Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 15


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.1 Ezek után pedig szerzett magának Absalom szekereket, lovasokat s ötven embert fullajtárnak.
2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.2 Reggelenként aztán felkelt Absalom, odaállt a kapu bejáratához, s minden embert, akinek valami ügye volt, s ítéletért a királyhoz tartott, magához hívott Absalom és azt mondta: »Melyik városból való vagy?« Ha az feleletül azt mondta: »Izrael egyik törzséből való vagyok, én, a te szolgád,«
3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.3 akkor Absalom azt felelte neki: »Úgy látom, hogy ügyed jó és igaz, de a király nem rendelt senkit sem, aki meghallgatna téged.« Majd azt mondta Absalom:
4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.4 »Bárcsak engem tenne valaki bíróvá e földön, hogy hozzám jönnének mindazok, akiknek ügyük van, én majd igazságosan ítélnék.«
5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.5 Sőt, amikor valaki odament hozzá, hogy leborulva köszöntse, ő kinyújtotta kezét, megfogta és megcsókolta.
6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.6 Így járt el egész Izraellel, amikor valaki ítélet végett kihallgatásra jött a királyhoz, s így bujtogatta Izrael embereinek szívét.
7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?7 Négy esztendő múltával aztán azt mondta Absalom a királynak, Dávidnak: »Hadd menjek el, hogy teljesítsem Hebronban az Úrnak tett fogadalmamat.
8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.8 Ezt a fogadalmat tette ugyanis szolgád, amikor a szíriai Gessúrban volt: Ha visszavisz engem az Úr Jeruzsálembe, akkor áldozatot mutatok be az Úrnak.«
9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.9 Azt mondta erre neki a király, Dávid: »Eredj békességben.« Fel is kelt és elment Hebronba.
10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.10 Ugyanakkor titkos követeket küldött Absalom Izrael valamennyi törzséhez, ezzel az üzenettel: »Mihelyt meghalljátok a harsona szavát, mondjátok: ‘Király lett Absalom Hebronban!’«
11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.11 Kétszáz ember ment el Absalommal Jeruzsálemből. Ezeket meghívta, s ők jóhiszeműen mentek és semmit sem tudtak az ügyről.
12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.12 A gílói Ahitófelt, Dávid tanácsosát is elhívatta Absalom Gílóból, a városából. Amikor aztán bemutatta az áldozatokat, igen nagy lett az összeesküvés, s a nép egyre gyülekezett és növekedett Absalom mellett.
13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.13 Hírmondó jött ekkor Dávidhoz és azt mondta: »Teljes szívvel követi Absalomot egész Izrael.«
14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.14 Azt mondta erre Dávid a szolgáinak, akik vele voltak Jeruzsálemben: »Keljetek fel, meneküljünk, mert nem lesz menekvésünk Absalom színe elől; szaporán menjetek, hogy ha megérkezik, itt ne lepjen minket, s romlást ne zúdítson ránk, s kardélre ne hányja a várost.«
15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.15 Azt mondták erre a király szolgái neki: »Mindazt, amit urunk, a király parancsol, készséggel megtesszük, mi, szolgáid.«
16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.16 Ki is vonult a király és nyomában egész házanépe. Csak tíz mellékfeleségét hagyta hátra a király, hogy őrizzék a házat.
17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.17 Amikor aztán a király s nyomában egész Izrael kivonult, a háztól messze megállapodott,
18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.18 s valamennyi szolgája odament melléje, a keretiek és feletiek serege pedig, valamint az a hatszáz erős, harcos geti ember, aki Gátból követte nyomdokait, mind elvonult a király előtt.
19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?19 Azt mondta ekkor a király geti Ittajnak: »Miért jössz velünk? Térj csak vissza, s maradj a királynál, hiszen te idegen vagy, s csak úgy költöztél ki lakóhelyedről.
20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.20 Tegnap jöttél, s már ma kénytelen lennél velünk jönni? Én megyek, ahova mennem kell, te térj vissza, s vidd vissza testvéreidet magaddal és cselekedjen az Úr irgalmasságot és hűséget veled, amiért jóindulatot és hűséget tanúsítottál.«
21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.21 Ittaj azt felelte a királynak: »Az Úr életére s a te életedre mondom, uram király, hogy bárhol leszel, uram király, akár a halálban, akár az életben, ott lesz szolgád is.«
22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.22 Azt mondta erre Dávid Ittajnak: »Jöjj tehát, s vonulj át.« Át is vonult a geti Ittaj s minden vele levő embere, valamint az egész sokaság.
23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.23 Mindenki hangosan sírt, s átvonult az egész nép, s a király is átment a Kedron patakon, s az egész nép arra az útra tartott, amely a pusztára visz.
24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.24 Eljött Szádok pap is, s vele a leviták mind, s elhozták az Isten szövetségének ládáját, s letették az Isten ládáját – Abjatár is felment –, amíg az egész nép teljesen ki nem vonult a városból.
25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?25 Ám a király azt mondta Szádoknak: »Vidd vissza az Isten ládáját a városba: ha kegyelmet találok az Úr szemében, majd visszavisz engem, s ismét megmutatja nekem azt és hajlékát;
26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.26 ha pedig azt mondja nekem: ‘Nem tetszel,’ itt vagyok, tegye azt, ami jó előtte.«
27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?27 Majd azt mondta a király Szádok papnak: »Ó látó, térj vissza a városba békességgel, s két fiatok, Ahimaász, a te fiad és Jonatán, Abjatár fia is legyen veletek.
28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.28 Íme, én a puszta mezőin fogok lappangani, amíg hír nem jön tőletek értesítésül.«
29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.29 Erre Szádok és Abjatár visszavitték az Isten ládáját Jeruzsálembe, s ott maradtak.
30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.30 Dávid pedig felment az Olajfák hegyére, sírva ment, mezítelen lábbal s beburkolt fejjel haladt, s az egész vele levő nép is beburkolt fővel, sírva tartott felfelé.
31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.31 Hírül hozták közben Dávidnak, hogy Ahitófel is az összeesküvők között, Absalom mellett van. Azt mondta akkor Dávid: »Kérlek, Uram, hiúsítsd meg Ahitófel tanácsát.«
32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.32 Amikor aztán Dávid feljutott a hegy tetejére, ahol imádni akarta az Urat, íme, eléje jött az aráki Húszáj, megszaggatott ruhával s földdel beszórt fővel.
33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?33 Azt mondta ekkor neki Dávid: »Ha velem jössz, csak terhemre leszel,
34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?34 ha azonban visszamégy a városba, s azt mondod Absalomnak: ‘Szolgád vagyok, király, amint apád szolgája voltam, úgy leszek a te szolgád’: akkor megsemmisítheted Ahitófel tanácsát.
35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?35 Ott lesznek veled Szádok és Abjatár, a papok, s te majd jelents mindent, amit hallasz a király házából, Szádoknak és Abjatárnak, a papoknak.
36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.36 Azokkal pedig ott van két fiúk: Ahimaász, Szádok fia és Jonatán, Abjatár fia. Ezek által aztán üzenjetek meg nekem mindent, amit hallotok.«
37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.37 Elment tehát Húszáj, Dávid barátja a városba, és Absalom is bevonult Jeruzsálembe.