Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 38


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και κατ' εκεινον τον καιρον κατεβη ο Ιουδας απο των αδελφων αυτου και ετραπη προς ανθρωπον τινα Οδολλαμιτην ονομαζομενον Ειρα.1 Dans ce temps-là Juda se sépara de ses frères et se rendit chez un certain Hira d’Adoullam.
2 Και ειδεν εκει ο Ιουδας την θυγατερα τινος Χαναναιου, ονομαζομενου Σουα? και ελαβεν αυτην και εισηλθε προς αυτην.2 Là il fit connaissance de la fille d’un Cananéen nommé Choua, il l’épousa et s’unit à elle.
3 Η δε συνελαβε, και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ηρ.3 Elle devint enceinte et donna le jour à un fils qu’elle appela Er.
4 Συνελαβε δε παλιν και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Αυναν.4 De nouveau elle fut enceinte et donna le jour à un fils qu’elle appela Onan.
5 Εγεννησε δε παλιν και αλλον υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηλα? ητο δε ο Ιουδας εν Χασβι, οτε εγεννησε τουτον.5 Plus tard elle donna encore le jour à un fils qu’elle appela Chéla. Elle le mit au monde à Kézib.
6 Και ελαβεν ο Ιουδας γυναικα εις τον Ηρ τον πρωτοτοκον αυτου, ονομαζομενην Θαμαρ.6 Juda prit pour son premier-né Er une femme du nom de Tamar.
7 Ο Ηρ δε ο πρωτοτοκος του Ιουδα εσταθη κακος εμπροσθεν του Κυριου? και εθανατωσεν αυτον ο Κυριος.7 Mais Er, le premier-né de Juda, déplut à Yahvé et Yahvé le fit mourir.
8 Ειπε δε ο Ιουδας προς τον Αυναν? εισελθε προς την γυναικα του αδελφου σου, και νυμφευθητι αυτην, και αναστησον σπερμα εις τον αδελφον σου.8 Juda dit alors à Onan: “Va vers la femme de ton frère et remplis envers elle ton devoir de beau-frère: donne un descendant à ton frère.”
9 Αλλ' ο Αυναν ηξευρεν, οτι το σπερμα δεν ηθελεν εισθαι ιδικον του? δια τουτο, οτε εισηρχετο προς την γυναικα του αδελφου αυτου, εξεχυνεν επι την γην, δια να μη δωση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.9 Mais Onan savait que cet enfant ne serait pas pour lui, aussi, quand il s’unissait à la femme de son frère, il se retirait et se souillait à terre pour ne pas donner de descendance à son frère.
10 Και τουτο το οποιον επραττεν εφανη κακον εμπροσθεν του Κυριου? οθεν εθανατωσε και τουτον.10 En agissant ainsi il déplut à Yahvé qui le fit mourir lui aussi.
11 Και ειπεν ο Ιουδας προς την Θαμαρ την νυμφην αυτου, Καθου χηρα εν τω οικω του πατρος σου, εωσου Σηλα ο υιος μου γεινη μεγαλος? διοτι ελεγε, Μηπως αποθανη και ουτος, καθως οι αδελφοι αυτου. Υπηγε λοιπον η Θαμαρ και κατωκησεν εν τω οικω του πατρος αυτης.11 Alors Juda dit à sa belle-fille Tamar: “Retourne vivre chez ton père comme une veuve, le temps que mon fils Chéla ait grandi.” Il se disait en effet: “Je ne veux pas que celui-ci meure comme ses frères.” Tamar s’en retourna donc chez son père.
12 Και μετα πολλας ημερας απεθανεν η θυγατηρ του Σουα, η γυνη του Ιουδα? και αφου παρηγορηθη ο Ιουδας, ανεβη προς τους κουρευτας των προβατων αυτου εις Θαμνα, αυτος και ο φιλος αυτου Ειρα ο Οδολλαμιτης.12 Après de longs jours, la femme de Juda, fille de Choua, mourut. Les jours de deuil étant passés, Juda monta à Timna avec Hira, son ami d’Adoullam, pour voir ses tondeurs de brebis.
13 Και ανηγγειλαν προς την Θαμαρ, λεγοντες, Ιδου, ο πενθερος σου αναβαινει εις Θαμνα δια να κουρευση τα προβατα αυτου.13 On l’annonça à Tamar: “Voici que ton beau-père monte à Timna pour tondre son petit bétail.”
14 Η δε απεκδυθεισα τα ενδυματα της χηρειας αυτης, εσκεπασθη με καλυμμα και περιετυλιχθη και εκαθισε κατα την διοδον την εν τη οδω της Θαμνα? διοτι ειδεν οτι εγεινε μεγαλος ο Σηλα, και αυτη δεν εδοθη εις αυτον δια γυναικα.14 Aussitôt elle ôta ses habits de veuve, se couvrit d’un voile et, ainsi voilée, elle s’assit à l’entrée d’Énayim sur la route de Timna. C’est que Tamar voyait qu’on ne lui avait pas donné Chéla qui pourtant avait grandi.
15 Και οτε ειδεν αυτην ο Ιουδας, ενομισεν αυτην πορνην? διοτι ειχε κεκαλυμμενον το προσωπον αυτης.15 Quand Juda la vit avec son visage voilé, il la prit pour une prostituée.
16 Και κατα την οδον ετραπη προς αυτην, και ειπεν, Αφες με, παρακαλω, να εισελθω προς σε? διοτι δεν εγνωρισεν οτι ητο η νυμφη αυτου. Η δε ειπε, Τι θελεις μοι δωσει, δια να εισελθης προς εμε;16 Ne sachant pas que c’était sa belle-fille, il s’approcha d’elle sur la route et lui dit: “Laisse-moi coucher avec toi.” Elle lui répondit: “Que me donneras-tu pour coucher avec moi?”
17 Ο δε ειπεν, Εγω θελω σοι στειλει εριφιον αιγων εκ του ποιμνιου. Και εκεινη ειπε, Μοι διδεις ενεχυρον, εωσου να στειλης αυτο;17 Il lui dit: “Je te donnerai un chevreau de mon troupeau.” Elle répondit: “Quel gage me donneras-tu en attendant de l’envoyer?”
18 Ο δε ειπε, Τι ενεχυρον να σοι δωσω; Και εκεινη ειπε, την σφραγιδα σου και το περιδερραιον σου και την ραβδον σου την εν τη χειρι σου. Και εδωκεν αυτα εις αυτην και εισηλθε προς αυτην, και συνελαβεν εξ αυτου.18 Juda lui dit: “Quel gage veux-tu que je te donne?” “Le sceau que tu portes au cou avec son cordon, répondit elle, ainsi que le bâton que tu as dans la main.” Il les lui donna et coucha avec elle: il la laissa enceinte.
19 Μετα ταυτα σηκωθεισα, ανεχωρησε και απεκδυθεισα το καλυμμα αυτης, ενεδυθη τα ενδυματα της χηρειας αυτης.19 Quand elle s’en retourna, elle ôta son voile et reprit ses habits de veuve.
20 Ο δε Ιουδας εστειλε το εριφιον των αιγων δια χειρος του φιλου αυτου του Οδολλαμιτου, δια να παραλαβη το ενεχυρον εκ της χειρος της γυναικος? πλην δεν ευρηκεν αυτην?20 Juda envoya le chevreau par son ami d’Adoullam afin de reprendre les gages de la main de la femme, mais celui-ci ne la trouva pas.
21 και ηρωτησε τους ανθρωπους του τοπου αυτης, λεγων, Που ειναι η πορνη, ητις ητο κατα την διοδον επι της οδου; οι δε ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.21 Il interrogea les gens de l’endroit: “Où est la prostituée qu’on voyait sur la route à Énayim?” Ils répondirent: “Il n’y a jamais eu de prostituée ici!”
22 Και επεστρεψε προς τον Ιουδαν και ειπε, Δεν ευρηκα αυτην? μαλιστα οι ανθρωποι του τοπου ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.22 Il revint donc vers Juda et lui dit: “Je ne l’ai pas trouvée, et même les gens de l’endroit m’ont dit: Il n’y a jamais eu de prostituée ici.”
23 Και ειπεν ο Ιουδας, Ας εχη αυτα, δια να μη γεινωμεν ονειδος? ιδου, εγω εστειλα το εριφιον τουτο, συ ομως δεν ευρηκας αυτην.23 Juda lui répondit: “Qu’elle garde tout pour elle, cela vaut mieux pour nous que d’être tournés en ridicule. Tu ne l’as peut-être pas trouvée, mais moi, j’ai bien envoyé le chevreau!”
24 Και μετα τρεις μηνας περιπου, ανηγγειλαν προς τον Ιουδαν, λεγοντες, Θαμαρ η νυμφη σου επορνευθη, και μαλιστα, ιδου, ειναι εγκυος εκ πορνειας. Και ειπεν ο Ιουδας, Φερετε αυτην εξω και ας κατακαυθη.24 Or voici que trois mois plus tard on avertit Juda: “Ta belle-fille Tamar s’est prostituée; la voilà même enceinte à la suite de sa prostitution.” Juda répondit: “Faites-la sortir et qu’elle soit brûlée!”
25 Και οτε εφερετο εξω, απεστειλε προς τον πενθερον αυτης, λεγουσα, Εκ του ανθρωπου, του οποιου ειναι ταυτα, ειμαι εγγυος? και ειπεν ετι, Γνωρισον, παρακαλω, τινος ειναι η σφραγις και το περιδερραιον, και η ραβδος αυτη.25 Comme on l’emmenait, elle envoya dire à son beau-père: “Je suis enceinte de l’homme à qui appartiennent ces objets. Reconnais à qui appartiennent ce sceau et son cordon ainsi que ce bâton.”
26 Και ο Ιουδας εγνωρισεν αυτα? και ειπεν, Αυτη ειναι δικαιοτερα εμου, διοτι δεν εδωκα αυτην εις τον Σηλα τον υιον μου. Και ετι πλεον δεν εγνωρισεν αυτην.26 Juda les reconnut et dit: “Elle est plus juste que moi, car je ne lui ai pas donné mon fils Chéla.” Mais ensuite il n’eut plus de rapports avec elle.
27 Και καθ' ον καιρον εμελλε να γεννηση, ιδου, διδυμα εν τη κοιλια αυτης.27 Quand arriva le temps où elle devait accoucher, il y avait deux jumeaux dans son ventre.
28 Και ενω εγεννα, το εν επροβαλεν εξω την χειρα? και η μαια λαβουσα, εδεσεν επι την χειρα αυτου νημα κοκκινον, λεγουσα, Ουτος εξηλθε πρωτος.28 Tandis qu’elle accouchait, l’un d’eux sortit une main; l’accoucheuse la prit et y attacha un fil de couleur rouge en disant: “Celui-ci est sorti le premier.”
29 Και καθως εσυρεν οπισω την χειρα αυτου, ιδου, εξηλθεν ο αδελφος αυτου? και αυτη ειπε, Ποιον χαλασμον εκαμες; επι σε ας ηναι ο χαλασμος? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Φαρες.29 Mais il rentra sa main et c’est son frère qui sortit. Elle dit alors: “Quelle brèche tu as faite!” Et l’on donna à l’enfant le nom de Pérès.
30 Και επειτα εξηλθεν ο αδελφος αυτου, οστις ειχε το κοκκινον νημα επι την χειρα αυτου? και εκαλεσθη το ονομα αυτου Ζαρα.30 Ensuite sortit son frère qui avait à sa main le fil rouge; on lui donna le nom de Zérah.