Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 8


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Και ενεθυμηθη ο Θεος τον Νωε, και παντα τα ζωα, και παντα τα κτηνη, τα μετ' αυτου εν τη κιβωτω? και διεβιβασεν ο Θεος ανεμον επι την γην, και τα υδατα εσταθησαν.1 OR Iddio si ricordò di Noè, e di tutte le fiere, e di tutti gli animali domestici ch’erano con lui nell’Arca; e fece passare un vento in su la terra; e le acque si posarono.
2 Και εκλεισθησαν αι πηγαι της αβυσσου, και οι καταρρακται του ουρανου, και εκρατηθη ο υετος απο των ουρανων.2 Ed essendo state le fonti dell’abisso e le cateratte del cielo serrate, e rattenuta la pioggia del cielo,
3 Και εσυροντο τα υδατα απο της γης κατα συνεχειαν? και ωλιγοστευον τα υδατα μετα τας εκατον πεντηκοντα ημερας.3 le acque andarono del continuo ritirandosi d’in su la terra. Al termine adunque di cencinquanta giorni cominciarono a scemare
4 Και εκαθισεν η κιβωτος την δεκατην εβδομην του εβδομου μηνος επι των ορεων Αραρατ.4 E, nel decimosettimo giorno del settimo mese, l’Arca si fermò sopra le montagne di Ararat.
5 Τα δε υδατα ωλιγοστευον κατα συνεχειαν εως του δεκατου μηνος? την πρωτην του δεκατου μηνος εφανησαν αι κορυφαι των ορεων.5 E le acque andarono scemando fino al decimo mese. Nel primo giorno del decimo mese, le sommità de’ monti apparvero
6 Και μετα τεσσαρακοντα ημερας ηνοιξεν ο Νωε την θυριδα της κιβωτου, την οποιαν ειχε καμει?6 E, in capo di quaranta giorni, Noè aperse la finestra dell’Arca, ch’egli avea fatta.
7 και απεστειλε τον κορακα, οστις εξελθων υπηγαινε και ηρχετο, εωσου εξηρανθησαν τα υδατα απο της γης.7 E mandò fuori il corvo, il quale usciva del continuo fuori, e tornava, fin che le acque furono asciutte d’in su la terra.
8 Και απεστειλε την περιστεραν κατοπιν αυτου, δια να ιδη αν επαυσαν τα υδατα απο προσωπου της γης?8 Poi mandò d’appresso a sè la colomba, per veder se le acque erano scemate d’in su la faccia della terra.
9 και μη ευρισκουσα η περιστερα αναπαυσιν των ποδων αυτης, επεστρεψε προς αυτον εις την κιβωτον, διοτι τα υδατα ησαν επι του προσωπου πασης της γης? και εκτεινας την χειρα αυτου, επιασεν αυτην και εισηγαγεν αυτην προς εαυτον εις την κιβωτον.9 Ma la colomba, non trovando ove posar la pianta del piè, se ne ritornò a lui dentro l’Arca; perciocchè v’erano ancora delle acque sopra la faccia di tutta la terra. Ed egli, stesa la mano, la prese, e l’accolse a sè, dentro l’Arca.
10 Και ανεμεινεν ετι αλλας επτα ημερας, και παλιν απεστειλε την περιστεραν εκ της κιβωτου?10 Ed egli aspettò sette altri giorni, e di nuovo mandò la colomba fuor dell’Arca.
11 και επεστρεψε προς αυτον η περιστερα προς το εσπερας, και ιδου, ητο εν τω στοματι αυτης φυλλον ελαιας, απεσπασμενον? και εγνωρισεν ο Νωε οτι επαυσαν τα υδατα απο της γης.11 Ed in sul tempo del vespro, la colomba ritornò a lui; ed ecco, avea nel becco una fronde spiccata di un ulivo; onde Noè conobbe che le acque erano scemate d’in su la terra.
12 Και ανεμεινεν ετι αλλας επτα ημερας, και απεστειλε την περιστεραν? και δεν επανεστρεψε πλεον προς αυτον.12 Ed egli aspettò sette altri giorni, e mandò fuori la colomba, ed essa non ritornò più a lui
13 Κατα δε το εξακοσιοστον πρωτον ετος του Νωε, την πρωτην του πρωτου μηνος, εξελιπον τα υδατα απο της γης? και εσηκωσεν ο Νωε την στεγην της κιβωτου, και ειδε, και ιδου, εξελιπε το υδωρ απο προσωπου της γης.13 E, nell’anno seicentunesimo di Noè, nel primo giorno del primo mese, le acque furono asciutte d’in su la terra. E Noè, levato il coperto dell’Arca, vide che la faccia della terra era asciutta.
14 Και την εικοστην εβδομην ημεραν του δευτερου μηνος εξηρανθη η γη?14 E, nel ventisettesimo giorno del secondo mese, la terra era tutta asciutta
15 και ελαλησεν ο Θεος προς τον Νωε, λεγων,15 E Iddio parlò a Noè, dicendo:
16 Εξελθε εκ της κιβωτου, συ, και η γυνη σου, και οι υιοι σου, και αι γυναικες των υιων σου μετα σου?16 Esci fuor dell’Arca, tu, e la tua moglie, ed i tuoi figliuoli, e le mogli de’ tuoi figliuoli teco.
17 παντα τα ζωα τα μετα σου, απο πασης σαρκος, και πτηνα και κτηνη και παν ερπετον ερπον επι της γης, εξαγαγε μετα σου, και ας πολυπλασιασθωσιν επι της γης, και ας αυξηνθωσι και ας πληθυνθωσιν επι της γης.17 Fa uscir fuori teco tutti gli animali che son teco, di qualunque carne, degli uccelli, delle bestie, e di tutti i rettili che serpono sopra la terra; e lascia che scorrano per la terra, e figlino, e moltiplichino in su la terra.
18 Και εξηλθεν ο Νωε, και οι υιοι αυτου, και η γυνη αυτου, και αι γυναικες των υιων αυτου μετ' αυτου?18 E Noè uscì fuori, co’ suoi figliuoli, e con la sua moglie, e con le mogli de’ suoi figliuoli.
19 παντα τα ζωα, παντα τα ερπετα και παντα τα πτηνα, παν ο, τι κινειται επι της γης, κατα τα ειδη αυτων, εξηλθον εκ της κιβωτου.19 Tutte le bestie ancora, e tutti i rettili, e tutti gli uccelli, e tutti gli animali che si muovono sopra la terra, secondo le lor generazioni, uscirono fuor dell’Arca
20 Και ωκοδομησεν ο Νωε θυσιαστηριον εις τον Κυριον? και ελαβεν απο παντος κτηνους καθαρου, και απο παντος πτηνου καθαρου, και προσεφερεν ολοκαυτωματα επι του θυσιαστηριου.20 E Noè edificò un altare al Signore; e prese d’ogni specie di animali mondi, e d’ogni specie di uccelli mondi, ed offerse olocausti sopra l’altare.
21 Και ωσφρανθη Κυριος οσμην ευωδιας? και ειπε Κυριος εν τη καρδια αυτου, Δεν θελω καταρασθη πλεον την γην εξ αιτιας του ανθρωπου? διοτι ο λογισμος της καρδιας του ανθρωπου ειναι κακος εκ νηπιοτητος αυτου? ουδε θελω παταξει πλεον παντα τα ζωντα, καθως εκαμον?21 E il Signore odorò un odor soave; e disse nel cuor suo: Io non maledirò più la terra per l’uomo; conciossiachè l’immaginazione del cuor dell’uomo sia malvagia fin dalla sua fanciullezza; e non percoterò più ogni cosa vivente, come ho fatto.
22 εν οσω μενει γη, σπορα και θερισμος, και ψυχος και καυμα, και θερος και χειμων, και ημερα και νυξ, δεν θελουσι παυσει.22 Da ora innanzi, quanto durerà la terra, sementa e ricolta, freddo e caldo, state e verno, giorno e notte giammai non cesseranno