Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 26


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR gli Zifei vennero a Saulle, in Ghibea, dicendo: Davide non si tiene egli nascosto nel colle di Hachila, a fronte al deserto?1 Ηλθον δε οι Ζιφαιοι προς τον Σαουλ εις Γαβαα, λεγοντες, Δεν κρυπτεται ο Δαβιδ εν τω βουνω Εχελα απεναντι Γεσιμων;
2 E Saulle si levò su, e scese nel deserto di Zif, avendo seco tremila uomini scelti d’Israele, per cercar Davide nel deserto di Zif.2 Και εσηκωθη ο Σαουλ και κατεβη εις την ερημον Ζιφ, εχων μεθ' εαυτου τρεις χιλιαδας ανδρων εκλεκτων εκ του Ισραηλ, δια να ζητη τον Δαβιδ εν τη ερημω Ζιφ.
3 E Saulle si accampò nel colle di Hachila, ch’è a fronte al deserto, in su la via. E Davide, dimorando nel deserto, si avvide che Saulle veniva nel deserto per perseguitarlo;3 Και εστρατοπεδευσεν ο Σαουλ επι του βουνου Εχελα, του απεναντι Γεσιμων, πλησιον της οδου. Ο δε Δαβιδ εκαθητο εν τη ερημω και ειδεν οτι ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν αυτου εις την ερημον.
4 e mandò delle spie, e seppe per certo che Saulle era venuto.4 Οθεν απεστειλεν ο Δαβιδ κατασκοπους και εμαθεν οτι ο Σαουλ ηλθε τωοντι.
5 Allora Davide si levò, e venne al luogo dove Saulle era accampato, e vide il luogo dove giaceva Saulle, ed Abner, figliuolo di Ner, capo dell’esercito di esso. Or Saulle giaceva dentro al recinto, e il popolo era accampato d’intorno a lui5 Και σηκωθεις ο Δαβιδ ηλθεν εις τον τοπον οπου ο Σαουλ ειχε στρατοπεδευσει? και παρετηρησεν ο Δαβιδ τον τοπον οπου εκοιματο ο Σαουλ, και Αβενηρ ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος αυτου? εκοιματο δε ο Σαουλ εντος του περιβολου, και ο λαος ητο εστρατοπεδευμενος κυκλω αυτου.
6 E Davide fece motto ad Abimelec Hitteo, e ad Abisai, figliuolo di Seruia, fratello di Ioab, dicendo: Chi scenderà meco a Saulle, nel campo?6 Τοτε ελαλησεν ο Δαβιδ και ειπε προς τον Αχιμελεχ τον Χετταιον και προς τον Αβισαι τον υιον της Σερουιας, αδελφον του Ιωαβ, λεγων, Τις θελει καταβη μετ' εμου προς τον Σαουλ εις το στρατοπεδον; Και ειπεν ο Αβισαι, Εγω θελω καταβη μετα σου.
7 E Abisai disse: Io scenderò teco. Davide adunque, ed Abisai, vennero di notte al popolo. Ed ecco, Saulle giaceva dormendo dentro al recinto, e la sua lancia era fitta in terra presso a lui dal capo; ed Abner e il popolo giacevano d’intorno a lui.7 Ηλθον λοιπον ο Δαβιδ και ο Αβισαι δια νυκτος προς τον λαον? και ιδου, ο Σαουλ εκειτο κοιμωμενος εντος του περιβολου, και το δορυ αυτου εμπεπηγμενον εις την γην προς την κεφαλην αυτου? ο δε Αβενηρ και ο λαος εκοιμωντο κυκλω αυτου.
8 Allora Abisai disse a Davide: Oggi ti ha Iddio messo il tuo nemico nelle mani; ora dunque lascia, ti prego, che io lo conficchi in terra con la lancia d’un sol colpo, e non raddoppierò il colpo.8 Τοτε ειπεν ο Αβισαι προς τον Δαβιδ, Ο Θεος απεκλεισε σημερον εις την χειρα σου τον εχθρον σου? τωρα λοιπον ας παταξω αυτον δια του δορατος εως της γης δια μιας? και δεν θελω δευτερωσει επ' αυτον.
9 Ma Davide disse ad Abisai: Non ammazzarlo; perciocchè, chi sarà innocente, avendo messa la mano addosso all’Unto del Signore?9 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε προς τον Αβισαι, Μη θανατωσης αυτον? διοτι τις επιβαλων την χειρα αυτου επι τον κεχρισμενον του Κυριου θελει εισθαι αθωος;
10 Davide disse ancora: Come il Signore vive, io nol farò; anzi, o il Signore lo percoterà; ovvero, il suo giorno verrà, e morrà; ovvero, scenderà in battaglia, e perirà.10 Ειπε μαλιστα ο Δαβιδ, Ζη Κυριος, ο Κυριος θελει παταξει αυτον? η η ημερα αυτου θελει ελθει, και θελει αποθανει? θελει καταβη εις πολεμον και θανατωθη?
11 Tolga il Signore da me che io metta la mano addosso all’Unto del Signore; ma ora prendi, ti prego, questa lancia ch’è presso a lui dal capo, e il vaso dell’acqua, e andiamocene.11 μη γενοιτο εις εμε παρα Κυριου, να επιβαλω την χειρα μου επι τον κεχρισμενον του Κυριου? λαβε ομως τωρα, παρακαλω, το δορυ το προς την κεφαλην αυτου και το αγγειον του υδατος, και ας αναχωρησωμεν.
12 Davide adunque prese la lancia, e il vaso dell’acqua, che era presso a Saulle dal capo di esso; poi se ne andarono amendue; e niuno il vide, e niuno lo scorse, e niuno si risvegliò; perciocchè tutti dormivano; perchè era loro caduto addosso un profondo sonno mandato dal Signore12 Ελαβε λοιπον ο Δαβιδ το δορυ και το αγγειον του υδατος απο πλησιον της κεφαλης του Σαουλ? και ανεχωρησαν, και ουδεις ειδε και ουδεις ενοησε και ουδεις εξυπνησε? διοτι παντες εκοιμωντο, επειδη βαθυς υπνος παρα Κυριου επεσεν επ' αυτους.
13 E Davide passò all’altro lato, e si fermò in su la sommità del monte da lungi, talchè vi era un grande spazio fra lui e il campo di Saulle.13 Τοτε διεβη ο Δαβιδ εις το περαν και εσταθη επι της κορυφης του ορους μακροθεν? ητο δε πολυ αποστασις μεταξυ αυτων.
14 E gridò al popolo e ad Abner, figliuolo di Ner, dicendo: Non rispondi, Abner? E Abner rispose, e disse: Chi sei tu, che gridi al re?14 Και εβοησεν ο Δαβιδ προς τον λαον και προς τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, λεγων, Δεν αποκρινεσαι, Αβενηρ; Και απεκριθη ο Αβενηρ και ειπε, Τις εισαι συ, οστις βοας προς τον βασιλεα;
15 E Davide disse ad Abner: Non sei tu un valent’uomo? e chi è pari a te in Israele? perchè dunque non hai tu guardato il re, tuo signore? perciocchè alcuno del popolo è venuto per ammazzare il re, tuo signore.15 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβενηρ, Δεν εισαι ανηρ συ; και τις ομοιος σου μεταξυ του Ισραηλ; δια τι λοιπον δεν φυλαττεις τον κυριον σου τον βασιλεα; διοτι εισηλθε τις εκ του λαου δια να θανατωση τον βασιλεα τον κυριον σου?
16 Questo che tu hai fatto non istà bene; come il Signore vive, voi siete degni di morte; conciossiachè voi non abbiate fatta buona guardia al vostro signore, all’Unto del Signore. Vedi pure ora, dove è la lancia del re, e il vaso dell’acqua ch’era presso a lui dal capo?16 δεν ειναι καλον το πραγμα τουτο, το οποιον επραξας? ζη Κυριος, σεις εισθε αξιοι θανατου, επειδη δε εφυλαξατε τον κυριον σας, τον κεχρισμενον του Κυριου. Και τωρα, ιδετε που ειναι το δορυ του βασιλεως και το αγγειον του υδατος? το προς την κεφαλην αυτου.
17 E Saulle riconobbe la voce di Davide, e disse: È questa la tua voce, figliuol mio Davide? E Davide rispose: Sì, o re, mio signore, è la mia voce.17 Και εγνωρισεν ο Σαουλ την φωνην του Δαβιδ και ειπεν, Η φωνη σου ειναι, τεκνον μου Δαβιδ; Και ο Δαβιδ ειπεν, Η φωνη μου, κυριε μου βασιλευ.
18 Poi disse: Perchè perseguita il mio signore il suo servitore? perciocchè, che ho io fatto? e qual male vi è egli nella mia mano?18 Και ειπε, Δια τι ο κυριος μου καταδιωκει ουτως οπισω του δουλου αυτου; διοτι τι επραξα; η τι κακον ειναι εν τη χειρι μου;
19 Ora dunque, ascolti pure il re, mio signore, le parole del suo servitore. Se pure il Signore è quello che t’incita contro a me, siagli la tua offerta accettevole; ma, se sono gli uomini, sieno essi maledetti davanti al Signore; conciossiachè essi mi abbiano oggi scacciato, acciocchè io non mi tenga congiunto con l’eredità del Signore, dicendo: Va’, servi ad altri dii.19 τωρα λοιπον ας ακουση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς τους λογους του δουλου αυτου? εαν ο Κυριος σε διηγειρεν εναντιον μου, ας δεχθη θυσιαν? αλλ' εαν υιοι ανθρωπων, ουτοι ας ηναι επικαταρατοι ενωπιον του Κυριου? διοτι με εξεβαλον την σημερον απο του να κατοικω εν τη κληρονομια του Κυριου, λεγοντες, Υπαγε, λατρευε αλλους Θεους?
20 Ma ora non caggia il mio sangue in terra senza che il Signore vegga; conciossiachè il re d’Israele sia uscito per cercare una pulce, come se perseguitasse una pernice su per li monti20 τωρα λοιπον, ας μη πεση το αιμα μου εις την γην ενωπιον του Κυριου? διοτι εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ να ζητηση ενα ψυλλον, ως οταν καταδιωκη τις περδικα εις τα ορη.
21 Allora Saulle disse: Io ho peccato; ritornatene, figliuol mio Davide; perciocchè io non ti farò più male alcuno, poichè l’anima mia ti è oggi stata preziosa; ecco, io ho follemente fatto, ed ho molto gravemente errato.21 Και ειπεν ο Σαουλ, Ημαρτησα? επιστρεψον, τεκνον μου Δαβιδ? διοτι δεν θελω σε κακοποιησει πλεον, επειδη η ψυχη μου εσταθη σημερον πολυτιμος εις τους οφθαλμους σου? ιδου, επραξα αφρονως και επλανηθην σφοδρα.
22 E Davide rispose, e disse: Ecco la lancia del re; passi qua uno de’ fanti, e piglila.22 Και απεκριθη ο Δαβιδ και ειπεν, Ιδου, το δορυ του βασιλεως? και ας καταβη εις εκ των νεων και ας λαβη αυτο.
23 E renda il Signore a ciascuno secondo la sua giustizia e la sua lealtà; conciossiachè il Signore ti avesse oggi messo nelle mie mani, e pure io non ho voluto metter la mano sopra l’Unto del Signore.23 ο δε Κυριος ας αποδωση εις εκαστον κατα την δικαιοσυνην αυτου και κατα την πιστιν αυτου? διοτι σε παρεδωκεν ο Κυριος σημερον εις την χειρα μου, πλην εγω δεν ηθελησα να επιβαλω την χειρα μου επι τον κεχρισμενον του Κυριου.
24 Or ecco, siccome la vita tua è stata oggi in grande stima appo me, così sarà la vita mia in grande stima appo il Signore, ed egli mi riscoterà d’ogni tribolazione.24 ιδου λοιπον, καθως η ζωη σου εσταθη σημερον πολυτιμος εις τους οφθαλμους μου, ουτως η ζωη μου ας σταθη πολυτιμος εις τους οφθαλμους του Κυριου, και ας με ελευθερωση εκ πασων των θλιψεων.
25 E Saulle disse a Davide: Benedetto sii tu, figliuol mio Davide: per certo tu verrai a capo de’ fatti tuoi, ed anche vincerai. Poi Davide se ne andò a suo cammino, e Saulle ritornò al suo luogo25 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Ευλογημενος να ησαι, τεκνον μου Δαβιδ? βεβαιως θελεις κατορθωσει μεγαλα και θελεις βεβαιως υπερισχυσει. Και ο μεν Δαβιδ απηλθεν εις την οδον αυτου, ο δε Σαουλ επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.