Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Giudici 7


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 IERUBBAAL adunque che è Gedeone, levatosi la mattina, con tutta la gente ch’era con lui, si accampò con essa presso alla fonte di Harod; e il campo de Madianiti gli era dal Settentrione, verso il colle di More, nella valle.1 Τοτε ο Ιεροβααλ, οστις ειναι ο Γεδεων, εξηγερθη πρωι, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, και εστρατοπεδευσαν πλησιον της πηγης Αρωδ? το δε στρατοπεδον των Μαδιανιτων ητο κατα το βορειον αυτων, προς τον λοφον Μορεχ εν τη κοιλαδι.
2 E il Signore disse a Gedeone: La gente ch’è teco è troppa, perchè io dia loro Madian nelle mani; che talora Israele non si glorii sopra me, dicendo: La mia mano mi ha salvato.2 Και ειπε Κυριος προς τον Γεδεων, Πολυς ειναι ο λαος ο μετα σου ωστε να παραδωσω τους Μαδιανιτας εις την χειρα αυτου, μηπως ο Ισραηλ καυχηθη εναντιον μου, λεγων, Η χειρ μου με εσωσε?
3 Ora dunque fai una grida, che il popolo oda, dicendo: Chi è pauroso e timido, se ne ritorni prestamente indietro dal monte di Galaad. E se ne ritornarono indietro ventiduemila uomini del popolo; e ne rimasero diecimila.3 τωρα λοιπον κηρυξον εις επηκοον του λαου, λεγων, Οστις ειναι δειλος και φοβουμενος, ας στρεψη και ας σπευση απο του ορους Γαλααδ. Και εστρεψαν εκ του λαου εικοσιδυο χιλιαδες? και εμειναν δεκα χιλιαδες.
4 E il Signore disse a Gedeone: La gente è ancora troppa; falli scendere all’acqua, e quivi io te li discernerò; e colui del quale io ti dirò: Costui andrà teco, vada teco; e colui del quale io ti dirò: Costui non andrà teco, non vada teco.4 Και ειπε Κυριος προς τον Γεδεων, Ο λαος ειναι ετι πολυς? καταβιβασον αυτους εις το υδωρ, και εκει θελω εκκαθαρισει αυτους εις σε? και περι ουτινος σοι ειπω, Ουτος θελει ελθει μετα σου, αυτος θελει ελθει μετα σου? και περι ουτινος σοι ειπω, Ουτος δεν θελει ελθει μετα σου, αυτος δεν θελει ελθει.
5 Gedeone adunque fece scender la gente all’acqua; e il Signore gli disse: Metti da parte chiunque lambirà l’acqua con la lingua, come lambisce il cane; e altresì chiunque s’inchinerà sopra le ginocchia, per bere.5 Και κατεβιβασε τον λαον εις το υδωρ? και ειπεν ο Κυριος προς τον Γεδεων, Πας οστις λαψη με την γλωσσαν αυτου απο του υδατος, καθως λαπτει ο σκυλος, τουτον θελεις στησει χωριστα? και πας οστις καμψη τα γονατα αυτου δια να πιη.
6 E il numero di coloro che, recatasi l’acqua con la mano alla bocca, la lambirono, fu di trecento uomini; e tutto il rimanente della gente s’inchinò sopra le ginocchia per ber dell’acqua.6 Και ο αριθμος των λαπτοντων με την χειρα αυτων προς το στομα αυτων ητο τριακοσιοι ανδρες? απαν δε το επιλοιπον του λαου εκαμψε τα γονατα αυτων δια να πιωσιν υδωρ.
7 E il Signore disse a Gedeone: Per questi trecent’uomini, che hanno lambita l’acqua, io vi salverò, e ti darò i Madianiti nelle mani; ma vadasene tutta l’altra gente, ciascuno al luogo suo.7 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Γεδεων, Δια των τριακοσιων ανδρων, οιτινες ελαψαν, θελω σωσει υμας, και θελω παραδωσει τους Μαδιανιτας εις την χειρα σου? απαν δε το επιλοιπον του λαου ας υπαγωσιν εκαστος εις τον τοπον αυτου.
8 E quella gente prese della vittuaglia in mano, e le sue trombe. Gedeone adunque rimandò a casa tutti gli altri Israeliti, ciascuno alle sue stanze, e ritenne seco que’ trecent’uomini. Or il campo de’ Madianiti era disotto di lui nella valle8 Ελαβε λοιπον ο λαος τας τροφας εις τας χειρας αυτων και τας σαλπιγγας αυτων? και απεπεμψεν απαν το επιλοιπον του Ισραηλ, εκαστον εις την σκηνην αυτου, και εκρατησε τους τριακοσιους ανδρας. Και το στρατοπεδον του Μαδιαμ ητο υποκατω αυτων εν τη κοιλαδι.
9 E in quella notte il Signore gli disse: Levati, scendi nel campo; perciocchè io te l’ho dato nelle mani.9 Και την αυτην νυκτα ειπε προς αυτον ο Κυριος, Σηκωθητι, καταβα εις το στρατοπεδον? διοτι παρεδωκα αυτο εις την χειρα σου?
10 E se pur tu temi di scendervi, scendi prima tu, con Fura, tuo servitore, verso il campo.10 αλλ' εαν φοβησαι να καταβης, καταβα συ και ο Φουρα ο δουλος σου εις το στρατοπεδον?
11 E tu udirai ciò che vi si dirà; e poi le tue mani saranno rinforzate, e tu scenderai nel campo. Egli adunque, con Fura, suo servitore, scese all’estremità della gente ch’era in armi nel campo.11 και θελεις ακουσει τι λεγουσι? και μετα ταυτα αι χειρες σου θελουσιν ενδυναμωθη, και θελεις καταβη εις το στρατοπεδον. Και κατεβη αυτος μετα του Φουρα του δουλου αυτου εως της προφυλακης του στρατοπεδου.
12 E i Madianiti, e gli Amalechiti, e tutti gli Orientali, giacevano nella valle, come locuste in moltitudine; e i lor cammelli erano innumerevoli, ed erano in moltitudine come la rena ch’è in sul lito del mare.12 Ο δε Μαδιαμ και ο Αμαληκ και παντες οι κατοικοι της ανατολης ησαν εξηπλωμενοι εν τη κοιλαδι ως ακριδες κατα το πληθος? και αι καμηλοι αυτων αναριθμητοι ως η αμμος παρα το χειλος της θαλασσης κατα το πληθος.
13 Giuntovi adunque Gedeone, ecco, uno raccontava un sogno al suo compagno, e gli diceva: Ecco, io ho sognato un sogno. E’ mi parea che una focaccia d’orzo si rotolava verso il campo de’ Madianiti, e giungeva infino a’ padiglioni, e li percoteva, ed essi cadevano; e li riversava sottosopra, e i padiglioni cadevano.13 Και οτε ηλθεν ο Γεδεων, ιδου, ανθρωπος τις διηγειτο προς τον πλησιον αυτου ονειρον και ελεγεν, Ιδου, ωνειρευθην ονειρον και ιδου, ψωμιον κριθινον κυλιομενον εν τω στρατοπεδω του Μαδιαμ ηλθεν εις τας σκηνας και εκτυπησεν αυτας, και επεσον? και ανετρεψεν αυτας, και επεσον αι σκηναι.
14 E il suo compagno rispose, e disse: Questo non è altro, se non la spada di Gedeone, figliuolo di Ioas, uomo Israelita; Iddio gli ha dati i Madianiti, e tutto il campo, nelle mani.14 Και απεκριθη ο πλησιον αυτου και ειπε, Τουτο δεν ειναι, ειμη η ρομφαια του Γεδεων, υιου του Ιωας, ανδρος Ισραηλιτου? ο Θεος παρεδωκεν εις την χειρα αυτου τον Μαδιαμ και απαν το στρατοπεδον.
15 E, quando Gedeone ebbe udito raccontare il sogno, ed ebbe intesa la sua interpretazione, adorò. Poi, ritornato al campo d’Israele, disse: Levatevi; perciocchè il Signore vi ha dato il campo de’ Madianiti nelle mani15 Και ως ηκουσεν ο Γεδεων την διηγησιν του ονειρου και την εξηγησιν αυτου, προσεκυνησε και επεστρεψεν εις το στρατοπεδον του Ισραηλ και ειπε, Σηκωθητε? διοτι ο Κυριος παρεδωκεν εις την χειρα σας το στρατοπεδον του Μαδιαμ.
16 Poi spartì quei trecent’uomini in tre schiere, e diede a tutti delle trombe in mano, e de’ testi voti, e delle fiaccole dentro ai testi.16 Και διηρεσε τους τριακοσιους ανδρας εις τρια σωματα, και εδωκε σαλπιγγας εις τας χειρας παντων τουτων και υδριας κενας και λαμπαδας εν ταις υδριαις.
17 E disse loro: Riguardate ciò che da me sarà fatto, e fate così voi. Quando adunque io sarò giunto all’estremità del campo, fate così come farò io.17 Και ειπε προς αυτους, Βλεπετε προς εμε και καμετε παρομοιως? και ιδου, οταν εγω φθασω εις το ακρον του στρατοπεδου, καθως εγω καμω, ουτω θελετε καμει?
18 E quando io, con tutti quelli che sono meco, sonerò con la tromba, sonate ancora voi con le trombe, intorno a tutto il campo, e dite: Al Signore, ed a Gedeone.18 οταν σαλπισω δια της σαλπιγγος, εγω και παντες οι μετ' εμου, τοτε θελετε σαλπισει και σεις δια των σαλπιγγων κυκλω παντος του στρατοπεδου και θελετε ειπει, Ρομφαια του Κυριου και του Γεδεων.
19 Gedeone adunque, e i cent’uomini che erano con lui, vennero all’estremità del campo, al principio della veglia della mezzanotte, come prima furono poste le guardie, e sonarono con le trombe, e spezzarono i testi che aveano nelle mani.19 Ο Γεδεων λοιπον και οι εκατον ανδρες οι μετ' αυτου ηλθον εις το ακρον του στρατοπεδου περι τας αρχας της μεσης φυλακης? μολις ειχον καταστησει τους φυλακας? και εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και συνετριψαν τας υδριας τας εις τας χειρας αυτων.
20 Allora le tre schiere sonarono con le trombe, e spezzarono i testi, e tenevano con la man sinistra le fiaccole, e con la destra le trombe per sonare, e gridavano; La spada del Signore, e di Gedeone.20 Και τα τρια σωματα εσαλπισαν δια των σαλπιγγων και συνετριψαν τας υδριας και εκρατουν τας λαμπαδας εις τας αριστερας αυτων χειρας και τας σαλπιγγας εις τας δεξιας αυτων χειρας δια να σαλπιζωσι? και ανεκραζον, Ρομφαια του Κυριου και του Γεδεων.
21 E ciascuno di essi stette fermo nel suo luogo, intorno al campo; e tutto il campo discorreva qua e là, sclamando, e fuggendo.21 Και εσταθη εκαστος εν τω τοπω αυτου κυκλω του στρατοπεδου? και απαν το στρατευμα διετρεχε και εφωναζε και εφευγε.
22 Ora, mentre que’ trecent’uomini sonavano con le trombe, il Signore voltò la spada di ciascuno contro al suo compagno, e ciò per tutto il campo. E il campo fuggì fino a Bet-sitta, verso Serera, infino alla ripa d’Abel-mehola, presso a Tabbat22 Και οι τριακοσιοι εσαλπισαν δια των σαλπιγγων? και εστρεψεν ο Κυριος καθ' ολον το στρατοπεδον την ρομφαιαν εκαστου εναντιον του πλησιον αυτου? και το στρατευμα εφυγεν εις Βαιθ-ασεττα προς Ζερεραθ, εως του χειλους του Αβελ-μεολα προς Ταβαθ.
23 E gl’Israeliti furono raunati a grida, di Neftali, e di Aser, e di tutto Manasse, e perseguitarono i Madianiti.23 Και συνηχθησαν οι ανδρες Ισραηλ απο Νεφθαλι και απο Ασηρ και απο παντος του Μανασση, και κατεδιωξαν οπισω του Μαδιαμ.
24 E Gedeone mandò de’ messi per tutto il monte d’Efraim, a dire: Scendete giù ad incontrare i Madianiti, e prendete loro i passi delle acque fino a Bet-bara, lungo il Giordano. Tutti gli Efraimiti adunque, adunatisi a grida, presero i passi delle acque fino a Bet-bara, lungo il Giordano.24 Και απεστειλεν ο Γεδεων μηνυτας προς απαν το ορος Εφραιμ, λεγων, Καταβητε δια να συναντησητε τον Μαδιαμ, και προκαταλαβετε προ αυτων τα υδατα εως Βαιθ-βαρα και τον Ιορδανην. Τοτε συνηχθησαν παντες οι ανδρες Εφραιμ και προκατελαβον τα υδατα εως Βαιθ-βαρα και τον Ιορδανην.
25 E presero due Capi dei Madianiti, Oreb e Zeeb; e ammazzarono Oreb nel luogo detto: Il sasso d’Oreb; e Zeeb, nel luogo detto: Il torcolo di Zeeb; e, dopo aver perseguitati i Madianiti, portarono le teste di que’ Capi a Gedeone, di qua dal Giordano25 Και συνελαβον δυο αρχηγους του Μαδιαμ, τον Ωρηβ και τον Ζηβ? και εθανατωσαν τον Ωρηβ επι του βραχου Ωρηβ, τον δε Ζηβ εθανατωσαν επι του ληνου Ζηβ? και κατεδιωξαν τον Μαδιαμ και εφεραν την κεφαλην του Ωρηβ και του Ζηβ προς τον Γεδεων εκ του περαν του Ιορδανου.