Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 18


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και μετα πολλας ημερας ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον Ηλιαν κατα το τριτον ετος, λεγων, Υπαγε, φανερωθητι εις τον Αχααβ? και θελω δωσει βροχην επι το προσωπον της γης.1 Hosszú idő múltán, a harmadik esztendőben szózatot intézett az Úr Illéshez, ezekkel a szavakkal: »Eredj, s mutasd meg magadat Áchábnak, hogy esőt adhassak a föld színére.«
2 Και υπηγεν ο Ηλιας να φανερωθη εις τον Αχααβ. Η δε πεινα επεβαρυνεν εις την Σαμαρειαν.2 Elment tehát Illés, hogy megmutassa magát Áchábnak. Szamariában már olyan nagy volt az éhség,
3 Και εκαλεσεν ο Αχααβ τον Οβαδια τον οικονομον. Ο δε Οβαδια εφοβειτο τον Κυριον σφοδρα?3 hogy Ácháb elhívatta háza sáfárát, Abdiást – Abdiás igen félte az Urat,
4 διοτι, οτε η Ιεζαβελ εξωλοθρευε τους προφητας του Κυριου, ο Οβαδια ελαβεν εκατον προφητας και εκρυψεν αυτους ανα πεντηκοντα εις σπηλαιον, και διετρεφεν αυτους εν αρτω και υδατι.4 s amikor Jezabel megölette az Úr prófétáit, vett száz prófétát, s elrejtette őket ötvenenként egy-egy barlangba, s ellátta őket kenyérrel s vízzel –
5 Και ειπεν ο Αχααβ προς τον Οβαδια, Περιελθε εις την γην, εις πασας τας πηγας των υδατων και εις παντας τους χειμαρρους? ισως ευρωμεν χορτον, δια να σωσωμεν την ζωην των ιππων και των ημιονων και να μη στερηθωμεν τα κτηνη.5 és ezt mondta Ácháb Abdiásnak: »Menj el az országban minden vízforráshoz s minden patakhoz, hátha találunk füvet, s életben tarthatjuk a lovakat s az öszvéreket, s nem pusztul el mindenestül a jószág.«
6 Εμερισαν λοιπον την γην εις εαυτους, δια να διελθωσιν αυτην? ο μεν Αχααβ απηλθε δια μιας οδου κατα μονας, ο δε Οβαδια απηλθε δι' αλλης οδου κατα μονας.6 Majd felosztották maguk között a bejárandó vidékeket: Ácháb ment az egyik irányban, Abdiás a másik irányban, külön-külön.
7 Και ενω ητο ο Οβαδια καθ' οδον ιδου, ο Ηλιας συνηντησεν αυτον? και εκεινος εγνωρισεν αυτον και επεσε κατα προσωπον αυτου και ειπε, Συ εισαι, κυριε μου Ηλια;7 Útközben Abdiás egyszer csak találkozott Illéssel; amikor megismerte, arcra borult, és megkérdezte: »Te vagy-e az, uram, Illés?«
8 Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω? υπαγε, ειπε προς τον κυριον σου, Ιδου, ο Ηλιας.8 Ő ezt felelte neki: »Én. Eredj, s mondd meg uradnak: ‘Itt van Illés.’«
9 Και εκεινος ειπε, Τι ημαρτησα, ωστε θελεις να παραδωσης τον δουλον σου εις την χειρα του Αχααβ, δια να με θανατωση;9 Erre ő így szólt: »Mit vétettem, hogy Ácháb kezébe adsz engem, szolgádat, hogy megöljön engem?
10 Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν ειναι εθνος η βασιλειον, οπου δεν εστειλεν ο κυριος μου να σε ζητωσι και οτε ελεγον, Δεν ειναι, αυτος ωρκιζε το βασιλειον και το εθνος, οτι δεν σε ευρηκαν.10 Az Úrnak, a te Istenednek életére mondom, hogy nincs olyan nemzet vagy királyság, ahova ne küldött volna uram, hogy téged megkeressen, s amikor megannyi azt felelte: ‘Nincs itt’ – meg is esketett minden királyságot és nemzetet, hogy csakugyan nem találtak meg téged.
11 Και τωρα συ λεγεις, Υπαγε, ειπε προς τον κυριον σου, Ιδου, ο Ηλιας.11 S most te azt mondod nekem: ‘Eredj, s mondd uradnak: Itt van Illés!’
12 Και καθως εγω αναχωρησω απο σου, το πνευμα του Κυριου θελει σε φερει οπου δεν εξευρω? και οταν υπαγω και αναγγειλω τουτο προς τον Αχααβ, και δεν σε ευρη, θελει με θανατωσει. Αλλ' ο δουλος σου φοβουμαι τον Κυριον εκ νεοτητος μου.12 Ha távozásom után téged olyan helyre visz az Úr lelke, amelyet én nem tudok, s én bemegyek és értesítem Áchábot, s ő nem talál meg téged, akkor megölet engem: pedig szolgád féli az Urat gyermeksége óta.
13 Δεν απηγγελθη προς τον κυριον μου τι εκαμα, οτε η Ιεζαβελ εθανατονε τους προφητας του Κυριου, τινι τροπω εκρυψα εκατον ανδρας εκ των προφητων του Κυριου ανα πεντηκοντα εις σπηλαιον, και διεθρεψα αυτους εν αρτω και υδατι;13 Nem beszélték-e el neked, uramnak, mit cselekedtem, amikor Jezabel megölette az Úr prófétáit, hogy elrejtettem az Úr prófétái közül száz embert, ötvenet-ötvenet egy-egy barlangba, s elláttam őket kenyérrel s vízzel?
14 Και τωρα συ λεγεις, Υπαγε, ειπε προς τον κυριον σου, Ιδου, ο Ηλιας? αλλ' αυτος θελει με θανατωσει.14 S te most azt mondod nekem: ‘Eredj, s mondd uradnak: Itt van Illés’ – hogy megöljön engem.«
15 Και ειπεν Ηλιας, Ζη ο Κυριος των δυναμεων, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, οτι σημερον θελω εμφανισθη εις αυτον.15 Azt mondta erre Illés: »A Seregek Urának életére mondom, akinek színe előtt szolgálok, hogy még ma megjelenek előtte.«
16 Υπηγε λοιπον ο Οβαδια εις συναντησιν του Αχααβ και απηγγειλε προς αυτον. Και ο Αχααβ υπηγεν εις συναντησιν του Ηλια.16 Elment tehát Abdiás Ácháb elé és jelentette neki. Erre Ácháb elment Illés elé,
17 Και ως ειδεν ο Αχααβ τον Ηλιαν, ειπε προς αυτον ο Αχααβ, Συ εισαι ο διαταραττων τον Ισραηλ;17 s amikor meglátta, azt mondta: »Te vagy-e az, te, aki bajba döntötted Izraelt?«
18 Ο δε ειπε, Δεν διαταραττω εγω τον Ισραηλ, αλλα συ και ο οικος του πατρος σου? διοτι σεις εγκατελιπετε τας εντολας του Κυριου και υπηγες κατοπιν των Βααλειμ?18 Erre ő azt mondta: »Nem én döntöttem bajba Izraelt, hanem te s apád háza, akik elhagytátok az Úr parancsait s a Baálokat követtétek.
19 τωρα λοιπον αποστειλον, συναθροισον προς εμε παντα τον Ισραηλ εις το ορος τον Καρμηλον, και τους προφητας του Βααλ τους τετρακοσιους πεντηκοντα, και τους τετρακοσιους προφητας των αλσων, οιτινες τρωγουσιν εις την τραπεζαν της Ιεζαβελ.19 Nos, küldj csak el, s gyűjtsd egybe nekem egész Izraelt a Kármel hegyére, valamint Baál négyszázötven prófétáját s a berkek négyszáz prófétáját, akik Jezabel asztaláról esznek.«
20 Και απεστειλεν ο Αχααβ προς παντας τους υιους Ισραηλ και συνηθροισε τους προφητας εις το ορος τον Καρμηλον.20 Ácháb elküldött Izrael valamennyi fiához, s egybegyűjtötte a prófétákat a Kármel hegyére.
21 Και προσηλθεν ο Ηλιας προς παντα τον λαον και ειπεν, Εως ποτε χωλαινετε μεταξυ δυο φρονηματων; εαν ο Κυριος ηναι Θεος, ακολουθειτε αυτον? αλλ' εαν ο Βααλ, ακολουθειτε τουτον. Και ο λαος δεν απεκριθη προς αυτον λογον.21 Ekkor Illés odalépett az egész nép elé és azt mondta: »Meddig sántikáltok kétfelé? Ha az Úr az Isten, kövessétek őt, ha pedig Baál, kövessétek azt.« A nép azonban egy szót sem felelt neki.
22 Τοτε ειπεν ο Ηλιας προς τον λαον, Εγω μονος εμεινα προφητης του Κυριου? οι δε προφηται του Βααλ ειναι τετρακοσιοι πεντηκοντα ανδρες?22 Erre Illés azt mondta a népnek: »Én maradtam meg egyedül az Úr prófétái közül: Baál prófétái pedig négyszázötvenen vannak.
23 ας δωσωσι λοιπον εις ημας δυο μοσχους? και ας εκλεξωσι τον ενα μοσχον δι' εαυτους, και ας διαμελισωσιν αυτον και ας επιθεσωσιν αυτον επι των ξυλων και πυρ ας μη βαλωσι και εγω θελω ετοιμασει τον αλλον μοσχον και επιθεσει επι των ξυλων και πυρ δεν θελω βαλει,23 Adjatok nekünk két fiatal bikát, aztán ők válasszák ki maguknak az egyik bikát, s vágják darabokra, s tegyék a fára, de tüzet ne tegyenek alája: én pedig majd a másik bikát készítem el és teszem a fára, s tüzet szintén nem teszek alája.
24 και επικαλεσθητε το ονομα των θεων σας, και εγω θελω επικαλεσθη το ονομα του Κυριου? και ο Θεος, οστις εισακουση δια πυρος, ουτος ας ηναι ο Θεος. Και αποκριθεις πας ο λαος, ειπε, Καλος ο λογος.24 Hívjátok segítségül isteneitek nevét, én meg majd segítségül hívom az én Uram nevét, s amelyik Isten tűz által meghallgat, az legyen az Isten.« Erre az egész nép azt felelte: »Helyes indítvány!«
25 Και ειπεν ο Ηλιας προς τους προφητας του Βααλ, Εκλεξατε εις εαυτους τον ενα μοσχον και ετοιμασατε αυτον πρωτοι διοτι εισθε πολλοι? και επικαλεσθητε το ονομα των θεων σας, πυρ ομως μη βαλητε.25 Azt mondta tehát Illés Baál prófétáinak: »Válasszátok ki magatoknak az egyik bikát, s készítsétek el – elsőknek, mert ti vagytok többen –, s hívjátok segítségül isteneitek nevét, de tüzet ne tegyetek alája.«
26 Και ελαβον τον μοσχον τον δοθεντα εις αυτους και ητοιμασαν αυτον, και επεκαλουντο το ονομα του Βααλ απο πρωιας μεχρι μεσημβριας, λεγοντες, Επακουσον ημων, Βααλ? και ουκ ην φωνη και ουκ ην ακροασις? και επηδων περι το θυσιαστηριον, το οποιον ωκοδομησαν.26 Miután ők átvették a bikát, amelyet nekik odaadott, elkészítették, s reggeltől délig hívogatták Baál nevét, s azt mondták: »Baál, hallgass meg minket.« De nem jött egy hang sem, s nem felelt senki sem, hiába ugrándoztak az oltár körül, amelyet készítettek.
27 Και περι την μεσημβριαν ο Ηλιας μυκτηριζων αυτους ελεγεν, Επικαλεισθε μετα φωνης μεγαλης? διοτι θεος ειναι η συνομιλει η ασχολειται η ειναι εις οδοιποριαν η ισως κοιμαται και θελει εξυπνησει.27 Amikor aztán már délre járt, így gúnyolódott velük Illés: »Hangosabban kiáltsatok, hiszen isten ő!Talán éppen beszélget, vagy a fogadóban van, vagy úton, vagy bizony tán alszik, hadd ébredjen fel.«
28 Και επεκαλουντο μετα φωνης μεγαλης και κατετεμνοντο κατα την συνηθειαν αυτων με μαχαιρας και με λογχας, εωσου αιμα εξεχυθη επ' αυτους.28 Hangosabban kiáltoztak tehát és szokásuk szerint késekkel s tőrökkel vagdalták magukat, amíg el nem borította őket a vér.
29 Και αφου παρηλθεν η μεσημβρια, και αυτοι προεφητευον μεχρι της ωρας της προσφορας, και ουκ ην φωνη και ουκ ην ακροασις και ουκ ην προσοχη,29 Amikor aztán elmúlt a dél és prófétálásuk közben eljött az az idő, amikor az ételáldozatot szokták bemutatni, s nem hallatszott egy hang sem és nem felelt és nem hallgatta meg az imádkozókat senki sem,
30 τοτε ειπεν ο Ηλιας προς παντα τον λαον, Πλησιασατε προς εμε. Και πας ο λαος επλησιασε προς αυτον. Και επιδιωρθωσε το θυσιαστηριον του Κυριου, το κεκρημνισμενον.30 azt mondta Illés az egész népnek: »Gyertek hozzám.« Amikor aztán a nép eléje járult, helyreállította az Úr lerombolt oltárát –
31 Και ελαβεν ο Ηλιας δωδεκα λιθους, κατα τον αριθμον των φυλων των υιων Ιακωβ, προς τον οποιον ηλθεν ο λογος του Κυριου, λεγων, Ισραηλ θελει εισθαι το ονομα σου?31 vett ugyanis tizenkét követ, Jákob fiai törzseinek száma szerint, akihez szólt az Úr szava: »Izrael legyen a neved,«
32 και ωκοδομησε τους λιθους θυσιαστηριον εις το ονομα του Κυριου? και εκαμεν αυλακα περι το θυσιαστηριον, χωρουσαν δυο μετρα σπορου.32 és oltárt épített e kövekből az Úr nevében – s mintegy két barázda széles vízárkot készített az oltár köré,
33 Και εστοιβασε τα ξυλα και διεμελισε τον μοσχον και επεθεσεν αυτον επι των ξυλων.33 aztán elrendezte a fát, földarabolta a bikát, rátette a fára
34 Και ειπε, Γεμισατε υδατος τεσσαρας υδριας και χυσατε επι το ολοκαυτωμα και επι τα ξυλα. Και ειπε, Δευτερωσατε? και εδευτερωσαν. Και ειπε, Τριττωσατε? και ετριττωσαν.34 és azt mondta: »Töltsetek meg négy vedret vízzel, s öntsétek rá az egészen elégetendő áldozatra, meg a fára.« Aztán ismét azt mondta: »Másodszor is tegyétek meg ezt.« Amikor másodszor is megtették, azt mondta: »Harmadszor is tegyétek meg ugyanezt.« Megtették harmadszor is,
35 Και περιετρεχε το υδωρ περιξ του θυσιαστηριου? και η αυλαξ ετι εγεμισεν υδατος.35 úgyhogy folyt a víz az oltár körül, s az árok medre is megtelt.
36 Και την ωραν της προσφορας επλησιασεν Ηλιας ο προφητης και ειπε, Κυριε, Θεε του Αβρααμ, του Ισαακ και του Ισραηλ, ας γεινη γνωστον σημερον, οτι συ εισαι Θεος εν τω Ισραηλ και εγω δουλος σου, και κατα τον λογον σου εκαμα παντα ταυτα τα πραγματα?36 Amikor aztán eljött az egészen elégő áldozat bemutatásának ideje, odalépett Illés próféta, s azt mondta: »Uram, Ábrahámnak, Izsáknak s Izraelnek Istene, mutasd meg ma, hogy te vagy Izrael Istene, meg hogy én a te szolgád vagyok és hogy a te parancsodra cselekedtem mindezt.
37 επακουσον μου, Κυριε, επακουσον μου, δια να γνωριση ο λαος ουτος οτι συ Κυριος εισαι ο Θεος, και συ επεστρεψας την καρδιαν αυτων οπισω.37 Hallgass meg, Uram, hallgass meg engem, hogy megtanulja e nép, hogy te, az Úr, vagy az Isten, s hogy te térítetted vissza ismét szívüket.«
38 Τοτε επεσε πυρ παρα Κυριου και κατεφαγε το ολοκαυτωμα και τα ξυλα και τους λιθους και το χωμα, και εγλειψε το υδωρ το εν τη αυλακι.38 Ekkor lecsapott az Úr tüze, és megemésztette az egészen elégő áldozatot, meg a fát, a köveket és a port, s felitta a vizet, amely az árokban volt.
39 Και οτε ειδε πας ο λαος, επεσον κατα προσωπον αυτων και ειπον, Ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος? ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος.39 Amikor látta ezt az egész nép, arcára borult, s azt mondta: »Az Úr az Isten, az Úr az Isten!«
40 Και ειπε προς αυτους ο Ηλιας, Πιασατε τους προφητας του Βααλ? μηδεις εξ αυτων ας μη διασωθη. Και επιασαν αυτους? και κατεβιβασεν αυτους ο Ηλιας εις τον χειμαρρον Κεισων και εσφαξεν αυτους εκει.40 Azt mondta erre nekik Illés: »Fogjátok meg Baál prófétáit, egy se szaladjon el közülük!« Miután megfogták őket, Illés levitte őket a Kíson patakhoz, s ott megölette őket.
41 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Αχααβ, Αναβα, φαγε και πιε. διοτι ειναι φωνη πληθους βροχης.41 Majd azt mondta Illés Áchábnak: »Menj fel, egyél, s igyál, mert nagy eső zuhogása hallatszik.«
42 Και ανεβη ο Αχααβ δια να φαγη και να πιη. Ο δε Ηλιας ανεβη εις την κορυφην του Καρμηλου και εκυψεν εις την γην και εβαλε το προσωπον αυτου αναμεσον των γονατων αυτου,42 Fölment Ácháb, hogy egyen, s igyon, Illés pedig felment a Kármel csúcsára, lekuporodott a földre, arcát térdei közé tette,
43 και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Αναβα τωρα, βλεψον προς την θαλασσαν. Και ανεβη και εβλεψε και ειπε, Δεν ειναι ουδεν. Ο δε ειπεν, Υπαγε παλιν, εως επτακις.43 s azt mondta legényének: »Menj fel, s nézz a tenger felé.« Ez, miután felment és arrafelé tekintett, azt mondta: »Nincs semmi sem.« Erre ő ismét szólt neki: »Menj vissza, hétszer.«
44 Και την εβδομην φοραν ειπεν, Ιδου, νεφος μικρον, ως παλαμη ανθρωπου, αναβαινει εκ της θαλασσης. Και ειπεν, Αναβα, ειπε προς τον Αχααβ, Ζευξον την αμαξαν σου, και καταβα, δια να μη σε εμποδιση η βροχη.44 Hetedik alkalommal aztán íme, egy kis felhőcske szállt fel a tengerből, akkora, mint az ember lábnyoma. Erre ő így szólt: »Eredj fel és mondd Áchábnak: Fogass be szekeredbe, s menj le, hogy meg ne akadályozzon az eső.«
45 Και εν τω μεταξυ ο ουρανος συνεσκοτασεν εκ νεφων και ανεμου, και εγεινε βροχη μεγαλη. Και ανεβη ο Αχααβ εις την αμαξαν αυτου και υπηγεν εις Ιεζραελ.45 Alighogy egyet-kettőt fordult, íme, elsötétedett az ég, s felhő, szél és hatalmas eső támadt. Felült tehát Ácháb és elment Jezreelbe,
46 Και χειρ Κυριου εσταθη επι τον Ηλιαν? και συνεσφιγξε την οσφυν αυτου και ετρεχεν εμπροσθεν του Αχααβ εως της εισοδου της Ιεζραελ.46 Illést pedig megszállta az Úr ereje, s ő felövezte derekát, s futott Ácháb előtt, amíg Jezreelbe nem ért.