Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 5


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ο δε Νεεμαν, ο στρατηγος του βασιλεως της Συριας, ητο ανηρ μεγας ενωπιον του κυριου αυτου και τιμωμενος, επειδη ο Κυριος δι' αυτου εδωκε σωτηριαν εις την Συριαν? και ο ανθρωπος ητο δυνατος εν ισχυι, λεπρος ομως.1 Naaman était le général de l’armée du roi d’Aram. C’était un homme très estimé de son maître; il était son favori car c’est par lui que Yahvé avait donné la victoire aux Araméens. Mais cet homme de valeur était lépreux.
2 Εξηλθον δε οι Συριοι κατα ταγματα και εφερον αιχμαλωτον εκ της γης του Ισραηλ μικραν τινα κορην? και υπηρετει την γυναικα του Νεεμαν.2 Or, au cours d’une sortie, les Araméens avaient ramené du pays d’Israël une adolescente qui entra au service de la femme de Naaman.
3 Και ειπε προς την κυριαν αυτης, Ειθε να ητο ο κυριος μου εμπροσθεν του προφητου του εν Σαμαρεια, διοτι ηθελεν ιατρευσει αυτον απο της λεπρας αυτου.3 Elle dit à sa maîtresse: “Ah! Si mon maître allait trouver le prophète qui est à Samarie, il le délivrerait de sa lèpre.”
4 Και εισελθων ο Νεεμαν απηγγειλε προς τον κυριον αυτου, λεγων, Ουτω και ουτως ελαλησεν η κορη η εκ της γης του Ισραηλ.4 Naaman informa son maître, il lui dit: “Voici ce qu’a dit cette jeune fille qui vient du pays d’Israël.”
5 Και ειπεν ο βασιλευς της Συριας, Ελθε, υπαγε, και θελω στειλει επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ. Και ανεχωρησε και ελαβεν εν τη χειρι αυτου δεκα ταλαντα αργυριου και εξ χιλιαδας χρυσους και δεκα αλλαγας ενδυματων?5 Le roi d’Aram lui dit: “Va, pars! Je vais te donner une lettre pour le roi d’Israël.” Il se mit donc en route, prit avec lui 10 talents d’argent, 6 000 pièces d’or et 10 habits de rechange.
6 Και εφερε την επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγουσαν, Και τωρα καθως ελθη επιστολη αυτη προς σε, ιδου, εστειλα προς σε Νεεμαν τον δουλον μου, δια να ιατρευσης αυτον απο της λεπρας αυτου.6 Il fit remettre au roi d’Israël la lettre dans laquelle il était écrit: “Avec cette lettre, je t’envoie mon serviteur Naaman pour que tu le délivres de sa lèpre.”
7 Και καθως ανεγνωσεν ο βασιλευς του Ισραηλ την επιστολην, διεσχισε τα ιματια αυτου, και ειπε, Θεος ειμαι εγω, δια να θανατονω και να ζωοποιω, ωστε ουτος στελλει προς εμε να ιατρευσω ανθρωπον απο της λεπρας αυτου; γνωρισατε λοιπον, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος ζητει προφασιν εναντιον μου.7 À la lecture de la lettre, le roi d’Israël déchira ses habits et dit: “Suis-je donc comme Dieu pour faire mourir ou revivre? Celui-là me fait demander d’enlever à quelqu’un sa lèpre! Regardez et dites-moi si ce n’est pas simplement pour me chercher querelle.”
8 Ως δε ηκουσεν ο Ελισσαιε, ο ανθρωπος του Θεου, οτι ο βασιλευς του Ισραηλ διεσχισε τα ιματια αυτου, απεστειλε προς τον βασιλεα, λεγων, Δια τι διεσχισας τα ιματια σου; ας ελθη τωρα προς εμε, και θελει γνωρισει οτι ειναι προφητης εν τω Ισραηλ.8 Élisée, l’homme de Dieu, apprit que le roi d’Israël avait déchiré ses vêtements; il envoya dire au roi: “Pourquoi as-tu déchiré tes vêtements? Qu’il vienne vers moi et il saura qu’il y a un prophète en Israël!”
9 Τοτε ηλθεν ο Νεεμαν μετα των ιππων αυτου και μετα της αμαξης αυτου, και εσταθη εις την θυραν της οικιας του Ελισσαιε.9 Naaman vint donc avec ses chevaux et son char et se tint à la porte de la maison d’Élisée.
10 Και απεστειλε προς αυτον ο Ελισσαιε μηνυτην, λεγων, Υπαγε και λουσθητι επτακις εν τω Ιορδανη, και θελει επανελθει η σαρξ σου εις σε, και θελεις καθαρισθη.10 Élisée lui fit dire par un messager: “Va te baigner sept fois dans le Jourdain, ta chair redeviendra comme auparavant et tu seras guéri.”
11 Ο δε Νεεμαν εθυμωθη και ανεχωρησε και ειπεν, Ιδου, εγω ελεγον, Θελει βεβαιως εξελθει προς εμε και θελει σταθη και επικαλεσθη το ονομα Κυριου του Θεου αυτου, και διακινησει την χειρα αυτου επι τον τοπον και ιατρευσει τον λεπρον?11 Naaman se mit en colère et s’en alla; il disait: “Je pensais qu’il allait sortir en personne, qu’il invoquerait le nom de Yahvé son Dieu, qu’il frotterait de sa main l’endroit malade et me délivrerait de la lèpre.
12 ο Αβανα και ο Φαρφαρ, ποταμοι της Δαμασκου, δεν ειναι καλητεροι υπερ παντα τα υδατα του Ισραηλ; δεν ηδυναμην να λουσθω εν αυτοις και να καθαρισθω; Και στραφεις, ανεχωρησε μετα θυμου.12 Les fleuves de Damas, l’Abana et le Parpar, ne sont-ils pas meilleurs que toutes les eaux d’Israël? Il me suffirait donc de m’y laver pour guérir!” Très en colère il fit demi-tour pour s’en aller.
13 Επλησιασαν δε οι δουλοι αυτου και ελαλησαν προς αυτον και ειπον? Πατερ μου, εαν ο προφητης ηθελε σοι ειπει μεγα πραγμα, δεν ηθελες καμει αυτο; ποσω μαλλον τωρα, οταν σοι λεγη, Λουσθητι και καθαρισθητι;13 Alors ses serviteurs s’approchèrent et lui dirent: “Mon père, si le prophète t’avait demandé quelque chose de difficile, tu l’aurais fait? Pourquoi ne le fais-tu pas quand il te dit seulement: Lave-toi et tu seras guéri!”
14 Τοτε κατεβη και εβυθισθη επτακις εις τον Ιορδανην, κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και η σαρξ αυτου αποκατεστη ως σαρξ παιδιου μικρου, και εκαθαρισθη.14 Il descendit donc et se plongea dans le Jourdain: sept fois, comme l’avait dit l’homme de Dieu. Et puis sa chair redevint comme la chair d’un petit enfant: il était guéri!
15 Και επεστρεψε προς τον ανθρωπον του Θεου, αυτος και πασα η συνοδια αυτου, και ηλθε και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ειπεν, Ιδου, τωρα εγνωρισα οτι δεν ειναι Θεος εν παση τη γη, ειμη εν τω Ισραηλ? οθεν τωρα δεχθητι, παρακαλω, δωρον παρα του δουλου σου.15 Alors il retourna chez l’homme de Dieu avec tous ses compagnons, il entra et se présenta devant lui: “Maintenant, dit-il, je sais qu’il n’y pas de Dieu sur toute la terre, sauf en Israël. Accepte donc ce présent de la part de ton serviteur.”
16 Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ενωπιον του οποιον παρισταμαι, δεν θελω δεχθη. Ο δε εβιαζεν αυτον να δεχθη, αλλα δεν εστερξε.16 Élisée lui répondit: “Par la vie de Yahvé que je sers, je n’accepterai rien.” L’autre insista pour qu’il accepte, mais il refusa.
17 Και ειπεν ο Νεεμαν, Και αν μη, ας δοθη, παρακαλω, εις τον δουλον σου δυο ημιονων φορτιον εκ του χωματος τουτου, διοτι ο δουλος σου δεν θελει προσφερει εις το εξης ολοκαυτωμα ουδε θυσιαν εις αλλους θεους, παρα μονον εις τον Κυριον?17 Alors Naaman lui dit: “Bien! Mais j’aimerais au moins qu’on donne à ton serviteur de la terre, de quoi charger une paire de mulets, car désormais ton serviteur n’offrira plus de sacrifices ni d’holocaustes à d’autres dieux qu’à Yahvé.
18 περι τουτου του πραγματος ας συγχωρηση ο Κυριος τον δουλον σου, οτι, οταν εισερχηται ο κυριος μου εις τον οικον του Ριμμων δια να προσκυνηση εκει, και στηριζηται επι την χειρα μου, και εγω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ενω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ο Κυριος ας συγχωρηση τον δουλον σου περι του πραγματος τουτου18 Cependant, que Yahvé pardonne ceci à ton serviteur: Lorsque mon maître entre dans le temple de Rimmon pour s’y prosterner, il s’appuie sur mon bras et je me prosterne avec lui dans le temple de Rimmon. Que Yahvé daigne donc pardonner cela à ton serviteur.”
19 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε εν ειρηνη. Και ανεχωρησεν απ' αυτου μικρον τι διαστημα.19 Élisée lui dit: “Va en paix!” Il était déjà assez loin,
20 Ειπε δε ο Γιεζει, ο υπηρετης του Ελισσαιε του ανθρωπου του Θεου, Ιδου, εφεισθη ο κυριος μου του Νεεμαν τουτου του Συριου, ωστε να μη λαβη εκ της χειρος αυτου εκεινο το οποιον εφερε? πλην, ζη Κυριος, εγω θελω τρεξει κατοπιν αυτου και θελω λαβει τι παρ' αυτου.20 lorsque Guéhazi, le serviteur d’Élisée, se dit en lui même: “Mon maître a été trop discret envers cet Araméen. Penser qu’il n’a rien accepté de ce que Naaman avait apporté! Par la vie de Yahvé, si je peux le rattraper, j’en tirerai quelque chose.”
21 Και ετρεξεν ο Γιεζει κατοπιν του Νεεμαν. Και οτε ειδεν αυτον ο Νεεμαν τρεχοντα κατοπιν αυτου, επηδησεν εκ της αμαξης εις συναντησιν αυτου και ειπε, Καλως εχετε;21 Guéhazi se mit donc à la poursuite de Naaman, et Naaman l’aperçut qui courait derrière lui. Il sauta de son char et lui dit: “Tout va-t-il bien?”
22 Ο δε ειπε, Καλως? ο κυριος μου με απεστειλε, λεγων, Ιδου, ταυτην την ωραν ηλθον προς εμε, εκ του ορους Εφραιμ, δυο νεοι εκ των υιων των προφητων? δος εις αυτους, παρακαλω, εν ταλαντον αργυριου και δυο αλλαγας ενδυματων.22 Guéhazi répondit: “Tout va bien, mais mon maître m’a envoyé pour te dire: À l’instant, deux jeunes gens de la montagne d’Éphraïm, des frères prophètes, viennent d’arriver chez moi. Pourrais-tu me donner pour eux un talent d’argent et deux habits de rechange.”
23 Και ειπεν ο Νεεμαν, Λαβε ευχαριστως δυο ταλαντα. Και εβιασεν αυτον, και εδωσε τα δυο ταλαντα του αργυριου εις δυο θυλακια, μετα δυο αλλαγων ενδυματων? και επεθεσεν αυτα εις δυο εκ των δουλων αυτου, και εβασταζον αυτα εμπροσθεν αυτου.23 Naaman insista: “Accepte donc deux talents.” Il le força d’accepter et serra deux talents d’argent dans deux sacs avec les deux habits de rechange, puis il les confia à deux de ses serviteurs pour qu’ils les portent devant Guéhazi.
24 Και οτε ηλθεν εις Οφηλ, ελαβεν αυτα εκ των χειρων αυτων και εφυλαξεν εν τω οικω? και απελυσε τους ανδρας, και ανεχωρησαν.24 Lorsque Guéhazi arriva à l’Ophel, il prit le tout de leurs mains et le déposa dans la maison; il renvoya les hommes, et ceux-ci partirent.
25 Αυτος δε εισηλθε και εσταθη εμπροσθεν του κυριου αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Ποθεν, Γιεζει; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου δεν υπηγε πουποτε.25 Quant à lui, il rentra et se présenta devant son maître. Élisée lui dit: “D’où viens-tu, Guéhazi?” Il dit: “Ton serviteur est allé par-ci, par-là.”
26 Και ειπε προς αυτον, Δεν υπηγεν η καρδια μου μετα σου, οτε ο ανθρωπος επεστρεψεν απο της αμαξης αυτου εις συναντησιν σου; ειναι καιρος να λαβης αργυριον και να λαβης ιματια και ελαιωνας και αμπελωνας και προβατα και βοας και δουλους και δουλας;26 Élisée lui dit: “Mon esprit n’était-il pas avec toi lorsque cet homme a sauté de son char pour venir à ta rencontre? Te voilà donc avec l’argent, avec des vêtements, des oliviers, des vignes, des brebis, des bœufs, des serviteurs et des servantes!
27 δια τουτο η λεπρα του Νεεμαν θελει κολληθη εις σε και εις το σπερμα σου εις τον αιωνα. Και εξηλθεν απ' εμπροσθεν αυτου λελεπρωμενος ως χιων.27 Et te voilà aussi avec la lèpre de Naaman: elle sera sur toi et sur ta famille pour toujours!” Et Guéhazi s’éloigna de lui avec une lèpre blanche comme la neige.