Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 18


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος εις τας δρυς Μαμβρη, ενω εκαθητο εν τη θυρα της σκηνης εις το καυμα της ημερας.1 Apparuit autem ei Dominus iuxta Quercus Mambre se denti in ostio tabernaculi sui in ipso fervore diei.
2 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε? και ιδου, τρεις ανδρες ισταμενοι εμπροσθεν αυτου? και ως ειδεν, εδραμεν εις προυπαντησιν αυτων απο της θυρας της σκηνης, και προσεκυνησεν εως εδαφους?2 Cumque elevasset oculos, apparuerunt ei tres viri stantes prope eum. Quos cum vidisset, cucurrit in occursum eorum de ostio tabernaculi et adoravit in terram
3 και ειπε, Κυριε μου, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, μη παρελθης, παρακαλω, τον δουλον σου?3 et dixit: “Domine mi, si inveni gratiam in oculis tuis, ne transeas servum tuum;
4 ας φερθη, παρακαλω, ολιγον υδωρ, και νιψατε τους ποδας σας, και αναπαυθητε υπο το δενδρον?4 afferatur pauxillum aquae, et lavate pedes vestros et requiescite sub arbore.
5 και εγω θελω φερει ολιγον αρτον, και στηριξατε την καρδιαν σας? επειτα θελετε παρελθει? επειδη δια τουτο επερασατε προς τον δουλον σας? οι δε ειπον, Καμε ουτω, καθως ειπας.5 Ponamque buccellam panis, et confortate cor vestrum, postea transibitis; idcirco enim declinastis ad servum vestrum”. Qui dixerunt: “Fac ut locutus es”.
6 Και εσπευσεν ο Αβρααμ εις την σκηνην προς την Σαρραν και ειπε, Σπευσον ζυμωσον τρια μετρα σεμιδαλεως, και καμε εγκρυφιας.6 Festinavit Abraham in tabernaculum ad Saram dixitque: “Accelera, tria sata similae commisce et fac subcinericios panes”.
7 Ο δε Αβρααμ εδραμεν εις τους βοας, και ελαβε μοσχαριον απαλον και καλον, και εδωκεν εις τον δουλον? ο δε εσπευσε να ετοιμαση αυτο?7 Ipse vero ad armentum cucurrit et tulit inde vitulum tenerrimum et optimum deditque puero; qui festinavit et coxit illum.
8 επειτα ελαβε βουτυρον και γαλα και το μοσχαριον, το οποιον ητοιμασε, και εθεσεν εμπροσθεν αυτων? αυτος δε ιστατο πλησιον αυτων υπο το δενδρον, και αυτοι εφαγον.8 Tulit quoque butyrum et lac et vitulum, quem coxerat, et posuit coram eis. Ipse vero stabat iuxta eos sub arbore; et comederunt.
9 Ειπον δε προς αυτον, Που ειναι Σαρρα η γυνη σου; Ο δε ειπεν, Ιδου, εν τη σκηνη.9 Dixeruntque ad eum: “Ubi est Sara uxor tua?”. Ille respondit: “Ecce in tabernaculo est”.
10 Και ειπεν, Εξαπαντος θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους? και ιδου, Σαρρα η γυνη σου θελει εχει υιον. Η δε Σαρρα ηκουσεν εν τη θυρα της σκηνης ητις ητο οπισθεν αυτου.10 Cui dixit: “Revertens veniam ad te tempore isto, et habebit filium Sara uxor tua”. Quo audito, Sara risit ad ostium tabernaculi, quod erat post eum.
11 Ο δε Αβρααμ και η Σαρρα ησαν γεροντες, προβεβηκοτες εις ηλικιαν? εις την Σαρραν ειχον παυσει να γινωνται τα γυναικεια.11 Erant autem ambo senes provectaeque aetatis, et desierant Sarae fieri muliebria.
12 Εγελασε δε η Σαρρα καθ' εαυτην λεγουσα, Αφου εγηρασα, θελει γεινει εις εμε ηδονη και ο κυριος μου γερων;12 Quae risit occulte dicens: “Postquam consenui, et dominus meus vetulus est, voluptas mihi erit?”.
13 Και ειπε Κυριος προς τον Αβρααμ, Δια τι εγελασεν η Σαρρα, λεγουσα, Αφου εγω εγηρασα, θελω τωοντι γεννησει;13 Dixit autem Dominus ad Abraham: “Quare risit Sara dicens: "Num vere paritura sum anus?"”.
14 ειναι τι αδυνατον εις τον Κυριον; εν τω ωρισμενω καιρω θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους, και η Σαρρα θελει εχει υιον.14 Numquid Domino est quidquam difficile? Revertar ad te hoc eodem tempore, et habebit Sara filium ”.
15 Τοτε η Σαρρα ηρνηθη λεγουσα, δεν εγελασα? διοτι εφοβηθη. Ο δε ειπεν, Ουχι, αλλ' εγελασας.15 Negavit Sara dicens: “Non risi”, timore perterrita. Ille autem dixit: “Non; sed risisti”.
16 Σηκωθεντες δε εκειθεν οι ανδρες διευθυνθησαν προς τα Σοδομα? και ο Αβρααμ επορευετο μετ' αυτων δια να συμπροπεμψη αυτους.16 Cum ergo surrexissent inde viri, direxerunt oculos contra Sodomam; et Abraham simul gradiebatur deducens eos. 
17 Και ειπε Κυριος, Θελω κρυψει εγω απο του Αβρααμ ο, τι καμνω;17 Dixitque Dominus: “Num celare potero Abraham, quae gesturus sum,
18 ο δε Αβρααμ θελει εξαπαντος γεινει εθνος μεγα και δυνατον? και θελουσιν ευλογηθη εις αυτον παντα τα εθνη της γης?18 cum futurus sit in gentem magnam ac robustissimam, et benedicendae sint in illo omnes nationes terrae?
19 επειδη γνωριζω αυτον οτι θελει διαταξει προς τους υιους αυτου και προς τον οικον αυτου, μεθ' εαυτον, και θελουσι φυλαξει την οδον του Κυριου, δια να πραττωσι δικαιοσυνην και κρισιν, ωστε να επιφερη ο Κυριος επι τον Αβρααμ τα οσα ελαλησε προς αυτον.19 Nam elegi eum, ut praecipiat filiis suis et domui suae post se, ut custodiant viam Domini et faciant iustitiam et iudicium, ut adducat Dominus super Abraham omnia, quae locutus est ad eum”.
20 Ειπε δε Κυριος, Η κραυγη των Σοδομων και των Γομορρων επληθυνε, και η αμαρτια αυτων βαρεια σφοδρα?20 Dixit itaque Dominus: “Clamor contra Sodomam et Gomorram multiplicatus est, et peccatum eorum aggravatum est nimis.
21 θελω λοιπον καταβη και θελω ιδει αν επραξαν ολοκληρως κατα την κραυγην την ερχομενην προς εμε? και θελω γνωρισει, αν ουχι.21 Descendam et videbo utrum clamorem, qui venit ad me, opere compleverint an non; sciam”.
22 Και αναχωρησαντες εκειθεν οι ανδρες υπηγον προς τα Σοδομα? ο δε Αβρααμ ιστατο ετι ενωπιον του Κυριου.22 Converteruntque se inde viri et abierunt Sodomam; Abraham vero adhuc stabat coram Domino.
23 Και πλησιασας ο Αβρααμ ειπε, Μηπως θελεις απολεσει τον δικαιον μετα του ασεβους;23 Et appropinquans ait: “Numquid vere perdes iustum cum impio?
24 εαν ηναι πεντηκοντα δικαιοι εν τη πολει, θελεις αρα γε απολεσει αυτους; και δεν ηθελες συγχωρησει εις τον τοπον δια τους πεντηκοντα δικαιους, τους εν αυτω;24 Si forte fuerint quinquaginta iusti in civitate, vere perdes et non parces loco illi propter quinquaginta iustos, si fuerint in eo?
25 μη γενοιτο ποτε συ να πραξης τοιουτον πραγμα, να θανατωσης δικαιον μετα ασεβους, και ο δικαιος να ηναι ως ο ασεβης μη γενοιτο ποτε εις σε ο κρινων πασαν την γην δεν θελει καμει κρισιν;25 Absit a te, ut rem hanc facias et occidas iustum cum impio, fiatque iustus sicut impius; absit a te. Nonne iudex universae terrae faciet iudicium?”.
26 Ειπε δε Κυριος, Εαν ευρω εν Σοδομοις πεντηκοντα δικαιους εν τη πολει, θελω συγχωρησει εις παντα τον τοπον δι' αυτους.26 Dixitque Dominus: “Si invenero Sodomae quinquaginta iustos in medio civitatis, dimittam omni loco propter eos”.
27 Και αποκριθεις ο Αβρααμ ειπεν, Ιδου, τωρα ετολμησα να ομιλησω προς τον Κυριον μου, ενω ειμαι γη και σποδος?27 Respondensque Abraham ait: “Ecce coepi loqui ad Dominum meum, cum sim pulvis et cinis.
28 εαν λειψωσι πεντε εκ των πεντηκοντα δικαιων, θελεις απολεσει πασαν την πολιν εξ αιτιας των πεντε; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην εαν ευρω εκει τεσσαρακοντα πεντε.28 Quid, si forte minus quinquaginta iustis quinque fuerint? Delebis propter quinque universam urbem?”. Et ait: “Non delebo, si invenero ibi quadraginta quinque”.
29 Και προσεθεσεν ετι ο Αβρααμ να λαληση προς αυτον, και ειπεν, Εαν ευρεθωσιν εκει τεσσαρακοντα; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των τεσσαρακοντα.29 Rursumque locutus est ad eum: “Si forte inventi fuerint ibi quadraginta?”. Ait: “Non percutiam propter quadraginta”. 
30 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ας μη παροξυνθη ο Κυριος μου εαν ετι λαλησω? εαν ευρεθωσιν εκει τριακοντα; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην εαν ευρω εκει τριακοντα.30 “Ne, quaeso, inquit, indignetur Dominus meus, si loquar. Si forte ibi inventi fuerint triginta?”. Respondit: “Non faciam, si invenero ibi triginta”. 
31 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ιδου, τωρα ετολμησα να λαλησω προς τον Κυριον μου? εαν ευρεθωσιν εκει εικοσι; και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των εικοσι.31 “Ecce, ait, coepi loqui ad Dominum meum. Si forte inventi fuerint ibi viginti? ”. Dixit: “Non interficiam propter viginti”. 
32 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ας μη παροξυνθη ο Κυριος μου, εαν λαλησω ετι απαξ? εαν ευρεθωσιν εκει δεκα; και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των δεκα.32 “Obsecro, inquit, ne irascatur Dominus meus, si loquar adhuc semel. Si forte inventi fuerint ibi decem?”. Dixit: “Non delebo propter decem”.
33 Και ανεχωρησεν ο Κυριος, αφου επαυσε να λαλη προς τον Αβρααμ? και ο Αβρααμ επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.33 Abiit Dominus, postquam cessavit loqui ad Abraham; et ille reversus est in locum suum.