Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 20


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Συνεπεσε δε να ηναι εκει ανθρωπος τις διεστραμμενος, ονομαζομενος Σεβα, υιος του Βιχρει, Βενιαμιτης? και εσαλπισε δια της σαλπιγγος και ειπε, Δεν εχομεν ημεις μερος εις τον Δαβιδ, ουδε εχομεν κληρονομιαν εις τον υιον του Ιεσσαι? Ισραηλ, εις τας σκηνας αυτου εκαστος.1 Alors il se trouva un homme de rien, un nommé Chéba, fils de Bikri, de la tribu de Benjamin. Il sonna du cor et fit cet appel: “Nous n’avons pas de part avec David, nous n’avons rien à attendre du fils de Jessé. Israël, retourne à tes tentes!”
2 Και ανεβη πας ανηρ Ισραηλ απο οπισθεν του Δαβιδ, και ηκολουθησε Σεβα τον υιον του Βιχρει? οι δε ανδρες Ιουδα εμειναν προσκεκολλημενοι εις τον βασιλεα αυτων, απο του Ιορδανου εως Ιερουσαλημ.2 Alors tous les hommes d’Israël abandonnèrent David et suivirent Chéba, fils de Bikri, tandis que ceux de Juda restaient avec le roi et l’accompagnaient du Jourdain jusqu’à Jérusalem.
3 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις τον οικον αυτου εις Ιερουσαλημ? και ελαβεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας, τας οποιας ειχεν αφησει δια να φυλαττωσι τον οικον, και εβαλεν αυτας εις οικον φυλαξεως και ετρεφεν αυτας? πλην δεν εισηλθε προς αυτας? και εμειναν αποκεκλεισμεναι μεχρι της ημερας του θανατου αυτων, ζωσαι εν χηρεια.3 David rentra dans son palais à Jérusalem; il en fit sortir les dix concubines qu’il avait laissées pour garder le palais et les plaça dans une maison surveillée. Il assura leur entretien mais il ne s’approcha plus jamais d’elles. Jusqu’à leur mort elles restèrent ainsi enfermées, menant une vie de veuves.
4 Ειπε δε ο βασιλευς προς τον Αμασα, Συναξον εις εμε τους ανδρας Ιουδα εντος τριων ημερων, και συ να παρευρεθης ενταυθα.4 Le roi dit à Amasa: “Tu as trois jours pour rassembler les hommes de Juda et te présenter devant moi.”
5 Και υπηγεν ο Αμασα να συναξη τον Ιουδαν? εβραδυνεν ομως υπερ τον ωρισμενον καιρον, τον οποιον ειχε διορισει εις αυτον.5 Amasa partit pour rassembler Juda, mais il tarda au-delà de la date que le roi lui avait fixée.
6 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβισαι, Τωρα ο Σεβα ο υιος του Βιχρει θελει καμει εις ημας μεγαλητερον κακον παρα τον Αβεσσαλωμ? λαβε συ τους δουλους του κυριου σου και καταδιωξον οπισω αυτου, δια να μη ευρη εις εαυτον πολεις οχυρας και διασωθη απ' εμπροσθεν ημων.6 À ce moment David dit à Abisaï: “Chéba, fils de Bikri, va être bientôt plus dangereux pour nous qu’Absalom. Pars à la tête de la garde de ton maître et pourchasse-le, sinon il pourrait gagner une ville fortifiée et nous échapper.”
7 Και εξηλθον οπισω αυτου οι ανδρες του Ιωαβ και οι Χερεθαιοι και οι Φελεθαιοι και παντες οι δυνατοι? και εξηλθον απο Ιερουσαλημ, δια να καταδιωξωσιν οπισω του Σεβα, υιου του Βιχρει.7 Joab, les Kérétiens, les Pélétiens et tous les braves, partirent en campagne. Ils quittèrent Jérusalem derrière Abisaï et se lancèrent à la poursuite de Chéba, fils de Bikri.
8 Οτε εφθασαν πλησιον της μεγαλης πετρας, της εν Γαβαων, ο Αμασα ηλθεν εις συναντησιν αυτων. Ο δε Ιωαβ ειχε περιεζωσμενον το ιματιον, το οποιον ητο ενδεδυμενος, και επ' αυτο περιεζωσμενην την μαχαιραν, κρεμαμενην εις την οσφυν αυτου εν τη θηκη αυτης? και καθως εξηλθεν αυτος, επεσε.8 Ils étaient près de la grande pierre qui se trouve à Gabaon, lorsque Amasa se présenta devant eux. Joab portait par-dessus son vêtement une ceinture à laquelle était attachée son épée dans son fourreau; l’épée sortit et tomba.
9 Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον Αμασα, Υγιαινεις, αδελφε μου; Και επιασεν ο Ιωαβ τον Αμασα με την δεξιαν αυτου χειρα απο του πωγωνος, δια να φιληση αυτον.9 Joab dit à Amasa: “Mon frère, est-ce la paix?” Et de la main droite il saisit la barbe d’Amasa comme pour l’embrasser.
10 Ο δε Αμασα δεν εφυλαχθη την μαχαιραν, ητις ητο εν τη χειρι του Ιωαβ? και ο Ιωαβ επαταξεν αυτον δι' αυτης εις την πεμπτην πλευραν, και εχυσε τα εντοσθια αυτου κατα γης και δεν εδευτερωσεν εις αυτον? και απεθανε. Τοτε ο Ιωαβ και Αβισαι ο αδελφος αυτου κατεδιωξαν οπισω του Σεβα, υιου του εν Βιχρει.10 Amasa ne se méfiait pas de l’épée que Joab tenait à la main: Joab l’en frappa au ventre et ses entrailles se répandirent à terre. Il n’eut pas besoin de frapper un second coup, Amasa était mort. Alors Joab et son frère Abisaï se lancèrent à la poursuite de Chéba, fils de Bikri.
11 Εις δε εκ των ανθρωπων του Ιωαβ εσταθη πλησιον του Αμασα και ειπεν, Οστις αγαπα τον Ιωαβ, και οστις ειναι του Δαβιδ, ας ακολουθη τον Ιωαβ.11 On demanda à l’un des compagnons de Joab de rester à côté du corps d’Amasa; il disait: “Que ceux qui sont pour David et qui aiment Joab, suivent Joab!”
12 Ο δε Αμασα εκειτο αιματοκυλισμενος εκ μεσω της οδου. Και οτε ειδεν ουτος ο ανηρ οτι πας ο λαος ιστατο, εσυρε τον Αμασα εκ της οδου εις τον αγρον, και ερριψεν επ' αυτον ιματιον, καθως ειδεν οτι πας ο ερχομενος προς αυτον ιστατο.12 Car Amasa s’était roulé dans son sang au milieu du chemin, et tous les hommes de l’armée qui arrivaient là s’arrêtaient. Voyant cela, le garçon tira le corps d’Amasa dans un champ et jeta sur lui un vêtement.
13 Αφου μετετοπισθη εκ της οδου, ο πας ο λαος επερασεν οπισω του Ιωαβ, δια να καταδιωξωσι τον Σεβα, υιον του Βιχρει.13 Dès qu’il l’eût retiré du chemin, tous continuèrent derrière Joab et se lancèrent à la poursuite de Chéba, fils de Bikri.
14 Εκεινος δε διηλθε δια πασων των φυλων του Ισραηλ εις Αβελ και εις Βαιθ-μααχα, μετα παντων των Βηριτων, οιτινες συνηχθησαν ομου και ηκολουθησαν αυτον και αυτοι.14 Chéba parcourut toutes les tribus d’Israël jusqu’à Abel-Beth-Maaka. Les hommes du clan de Bikri s’étaient rassemblés et ils se joignirent à lui.
15 Τοτε ηλθον και επολιορκησαν αυτον εν Αβελ-βαιθ-μααχα, και υψωσαν προχωμα εναντιον της πολεως, στησαντες αυτο πλησιον του προτειχισματος, και πας ο λαος, ο μετα του Ιωαβ, διωρυσσον το τειχος δια να κρημνισωσιν αυτο.15 Joab assiégea donc Chéba dans Abel-Beth-Maaka, on éleva contre la ville un terrassement qui s’appuyait sur le rempart. Quand toute l’armée de Joab creusait pour faire tomber le rempart,
16 Τοτε γυνη τις σοφη εβοησεν εκ της πολεως, Ακουσατε, ακουσατε? ειπατε, παρακαλω, προς τον Ιωαβ, Πλησιασον εως ενταυθα, και θελω λαλησει προς σε.16 une femme de bon sens qui était dans la ville cria: “Écoutez! Écoutez! Dites à Joab qu’il approche jusqu’ici, je voudrais lui parler.”
17 Και οτε επλησιασεν εις αυτην, η γυνη ειπε, Συ εισαι ο Ιωαβ; Ο δε απεκριθη, Εγω. Τοτε ειπε προς αυτον, Ακουσον τους λογους της δουλης σου. Και απεκριθη, Ακουω.17 Joab s’approcha et la femme lui dit: “C’est toi Joab?” Il répondit: “Oui, c’est moi.” Elle lui dit: “Écoute ce que j’ai à te dire.” Il répondit: “J’écoute.”
18 Και ειπε, λεγουσα, Εσυνειθιζον να λεγωσι τον παλαιον καιρον, λεγοντες, Ας υπαγωσι να ζητησωσι συμβουλην εις Αβελ? και ουτως ετελειοναν την υποθεσιν?18 Elle lui dit: “Autrefois on avait l’habitude de dire: C’est à Abel et à Dan qu’on vous enseignera
19 εγω ειμαι εκ των ειρηνικων και πιστων του Ισραηλ? συ ζητεις να καταστρεψης πολιν, μαλιστα μητροπολιν μεταξυ του Ισραηλ? δια τι θελεις να αφανισης την κληρονομιαν του Κυριου;19 les anciennes coutumes d’Israël. Et toi aujourd’hui, tu détruirais cette ville, un chef-lieu d’Israël? Pourquoi détruirais-tu l’héritage de Yahvé?”
20 Και αποκριθεις ο Ιωαβ, ειπε, Μη γενοιτο, μη γενοιτο εις εμε να αφανισω η να καταστρεψω20 Joab répondit: “Je ne veux surtout pas détruire et ruiner.
21 το πραγμα δεν ειναι ουτως? αλλα ανηρ τις εκ του ορους Εφραιμ, ονομαζομενος Σεβα, υιος Βιχρει, εσηκωσε την χειρα αυτου κατα του βασιλεως, κατα του Δαβιδ? παραδος αυτον μονον, και θελω αναχωρησει απο της πολεως. Και ειπεν η γυνη προς τον Ιωαβ, Ιδου, η κεφαλη αυτου θελει ριφθη προς σε απο του τειχους.21 La seule question, c’est que Chéba, fils Bikri, un homme de la montagne d’Éphraïm, s’est dressé contre le roi David. Livrez-le lui seul et je m’éloignerai de la ville.” La femme répondit à Joab: “C’est bien, on va te jeter sa tête par-dessus la muraille.”
22 Και ηλθεν η γυνη προς παντα τον λαον λαλουσα εν τη σοφια αυτης. Και εκοψαν την κεφαλην του Σεβα, υιου του Βιχρει, και ερριψαν προς τον Ιωαβ. Τοτε εσαλπισε δια της σαλπιγγος και διεκορπισθησαν απο της πολεως, εκαστος εις την σκηνην αυτου. Και ο Ιωαβ εστρεψεν εις Ιερουσαλημ προς τον βασιλεα.22 La femme sut parler et convaincre les habitants de la ville; on trancha la tête de Chéba, fils de Bikri, et on la jeta à Joab. Aussitôt Joab sonna du cor; on se dispersa et chacun revint de là à son foyer. Quant à Joab, il retourna à Jérusalem auprès du roi.
23 Ητο δε ο Ιωαβ επι παντος του στρατευματος του Ισραηλ? ο δε Βεναιας, ο υιος του Ιωδαε, επι των Χερεθαιων και επι των Φελεθαιων?23 Joab commandait toute l’armée d’Israël, Bénayas, fils de Yoyada commandait les Pélétiens et les Kérétiens,
24 και Αδωραμ ητο επι των φορων? και Ιωσαφατ, ο υιος του Αχιλουδ, υπομνηματογραφος?24 Adoram était chef de la corvée, Yochafat, fils d’Ahiloud était le porte-parole,
25 και ο Σεβα, Γραμματευς? ο δε Σαδωκ και Αβιαθαρ, ιερεις?25 Chiya était secrétaire, les prêtres étaient Sadoq et Ébyatar,
26 και ετι Ιρας, ο Ιαειριτης, ητο αυλαρχης πλησιον του Δαβιδ.26 Ira le Yaïrite était également prêtre de David.