Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 27


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και αφου εγηρασεν ο Ισαακ, και οι οφθαλμοι αυτου ημβλυνθησαν, ωστε δεν εβλεπεν, εκαλεσεν Ησαυ τον υιον αυτου τον μεγαλητερον, και ειπε προς αυτον, Υιε μου. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.1 Isaac était âgé et ses yeux étaient si affaiblis qu’il ne voyait plus. Il appela Ésaü, son fils aîné, et lui dit: “Mon fils!” Celui-ci répondit: “Me voici.”
2 Και εκεινος ειπεν, Ιδου, τωρα, εγω εγηρασα? δεν γνωριζω την ημεραν του θανατου μου?2 Isaac dit: “Je suis devenu vieux, et je ne peux pas dire le jour de ma mort.
3 λαβε λοιπον, παρακαλω, τα οπλα σου, την φαρετραν σου και το τοξον σου, και εξελθε εις την πεδιαδα και κυνηγησον μοι κυνηγιον?3 Aussi tu vas prendre tes armes, tes flèches et ton arc, et tu vas sortir dans la campagne pour me rapporter du gibier.
4 και καμε μοι εδεσματα καθως αγαπω, και φερε μοι να φαγω, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου πριν αποθανω.4 Tu me le prépareras comme je l’aime, tu me l’apporteras pour que je le mange et je te bénirai avant de mourir.”
5 Η δε Ρεβεκκα ηκουσεν ενω ελαλει ο Ισαακ προς Ησαυ τον υιον αυτου. Και υπηγεν ο Ησαυ εις την πεδιαδα δια να κυνηγηση κυνηγιον και να φερη αυτο.5 Rébecca écoutait les paroles d’Isaac à son fils Ésaü. Quand Ésaü partit dans la campagne pour chasser et rapporter du gibier,
6 Και η Ρεβεκκα ελαλησε προς Ιακωβ τον υιον αυτης, λεγουσα, Ιδου, εγω ηκουσα τον πατερα σου λαλουντα προς Ησαυ τον αδελφον και λεγοντα,6 Rébecca dit à son fils Jacob: “Ton père a parlé à ton frère Ésaü, et j’ai tout entendu. Il lui a dit:
7 Φερε μοι κυνηγιον και καμε μοι εδεσματα, δια να φαγω, και να σε ευλογησω ενωπιον του Κυριου πριν αποθανω.7 ‘Apporte-moi du gibier, tu le prépareras, j’en mangerai et je te bénirai devant Yahvé avant de mourir.’
8 Τωρα λοιπον, υιε μου, ακουσον την φωνην μου εις οσα εγω σοι παραγγελλω?8 Maintenant mon fils, écoute-moi et fais ce que je te dis.
9 υπαγε τωρα εις το ποιμνιον, και λαβε μοι εκειθεν δυο καλα εριφια εξ αιγων? δια να καμω αυτα εδεσματα δια τον πατερα σου, καθως αγαπα?9 Va-t’en au troupeau; tu prendras deux beaux chevreaux et j’en ferai pour ton père un repas comme il aime.
10 και θελεις φερει αυτα προς τον πατερα σου να φαγη, δια σε ευλογηση πριν αποθανη.10 Tu le lui porteras, il en mangera et il te bénira avant de mourir.”
11 Και ειπεν ο Ιακωβ προς Ρεβεκκαν την μητερα αυτου, Ιδου, ο Ησαυ ο αδελφος μου ειναι ανηρ δασυτριχος, εγω δε ανηρ ατριχος?11 Jacob répondit à sa mère Rébecca: “Mais mon frère Ésaü est un homme velu, et moi je n’ai pas de poil!
12 ισως με ψηλαφηση ο πατηρ μου, και θελω φανη εις αυτον ως απατεων, και θελω συρει επ' εμαυτον καταραν και ουχι ευλογιαν.12 Si mon père me touche, il verra que je suis un malhonnête, et je m’attirerai une malédiction, non une bénédiction.”
13 Ειπε δε προς αυτον η μητηρ αυτου, Επ' εμε η καταρα σου, τεκνον μου? μονον υπακουσον εις την φωνην μου και υπαγε, φερε μοι αυτα.13 Mais sa mère lui dit: “La malédiction sera pour moi, mon fils. Écoute seulement ce que je te dis, et va chercher les deux chevreaux.”
14 Και υπηγε, και ελαβε, και εφερεν αυτα προς την μητερα αυτου? και εκαμεν η μητηρ αυτου εδεσματα καθως ηγαπα ο πατηρ αυτου.14 Il alla donc les prendre au troupeau et les apporta à sa mère, laquelle prépara un repas comme l’aimait son père.
15 Και λαβουσα η Ρεβεκκα τα καλητερα φορεματα Ησαυ του μεγαλητερου υιου αυτης, τα οποια ειχεν εν τη οικια, ενεδυσε με αυτα Ιακωβ, τον υιον αυτης τον νεωτερον?15 Rébecca prit alors les meilleurs habits de son fils aîné Ésaü, et de ces habits qu’elle gardait dans la maison, elle habilla son plus jeune fils Jacob.
16 και με τα δερματα των εριφιων εσκεπασε τας χειρας αυτου, και τα γυμνα του τραχηλου αυτου?16 Puis elle lui recouvrit les mains et la partie sans poil de son cou avec les peaux des chevreaux.
17 και εδωκεν εις τας χειρας Ιακωβ του υιου αυτης τα εδεσματα και τον αρτον, τα οποια ητοιμασε.17 Elle mit ensuite dans les mains de son fils Jacob le repas et le pain qu’elle avait préparés.
18 Και ηλθε προς τον πατερα αυτου? και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω? τις εισαι, τεκνον μου;18 Jacob s’approcha de son père et lui dit: “Mon père!” Il répondit: “Je suis là. Qui es-tu mon fils?”
19 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον πατερα αυτου, Εγω ειμαι Ησαυ ο πρωτοτοκος σου? εκαμα καθως μοι ειπας, σηκωθητι λοιπον, καθισον και φαγε εκ του κυνηγιου μου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.19 Jacob dit à son père: “Je suis Ésaü, ton premier-né. J’ai fait comme tu me l’as demandé. Mange donc de mon gibier, et tu me béniras.”
20 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον υιον αυτου, Ποθεν τουτο, τεκνον μου, οτι ευρηκας τοσον ταχεως; Ο δε ειπε, Διοτι Κυριος ο Θεος σου εφερεν αυτο εμπροσθεν μου.20 Isaac dit à son fils: “Tu as trouvé bien vite, mon fils!” Il répondit: “C’est que Yahvé ton Dieu m’a fait faire une bonne rencontre.”
21 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον Ιακωβ, Πλησιασον, τεκνον μου, δια να σε ψηλαφησω, αν συ ησαι αυτος ο υιος Ησαυ, η ουχι.21 Isaac dit à Jacob: “Avance-toi donc que je te touche, mon fils, pour savoir si c’est toi mon fils Ésaü, ou non.”
22 Και επλησιασεν ο Ιακωβ εις τον Ισαακ τον πατερα αυτου? ο δε εψηλαφησεν αυτον, και ειπεν, Η μεν φωνη ειναι φωνη Ιακωβ, αι δε χειρες, χειρες Ησαυ.22 Jacob s’avança vers son père Isaac. Celui-ci le toucha et dit: “La voix est la voix de Jacob, mais les mains sont les mains d’Ésaü.”
23 Και δεν εγνωρισεν αυτον, διοτι αι χειρες αυτου ησαν ως αι χειρες Ησαυ αδελφου αυτου, δασυτριχοι και ευλογησεν αυτον.23 Il ne le reconnut pas avec ses mains velues comme les mains de son frère Ésaü, de sorte qu’il le bénit.
24 Και ειπε, Συ εισαι αυτος ο υιος μου Ησαυ; Ο δε ειπεν, Εγω.24 Il lui demanda: “C’est bien toi, mon fils Ésaü?” Jacob répondit: “C’est moi.”
25 Και ειπε, Φερε πλησιον μου, και θελω φαγει εκ του κυνηγιου του υιου μου, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου. Και εφερε πλησιον αυτου, και εφαγεν? εφερε δε προς αυτον οινον και επιε.25 Son père lui dit: “Sers-moi donc, je veux manger du gibier de mon fils, et ensuite je te bénirai.” Jacob servit son père, qui mangea, puis il lui apporta du vin, et il but.
26 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Πλησιασον τωρα, και φιλησον με, τεκνον μου.26 Alors son père Isaac lui dit: “Avance-toi et embrasse-moi, mon fils.”
27 Και επλησιασε, και εφιλησεν αυτον? και ωσφρανθη την οσμην των ενδυματων αυτου, και ευλογησεν αυτον και ειπεν, Ιδου, η οσμη του υιου μου ειναι ως οσμη πεδιαδος, την οποιαν ευλογησεν ο Κυριος?27 Jacob s’avança et embrassa Isaac. Celui-ci respira la bonne odeur de ses habits et il lui donna cette bénédiction: “Cette odeur de mon fils est celle d’un champ que Yahvé a béni.
28 Λοιπον ο Θεος να σοι δωση απο της δροσου του ουρανου και απο του παχους της γης και αφθονιαν σιτου και οινου?28 Que Dieu te donne la rosée du ciel et te réserve les terres grasses, qu’il te donne abondance de blé et de vin.
29 Λαοι να σε δουλευσωσι και εθνη να σε προσκυνησωσι? να ησαι κυριος των αδελφων σου, και οι υιοι της μητρος σου να σε προσκυνησωσι? κατηραμενος οστις σε καταραται, και ευλογημενος οστις σε ευλογει29 Que des peuples te servent, que des nations se prosternent devant toi. Sois le chef de famille de tes frères et que les fils de ta mère s’inclinent devant toi. Maudits soient ceux qui te maudiront, bénis soient ceux qui te béniront!”
30 Και καθως επαυσεν ο Ισαακ ευλογων τον Ιακωβ, μολις ο Ιακωβ ειχεν εξελθει απ' εμπροσθεν του πατρος αυτου Ισαακ? και ηλθεν Ησαυ ο αδελφος αυτου εκ του κυνηγιου αυτου.30 Isaac venait tout juste de bénir Jacob, et Jacob quittait à peine son père Isaac, lorsque son frère Ésaü rentra de la chasse.
31 Και εκαμε και αυτος εδεσματα και εφερε προς τον πατερα αυτου? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ας σηκωθη ο πατηρ μου, και ας φαγη εκ του κυνηγιου του υιου αυτου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.31 Il prépara lui aussi un repas et l’apporta à son père en lui disant: “Mon père, lève-toi et mange du gibier de ton fils, ensuite tu me béniras.”
32 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Τις εισαι; Ο δε ειπεν, Ειμαι ο υιος σου, ο πρωτοτοκος σου Ησαυ.32 Son père demanda: “Qui es-tu?” Il répondit: “Je suis ton fils premier-né, Ésaü.”
33 Και εξεπλαγη ο Ισαακ εκπληξιν μεγαλην σφοδρα, και ειπε, Ποιος ειναι λοιπον εκεινος, οστις εκυνηγησε κυνηγιον, και μοι εφερε και εφαγον απο παντων πριν εισελθης, και ευλογησα αυτον; και ευλογημενος θελει εισθαι.33 Isaac fut secoué d’un grand tremblement et dit: “Qui est donc celui qui a chassé du gibier et m’en a apporté? J’ai mangé de tout avant que tu n’arrives et je l’ai béni: oui, il a la bénédiction!”
34 Οτε ηκουσεν ο Ησαυ τους λογους του πατρος αυτου, ανεκραξε κραυγην μεγαλην και πικραν σφοδρα? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ευλογησον με, και εμε, πατερ μου.34 Lorsque Ésaü entendit les paroles de son père, il poussa des cris amers; il dit à son père: “Bénis-moi aussi, mon père!”
35 Ο δε ειπεν, Ηλθεν ο αδελφος σου μετα δολου, και ελαβε την ευλογιαν σου.35 Isaac lui dit: “Ton frère est venu par ruse et il a volé ta bénédiction.”
36 Και ειπεν ο Ησαυ, Δικαιως εκαλεσθη το ονομα αυτου Ιακωβ, διοτι τωρα δευτεραν ταυτην φοραν με υπεσκελισεν? ελαβε τα πρωτοτοκια μου, και ιδου, τωρα ελαβε και την ευλογιαν μου. Και ειπε, Δεν εφυλαξας δι' εμε ευλογιαν;36 Ésaü répondit: “On a eu raison de l’appeler Jacob, car il m’a supplanté par deux fois. Il m’a déjà pris mon droit d’aînesse, et maintenant il me prend la bénédiction.” Il ajouta: “Ne m’as-tu pas réservé une bénédiction?”
37 Και, απεκριθη ο Ισαακ, και ειπε προς τον Ησαυ, Ιδου, κυριον σου εκαμα αυτον, και παντας τους αδελφους αυτου εκαμα δουλους αυτου, και εστηριξα αυτον με σιτον και οινον? και τι λοιπον να καμω εις σε, τεκνον μου;37 Isaac répondit à Ésaü: “Regarde, j’ai fait de lui ton chef de famille, et je lui ai donné tous ses frères pour serviteurs. Je l’ai pourvu de blé et de vin. Que puis-je encore pour toi, mon fils?”
38 Και ειπεν ο Ησαυ προς τον πατερα αυτου, Μηπως ταυτην μονην την ευλογιαν εχεις, πατερ μου; ευλογησον με, και εμε, πατερ μου. και υψωσεν ο Ησαυ την φωνην αυτου, και εκλαυσε.38 Ésaü dit à son père: “N’aurais-tu donc qu’une seule bénédiction? Bénis-moi aussi mon père!” Ésaü pleurait, poussait des cris.
39 Και απεκριθη Ισαακ ο πατηρ αυτου, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η κατοικησις σου θελει εισθαι εις το παχος της γης, και εις την δροσον του ουρανου ανωθεν?39 Alors Isaac, son père, déclara: “Tu auras ta demeure loin des terres grasses, loin de la rosée du ciel.
40 και με την μαχαιραν σου θελεις ζη, και εις τον αδελφον σου θελεις δουλευσει, οταν δε υπερισχυσης, θελεις συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου.40 Tu vivras de ton épée et tu serviras ton frère, mais lorsque tu le voudras, tu secoueras son joug de dessus ton cou.”
41 Και εμισει ο Ησαυ τον Ιακωβ, δια την ευλογιαν με την οποιαν ευλογησεν αυτον ο πατηρ αυτου? και ειπεν ο Ησαυ εν τη καρδια αυτου, Πλησιαζουσιν αι ημεραι του πενθους του πατρος μου? τοτε θελω φονευσει Ιακωβ τον αδελφον μου.41 Ésaü maintenant détestait Jacob à cause de la bénédiction que lui avait donnée son père. Il se dit en lui-même: “On fera bientôt le deuil de mon père, alors je tuerai mon frère Jacob.”
42 Ανηγγελθησαν, δε προς την Ρεβεκκαν οι λογοι Ησαυ του υιου αυτης του μεγαλητερου? και πεμψασα εκαλεσεν Ιακωβ τον υιον αυτης τον νεωτερον, και ειπε προς αυτον, Ιδου, Ησαυ ο αδελφος σου παρηγορει εαυτον κατα σου, οτι θελει σε φονευσει.42 On rapporta à Rébecca ces paroles de son fils aîné, Ésaü. Elle envoya donc chercher Jacob, son plus jeune fils, et lui dit: “Ton frère Ésaü a décidé de se venger de toi et de te tuer.
43 Τωρα λοιπον, τεκνον μου, ακουσον την φωνην μου? και σηκωθεις, φυγε προς Λαβαν τον αδελφον μου εις Χαρραν?43 Fais donc ce que je te dis, mon fils: il te faut partir et te réfugier chez mon frère Laban à Harrân.
44 και κατοικησον μετ' αυτου ημερας τινας, εωσου παρελθη ο θυμος του αδελφου σου?44 Tu resteras chez lui quelque temps, jusqu’à ce que passe la fureur de ton frère.
45 εωσου παυση η κατα σου οργη του αδελφου σου, και λησμονηση τα οσα επραξας εις αυτον? τοτε θελω στειλει, και θελω σε φερει εκειθεν? δια τι να σας στερηθω και τους δυο εν μια ημερα;45 Quand la colère de ton frère se sera détournée de toi et qu’il aura oublié ce que tu lui as fait, je t’enverrai chercher là-bas. Pourquoi serais-je privée de vous deux en un même jour?”
46 Και ειπεν η Ρεβεκκα προς τον Ισαακ, Αηδιασα την ζωην μου εξ αιτιας των θυγατερων του Χετ? εαν ο Ιακωβ λαβη γυναικα εκ των θυγατερων του Χετ, καθως ειναι αυται εκ των θυγατερων της γης ταυτης, τι με ωφελει να ζω;46 Rébecca dit à Isaac: “Ces filles de Heth m’enlèvent le goût de vivre! Si Jacob aussi devait épouser une fille de Heth, une fille d’ici, je préférerais mourir.”