Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 4


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Και οτε ηκουσεν ο υιος του Σαουλ οτι ο Αβενηρ απεθανεν εν Χεβρων, αι χειρες αυτου ενεκρωθησαν, και παντες οι Ισραηλιται συνεταραχθησαν.1 Alla notizia della morte di Abner in Ebron, Isboset, figlio di Saul, si perdette di coraggio, e tutto Israele fu nella costernazione.
2 Ειχε δε ο υιος του Σαουλ δυο ανδρας, οιτινες ησαν οπλαργηγοι, το ονομα του ενος Βαανα, και το ονομα του αλλου Ρηχαβ, υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, εκ των υιων Βενιαμιν? διοτι και η Βηρωθ ελογιζετο του Βενιαμιν?2 Or presso il figlio di Saul v'eran due capi di ladroni, l'uno si chiamava Baana, l'altro Recab: eran figli di Remmon Berotita, dei figli quindi di Beniamino, perchè Berot è reputato di Beniamino,
3 οι δε Βηρωθαιοι ειχον φυγει εις Γιτθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης.3 e quei di Berot eran fuggiti a Getaim, ove erano stati come forestieri fino a quel tempo.
4 Ιωναθαν δε, ο υιος του Σαουλ, ειχεν υιον βεβλαμμενον τους ποδας. Ητο ηλικιας πεντε ετων οτε ηλθον αι αγγελιαι εξ Ιεζραηλ περι του Σαουλ και Ιωναθαν, και εσηκωσεν αυτον τροφος αυτου και εφυγεν? ενω δε εσπευδε να φυγη, επεσεν αυτος και εχωλωθη? το δε ονομα αυτου Μεμφιβοσθε.4 Gionata, figlio di Saul, aveva un figlio coi piedi storpiati, perchè, essendo egli di cinque anni quando giunsero da Iezrael le notizie di Saul e di Gionata, la nutrice lo prese e fuggì e nella furia del fuggire egli cadde e divenne zoppo: si chiamava Mifiboset.
5 Και υπηγαν οι υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, Ρηχαβ και Βαανα, και εις το καυμα της ημερας εισηλθον εις την οικιαν του Ις-βοσθε οστις εκοιτετο επι κλινης το μεσημεριον?5 Venuti adunque i figli di Remmon Berotita, Recab e Baana, durante il caldo del giorno entrarono nella casa di Isboset, il quale stava a letto nel sonno del meriggio. Essendosi la portinaia della casa addormentata nel pulire il grano,
6 και εισηλθον εκει εως του μεσου της οικιας, ως δια να λαβωσι σιτον? και εκτυπησαν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν? και ο Ρηχαβ και Βαανα ο αδελφος αυτου διεσωθησαν.6 essi entrarono in casa di nascosto, prendendo delle spighe di grano. E Recab e Baana suo fratello percossero Isboset nell'inguine e fuggirono.
7 Διοτι οτε εισηλθον εις την οικιαν, εκεινος εκοιτετο επι της κλινης αυτου εντος του κοιτωνος αυτου? και εκτυπησαν αυτον και εθανατωσαν αυτον και απεκοψαν την κεφαλην αυτου, και λαβοντες την κεφαλην αυτου, ανεχωρησαν οδοιπορουντες δια της πεδιαδος ολην την νυκτα.7 Quando essi entrarono in casa, Isboset dormiva nel suo letto in camera: lo colpirono e l'uccisero, e tolta la sua testa, camininaron tutta la notte per la via del deserto.
8 Και εφερον την κεφαλην του Ις-βοσθε προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον προς τον βασιλεα, Ιδου, η κεφαλη του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ του εχθρου σου, οστις εζητει την ζωην σου? και ο Κυριος εδωκεν εκδικησιν εις τον κυριον μου τον βασιλεα την ημεραν ταυτην, απο του Σαουλ και απο του σπερματος αυτου.8 Portaron la testa d'Isboset a David in Ebron, e dissero al re: « Ecco la testa d'Isboset figlio di Saul, tuo nemico che cercava di toglierti la vita: il Signore ha fatto oggi vendetta del re mio signore, sopra Saul e sopra la sua stirpe ».
9 Απεκριθη δε ο Δαβιδ προς τον Ρηχαβ και προς Βαανα τον αδελφον αυτου, τους υιους Ριμμων του Βηρωθαιου, και ειπε προς αυτους, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου απο πασης στενοχωριας?9 Ma David rispose a Recab e a Baana suo fratello, figli di Remmon Berotita, e disse loro: « Viva il Signore che ha liberato l'anima mia da tutte le angustie!
10 εκεινον, οστις απηγγειλε προς εμε, λεγων, Ιδου, απεθανεν ο Σαουλ, και εστοχαζετο εαυτον μηνυτην αγαθης αγγελιας, επιασα αυτον και εθανατωσα αυτον εν Σικλαγ, αντι να βραβευσω αυτον δια την αγγελιαν αυτου?10 Colui che venne ad annunziarmi e a dirmi: Saul è morto, pensando di portare una buona notizia, io lo presi e lo uccisi in Siceleg, e gli sarebbe toccato un premio per il messaggio;
11 και ποσω μαλλον ανθρωπους πονηρους, φονευσαντας ανδρα δικαιον εν τη οικια αυτου επι της κλινης αυτου; τωρα λοιπον δεν θελω εκζητησει το αιμα αυτου εκ των χειρων σας και δεν θελω σας εξολοθρευσει απο της γης;11 quanto più ora che uomini scellerati hanno ucciso un innocente in casa sua e sul suo letto, dovrò domandare il suo sangue dalla vostra mano e levarvi dalla terra? »
12 Και προσεταξεν ο Δαβιδ τους νεους, και εθανατωσαν αυτους και εκοψαν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτα επι το υδροστασιον εν Χεβρων? την δε κεφαλην του Ις-βοσθε ελαβον, και εθαψαν εν τω ταφω του Αβενηρ εν Χεβρων.12 David diede l'ordine ai suoi servi, i quali li uccisero, e, troncate loro le mani e i piedi, li appiccarono sopra la vasca di Ebron, poi, presa la testa d'Isboset, la seppellirono nel sepolcro di Abner in Ebron.