Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 5


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ηλθον πασαι αι φυλαι του Ισραηλ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον, λεγοντες, Ιδου, οστουν σου και σαρξ σου ειμεθα ημεις?1 Elment erre Izrael valamennyi törzse Dávidhoz Hebronba, hogy mondja: »Íme, mi a te csontod, s a te húsod vagyunk.
2 και προτερον ετι, οτε ο Σαουλ εβασιλευεν εφ' ημας, συ ησο ο εξαγων και εισαγων τον Ισραηλ? και προς σε ειπεν ο Κυριος, Συ θελεις ποιμανει τον λαον μου τον Ισραηλ, και συ θελεις εισθαι ηγεμων επι τον Ισραηλ.2 Tegnap is, tegnapelőtt is, amikor Saul volt a királyunk, te vezetted ki és be Izraelt, s az Úr azt mondta neked: ‘Te legeltesd népemet, Izraelt, s te légy Izrael fejedelme.’«
3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ προς τον βασιλεα εις Χεβρων? και εκαμεν ο βασιλευς Δαβιδ συνθηκην μετ' αυτων εις Χεβρων ενωπιον του Κυριου? και εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ.3 Elmentek tehát Izrael vénei a királyhoz Hebronba, s Dávid király szövetséget kötött velük Hebronban az Úr előtt, ők pedig felkenték Dávidot Izrael királyává.
4 Τριακοντα ετων ητο ο Δαβιδ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε τεσσαρακοντα ετη?4 Harmincesztendős volt Dávid, amikor uralkodni kezdett, és negyven esztendeig uralkodott.
5 εν μεν Χεβρων εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν επτα ετη και εξ μηνας? εν δε Ιερουσαλημ εβασιλευσε τριακοντα τρια ετη επι παντα τον Ισραηλ και Ιουδαν.5 Hebronban, Júda felett, hét esztendeig és hat hónapig uralkodott, Jeruzsálemben pedig, egész Izrael és Júda felett, harminchárom esztendeig uralkodott.
6 Και υπηγεν ο βασιλευς και οι ανδρες αυτου εις Ιερουσαλημ, προς τους Ιεβουσαιους, τους κατοικουντας την γην? οιτινες ελαλησαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν θελεις εισελθει ενταυθα, εαν δεν εκβαλης τους τυφλους και χωλους? λεγοντες οτι ο Δαβιδ δεν ηθελε δυνηθη να εισελθη εκει.6 Felvonult ugyanis a király s mindazok az emberek, akik vele voltak, Jeruzsálembe, a jebuziták, azon föld lakói ellen. Erre azok azt üzenték Dávidnak: »Ide ugyan be nem jutsz, hacsak el nem távolítod a vakokat és sántákat, akik azt mondják: ‘Ide ugyan be nem jut Dávid.’«
7 Ο Δαβιδ ομως εκυριευσε το φρουριον Σιων? αυτη ειναι η πολις Δαβιδ.7 Dávid mindazonáltal bevette Sion várát, azaz a Dávid-várost.
8 Και ειπεν ο Δαβιδ την ημεραν εκεινην, Οστις φθαση εις τον οχετον και παταξη τους Ιεβουσαιους, και τους χωλους και τους τυφλους, τους μισουμενους υπο της ψυχης του Δαβιδ, θελει εισθαι αρχηγος. Δια τουτο λεγουσι, Τυφλος και χωλος δεν θελουσιν εισελθει εις τον οικον.8 Jutalmat ígért ugyanis Dávid azon a napon annak, aki megveri a jebuzitákat, s eléri a tetőcsatornákat, s eltávolítja a vakokat és sántákat, Dávid lelkének gyűlölőit. Ezért mondja a közmondás: »Vak és sánta nem jut vissza a templomba!«
9 Και κατωκησεν ο Δαβιδ εν τινι φρουριω και ωνομασεν αυτο, Η πολις Δαβιδ. Και εκαμεν ο Δαβιδ οικοδομας κυκλω απο Μιλλω και εσω.9 Dávid aztán megtelepedett a várban és elnevezte azt Dávid-városnak, s kiépítette a Millótól körös-körül és befelé,
10 Και προεχωρει ο Δαβιδ και εμεγαλυνετο, και Κυριος ο Θεος των δυναμεων ητο μετ' αυτου.10 és mindinkább gyarapodott és növekedett, mert az Úr, a Seregek Istene vele volt.
11 Και απεστειλεν ο Χειραμ, βασιλευς της Τυρου, πρεσβεις προς τον Δαβιδ, και ξυλα κεδρινα και ξυλουργους και κτιστας, και ωκοδομησαν οικον εις τον Δαβιδ.11 Erre Hírám, Tírusz királya követeket, majd cédrusfát, ácsokat és kőműveseket küldött Dávidhoz, és azok palotát építettek Dávidnak.
12 Και εγνωρισεν ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος κατεστησεν αυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, και οτι υψωσε την βασιλειαν αυτου δια τον λαον αυτου Ισραηλ.12 Ekkor Dávid megértette, hogy az Úr megerősítette őt Izrael királyául, s hogy felmagasztalta népén, Izraelen való királyságát.
13 Και ελαβε προσετι ο Δαβιδ παλλακας και γυναικας εκ της Ιερουσαλημ, αφου ηλθεν εκ Χεβρων? και εγεννηθησαν ετι εις τον Δαβιδ υιοι και θυγατερες.13 Jeruzsálemben, miután Hebronból odaköltözött, Dávid még vett magának mellékfeleségeket és feleségeket, s így még születtek Dávidnak fiai és lányai.
14 ταυτα δε ειναι τα ονοματα των εις αυτον γεννηθεντων εν Ιερουσαλημ? Σαμμουα και Σωβαβ και Ναθαν και Σολομων,14 Azoknak a neve, akik Jeruzsálemben születtek neki, a következő volt: Sámua, Sobáb, Nátán, Salamon,
15 και Ιεβαρ και Ελισουα και Νεφεγ και Ιαφια,15 Jibhár, Elisua, Nefeg,
16 και Ελισαμα και Ελιαδα και Ελιφαλετ.16 Jáfia, Elisáma, Eljóda és Elifálet.
17 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ, ανεβησαν παντες οι Φιλισταιοι να ζητησωσι τον Δαβιδ? και ο Δαβιδ ηκουσε περι τουτου και κατεβη εις το φρουριον.17 Amikor a filiszteusok meghallották, hogy Dávidot Izrael királyává kenték, valamennyien felvonultak, hogy halálra keressék Dávidot. Amint ezt Dávid meghallotta, levonult a várba.
18 Και ηλθον οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.18 Amikor aztán a filiszteusok megérkeztek, és ellepték a Refaim völgyet,
19 Και ερωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να αναβω προς τους Φιλισταιους; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα μου; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Αναβα? διοτι βεβαιως θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.19 Dávid megkérdezte az Urat: »Felvonuljak-e a filiszteusok ellen? Kezembe adod-e őket?« Azt mondta erre az Úr Dávidnak: »Vonulj fel, mert kezedbe adom a filiszteusokat.«
20 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Βααλ-φερασειμ, και εκει επαταξεν αυτους ο Δαβιδ και ειπεν, Ο Κυριος διεκοψε τους εχθρους μου εμπροσθεν μου, καθως διακοπτονται τα υδατα. Δια τουτο εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Βααλ-φερασειμ.20 Erre Dávid elment Baál Fáraszimba, s ott megverte őket, és azt mondta: »Eloszlatta az Úr ellenségeimet előttem, mint ahogy eloszlik a víz.« Ezért nevezte el azt a helyet Baál Fáraszimnak.
21 Και εκει κατελιπον τα ειδωλα αυτων, και εσηκωσαν αυτα ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου.21 A filiszteusok otthagyták bálványaikat is, és Dávid és emberei felszedték azokat.
22 Και ανεβησαν παλιν οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.22 Ám a filiszteusok ismét felvonultak, s ellepték a Refaim völgyet.
23 Και οτε ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, ειπε, Μη αναβης? στρεψον οπισω αυτων και επιπεσον επ' αυτους απεναντι των συκαμινων.23 Erre Dávid megkérdezte az Urat: »Felvonuljak-e a filiszteusok ellen, s kezembe adod-e őket?« Ő azt felelte: »Ne vonulj fel ellenük, hanem kerülj a hátuk mögé, s a körtefák felől közelítsd meg őket,
24 και οταν ακουσης θορυβον διαβασεως επι των κορυφων των συκαμινων, τοτε θελεις σπευσει διοτι τοτε ο Κυριος θελει εξελθει εμπροσθεν σου, δια να παταξη το στρατοπεδον των Φιλισταιων.24 s ha majd lépések neszét hallod a körtefák teteje felől, akkor indulj hadba, mert akkor vonul ki színed előtt az Úr, hogy megverje a filiszteusok táborát.«
25 Και εκαμεν ο Δαβιδ, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος? και επαταξε τους Φιλισταιους απο Γαβαα εως της εισοδου Γεζερ.25 Úgy tett tehát Dávid, ahogy az Úr parancsolta neki, s verte a filiszteusokat Gibeától egészen Gézer bejáratáig.