté le pays jusqu’à présent.”
7 Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.7 Élisée se rendit à Damas. Le roi d’Aram, Ben-Hadad, était malade et on lui donna la nouvelle: “L’homme de Dieu est arrivé ici.”
8 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι' αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;8 Alors le roi dit à Hazaël: “Prends avec toi un cadeau et va à la rencontre de l’homme de Dieu. Tu lui demanderas de consulter Yahvé pour savoir si je guérirai de cette maladie.”
9 Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον? και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν-αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;9 Hazaël partit donc à la rencontre de l’homme de Dieu, il avait pris avec lui comme cadeau tout ce qu’il y a de meilleur à Damas: de quoi charger 40 chameaux! Il arriva chez l’homme de Dieu et, quand il fut introduit, il lui dit: “Ton fils Ben-Hadad, le roi d’Aram, m’a envoyé vers toi pour savoir s’il guérirait de cette maladie.”
10 Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.10 Élisée lui répondit: “Dis-lui qu’il est sûr de guérir, mais Yahvé m’a fait voir qu’il mourra certainement.”
11 Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε? και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.11 Alors le visage de l’homme de Dieu se contracta et son regard devint fixe, ensuite il pleura.
12 Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ? τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ρομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.12 Hazaël lui dit: “Pourquoi pleures-tu, mon seigneur?” Il répondit: “C’est que je vois tout le mal que tu vas faire aux Israélites. Tu mettras le feu à leurs forteresses, tu tueras leurs jeunes gens par l’épée, tu écraseras les enfants et tu éventreras les femmes enceintes.”
13 Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.13 Hazaël lui dit: “Moi qui suis moins qu’un chien, comment pourrais-je accomplir de tels exploits?” Élisée lui répondit: “Yahvé me l’a fait voir: je t’ai vu roi d’Aram.”
14 Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου? ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.14 Hazaël quitta Élisée et s’en retourna chez son maître. Celui-ci lui dit: “Que t’a dit Élisée?” Il répondit: “Il m’a dit que tu guérirais certainement.”
15 Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου? και απεθανε? και αντ' αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.15 Mais le lendemain il prit une couverture, il la plongea dans l’eau et l’étendit sur le visage de Ben-Hadad qui mourut. Et Hazaël régna à sa place.
16 Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.16 Joram, fils de Josaphat, devint roi de Juda dans la cinquième année du règne de Joram, fils d’Akab, roi d’Israël.
17 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.17 Il avait 32 ans lorsqu’il devint roi, et il régna 8 ans à Jérusalem.
18 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ? διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.18 Il avait épousé une fille d’Akab, c’est pourquoi il fit ce qui est mal aux yeux de Yahvé, il imita la conduite des rois d’Israël comme l’avait fait la famille d’Akab.
19 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.19 Pourtant Yahvé ne voulut pas détruire Juda, à cause de David son serviteur, et de la promesse qu’il lui avait faite de lui donner toujours un héritier parmi ses fils.
20 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτων.20 Durant son règne, Édom rejeta la domination de Juda et se donna un roi.
21 Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας? ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.21 Le roi Joram descendit sur Séïr avec tous ses chars, mais les Édomites l’encerclèrent. Il se leva de nuit et, avec les chefs de chars, il força les lignes édomites, mais toute l’armée avait fui, chacun chez soi.
22 Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.22 Et depuis, jusqu’à ce jour, Édom n’a plus été sous la domination de Juda. En ce temps-là encore, Libna se révolta.
23 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;23 Le reste de l’histoire de Joram, toutes ses actions, cela n’est-il pas écrit au Livre des Chroniques des Rois de Juda?
24 Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.24 Joram se coucha avec ses pères et on l’enterra avec ses pères dans la Cité de David; Okozias, son fils, devint roi à sa place.
25 Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.25 Okozias fils de Joram devint roi de Juda en la douzième année du règne de Joram fils d’Akab, roi d’Israël.
26 Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.26 Okozias avait 22 ans quand il devint roi, il régna un an à Jérusalem. Sa mère s’appelait Athalie, elle était fille d’Omri, roi d’Israël.
27 Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ? διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.27 Il se choisit une femme dans la famille d’Akab; ensuite il suivit les traces de la famille d’Akab et fit ce qui déplaît à Yahvé.
28 Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ-γαλααδ? και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.28 Avec Joram, fils d’Akab, il alla combattre Hazaël, roi d’Aram, à Ramot de Galaad; mais les Araméens battirent Joram.
29 Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.29 Le roi Joram revint à Yizréel pour se faire soigner, car les Araméens l’avaient blessé à Ramot lorsqu’il combattait Hazaël, roi d’Aram. Okozias, fils de Joram, roi de Juda, descendit alors à Yizréel pour voir Joram, fils d’Akab, qui était blessé.