Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 1


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 ORA il re Davide divenne vecchio e molto attempato; e benchè lo coprissero di panni, non però si riscaldava.1 Και ο βασιλευς Δαβιδ ητο γερων, προβεβηκως την ηλικιαν? και εσκεπαζον αυτον με ιματια, πλην δεν εθερμαινετο.
2 Laonde i suoi servitori gli dissero: Cerchisi al re, nostro signore, una fanciulla vergine, la quale stia davanti al re, e lo governi, e ti giaccia in seno; acciocchè il re, mio signore, si riscaldi.2 Και ειπον οι δουλοι αυτου προς αυτον, Ας ζητησωσι δια τον κυριον μου τον βασιλεα νεανιδα παρθενον, δια να ισταται εμπροσθεν του βασιλεως και να περιθαλπη αυτον, και να κοιμαται εις τον κολπον σου, δια να θερμαινηται ο κυριος μου ο βασιλευς.
3 Cercarono adunque, per tutte le contrade d’Israele, una bella fanciulla; e trovarono Abisag Sunamita, e la condussero al re.3 Και εζητησαν εν πασι τοις οριοις του Ισραηλ νεανιδα ωραιαν? και ευρηκαν την Αβισαγ την Σουναμιτιν, και εφεραν αυτην προς τον βασιλεα.
4 E la fanciulla era bellissima, e governava il re, e lo serviva; ma il re non la conobbe4 Ητο δε η νεανις ωραια σφοδρα, και περιεθαλπε τον βασιλεα, και υπηρετει αυτον? πλην ο βασιλευς δεν εγνωρισεν αυτην.
5 Allora Adonia, figliuolo di Hagghit, s’innalzò, dicendo: Io regnerò; e si fornì di carri e di cavalieri; e cinquant’uomini correvano davanti a lui.5 Τοτε Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ επηρθη εις εαυτον, λεγων, Εγω θελω βασιλευσει και ητοιμασεν εις εαυτον αμαξας και ιππεις και πεντηκοντα ανδρας προτρεχοντας εμπροσθεν αυτου.
6 Or suo padre non volle contristarlo in vita sua, dicendo: Perchè hai fatta cotesta cosa? Ed oltre a ciò, egli era bellissimo, e sua madre l’avea partorito dopo Absalom.6 Ο δε πατηρ αυτου δεν επικραινε ποτε αυτον, λεγων, Δια τι συ πραττεις ουτω; ητο δε και ωραιος την οψιν σφοδρα? και η μητηρ αυτου εγεννησεν αυτον μετα τον Αβεσσαλωμ.
7 Poi tenne ragionamento con Ioab, figliuolo di Seruia, e col sacerdote Ebiatar; ed essi gli porsero aiuto, e lo seguitarono.7 Και συνελαλησε μετα του Ιωαβ υιου της Σερουιας, και μετα Αβιαθαρ του ιερεως? και ουτοι, ακολουθησαντες τον Αδωνιαν, εβοηθουν αυτον.
8 Ma il sacerdote Sadoc, e Benaia, figliuolo di Ioiada, e il profeta Natan, e Simi, e Rei, e gli uomini prodi che Davide avea, non furono della parte di Adonia.8 Σαδωκ ομως ο ιερευς και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και Ναθαν ο προφητης και Σιμει και Ρει και οι δυνατοι του Δαβιδ δεν ησαν μετα του Αδωνια.
9 Or Adonia ammazzò pecore e buoi, ed animali grassi, presso alla pietra di Zohelet, ch’è vicin della fonte di Roghel; e invitò tutti i suoi fratelli, figliuoli del re, e tutti gli uomini di Giuda ch’erano al servigio del re;9 Και εσφαξεν ο Αδωνιας προβατα και βοας και σιτευτα πλησιον της πετρας του Ζωελεθ, ητις ειναι πλησιον της Εν-ρωγηλ, και εκαλεσε παντας τους αδελφους αυτου τους υιους του βασιλεως και παντας τους ανδρας του Ιουδα τους δουλους του βασιλεως.
10 ma non invitò il profeta Natan, nè Benaia, nè gli uomini prodi, nè Salomone, suo fratello10 Τον Ναθαν ομως τον προφητην και τον Βεναιαν και τους δυνατους και Σολομωντα τον αδελφον αυτου δεν εκαλεσε.
11 E Natan disse a Batseba, madre di Salomone: Non hai tu udito che Adonia, figliuolo di Hagghit, è stato fatto re, senza che Davide, nostro signore, ne sappia nulla?11 Και ειπεν ο Ναθαν προς την Βηθ-σαβεε την μητερα του Σολομωντος, λεγων, Δεν ηκουσας οτι εβασιλευσεν Αδωνιας ο υιος της Αγγειθ, και ο κυριος ημων Δαβιδ δεν εξευρει τουτο;
12 Ora dunque vieni, e permetti, ti prego, che io ti dia un consiglio, acciocchè tu scampi la vita tua, e la vita di Salomone, tuo figliuolo.12 τωρα λοιπον ελθε να σοι δωσω, παρακαλω, συμβουλην, δια να σωσης την ζωην σου και την ζωην του υιου σου Σολομωντος?
13 Va’, ed entra dal re Davide, e digli: Non hai tu, o re, mio signore, giurato alla tua servente, dicendo: Certo, Salomone, tuo figliuolo, regnerà dopo me, e sederà in sul mio trono? perchè dunque è stato fatto re Adonia?13 υπαγε και εισελθε προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Κυριε μου βασιλευ, συ δεν ωμοσας εις την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου; δια τι λοιπον εβασιλευσεν ο Αδωνιας;
14 Ecco, mentre tu sarai ancora quivi, parlando col re, io entrerò dopo te, e supplirò le tue parole.14 ιδου, ενω ετι συ λαλεις εκει μετα του βασιλεως, θελω ελθει και εγω κατοπιν σου και θελω αναπληρωσει τους λογους σου.
15 Batseba dunque entrò dal re dentro alla camera. Ora il re era molto vecchio, ed Abisag Sunamita lo serviva.15 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα εις τον κοιτωνα? ητο δε ο βασιλευς γερων σφοδρα και Αβισαγ η Σουναμιτις υπηρετει τον βασιλεα.
16 E Batseba s’inchinò, e fece riverenza al re. E il re le disse: Che hai?16 Και κυψασα η Βηθ-σαβεε, προσεκυνησε τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπε, Τι εχεις;
17 Ed ella gli disse: Signor mio, tu hai giurato alla tua servente per lo Signore Iddio tuo: Certo, Salomone, tuo figliuolo, regnerà dopo me, e sederà in sul mio trono.17 Η δε ειπε προς αυτον, Κυριε μου, συ ωμοσας εις Κυριον τον Θεον σου προς την δουλην σου, λεγων, Βεβαιως ο Σολομων, ο υιος σου, θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου?
18 E pure ecco ora, Adonia è stato fatto re, senza che ora tu, o re, mio signore, ne abbi saputo nulla.18 αλλα τωρα, ιδου, ο Αδωνιας εβασιλευσε? και συ τωρα, κυριε μου βασιλευ, δεν εξευρεις τουτο?
19 Ed ha ammazzati buoi, ed animali grassi, e pecore, in gran numero; ed ha invitati tutti i figliuoli del re, e il sacerdote Ebiatar, e Ioab, capo dell’esercito; ma non ha chiamato il tuo servitore Salomone.19 και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και Αβιαθαρ τον ιερεα και Ιωαβ τον αρχιστρατηγον? τον δουλον σου ομως Σολομωντα δεν εκαλεσεν?
20 Ora gli occhi di tutto Israele son volti verso te, o re, mio signore; acciocchè tu dichiari loro chi ha da sedere in sul trono del re, mio signore, dopo lui.20 αλλ' εις σε, κυριε μου βασιλευ, εις σε αποβλεπουσιν οι οφθαλμοι παντος του Ισραηλ, δια να απαγγειλης προς αυτους τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον?
21 Altrimenti avverrà che, quando il re, mio signore, giacerà co’ suoi padri, io e il mio figliuolo Salomone saremo riputati colpevoli.21 ειδεμη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς κοιμηθη μετα των πατερων αυτου, εγω και ο υιος μου ο Σολομων θελομεν θεωρεισθαι πταισται.
22 Or, mentre ella parlava ancora col re, ecco, il profeta Natan sopraggiunse.22 Και ιδου, ενω αυτη ελαλει ετι μετα του βασιλεως, ηλθε και Ναθαν ο προφητης.
23 E ciò fu rapportato al re, dicendo: Ecco il profeta Natan. Ed egli venne alla presenza del re, e gli s’inchinò, con la faccia verso terra.23 Και ανηγγειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Ιδου, Ναθαν ο προφητης. Και εισελθων ενωπιον του βασιλεως, προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους.
24 E Natan disse al re: O re, mio signore, hai tu detto: Adonia regnerà dopo me, ed egli sarà quel che sederà sopra il mio trono?24 Και ειπεν ο Ναθαν, Κυριε μου βασιλευ, συ ειπας, Ο Αδωνιας θελει βασιλευσει μετ' εμε και αυτος θελει καθισει επι του θρονου μου;
25 Conciossiachè oggi egli sia sceso, ed abbia ammazzati buoi, ed animali grassi, e pecore in gran numero; ed abbia invitati tutti i figliuoli del re, ed i capi dell’esercito, e il sacerdote Ebiatar; ed ecco, mangiano e bevono davanti a lui, ed hanno detto: Viva il re Adonia.25 διοτι κατεβη σημερον και εσφαξε βοας και σιτευτα και προβατα εν αφθονια, και εκαλεσε παντας τους υιους του βασιλεως και τους στρατηγους και Αβιαθαρ τον ιερεα? και ιδου, τρωγουσι και πινουσιν ενωπιον αυτου και λεγουσι, Ζητω ο βασιλευς Αδωνιας?
26 Ma egli non ha chiamato me, tuo servitore, nè il sacerdote Sadoc, nè Benaia, figliuolo di Ioiada, nè Salomone, tuo servitore.26 εμε δε, εμε τον δουλον σου, και Σαδωκ τον ιερεα και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και Σολομωντα τον δουλον σου δεν εκαλεσε?
27 Questa cosa è ella stata fatta da parte del re, mio signore, senza che tu abbi dichiarato al tuo servitore chi ha da sedere sopra il trono del re, mio signore, dopo lui?27 παρα του κυριου μου του βασιλεως εγεινε το πραγμα τουτο, και δεν εφανερωσας εις τον δουλον σου τις θελει καθισει επι του θρονου του κυριου μου του βασιλεως μετ' αυτον;
28 E il re Davide rispose, e disse: Chiamatemi Batseba. Ed ella venne davanti al re, e stette in piè in sua presenza.28 Και απεκριθη ο βασιλευς Δαβιδ και ειπε, Καλεσατε μοι την Βηθ-σαβεε. Και εισηλθεν ενωπιον του βασιλεως και εσταθη εμπροσθεν του βασιλεως.
29 E il re giurò, e disse: Come il Signore, che ha riscossa l’anima mia d’ogni tribolazione, vive,29 Και ωμοσεν ο βασιλευς και ειπε, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου εκ πασης στενοχωριας,
30 io ti farò oggi, come io ti ho giurato per lo Signore Iddio di Israele, dicendo: Salomone, tuo figliuolo, regnerà dopo me; ed egli sederà in sul mio trono, in luogo mio.30 βεβαιως, καθως ωμοσα προς σε εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, λεγων, οτι Σολομων ο υιος σου θελει βασιλευσει μετ' εμε, και αυτος θελει καθισει αντ' εμου επι του θρονου μου, ουτω θελω καμει την ημεραν ταυτην.
31 E Batseba s’inchinò con la faccia verso terra, e fece riverenza al re, e disse: Possa il re Davide, mio signore, vivere in perpetuo31 Τοτε η Βηθ-σαβεε, κυψασα κατα προσωπον εως εδαφους, προσεκυνησε τον βασιλεα και ειπε, Ζητω ο κυριος μου ο βασιλευς Δαβιδ εις τον αιωνα.
32 Poi il re Davide disse: Chiamatemi il sacerdote Sadoc, e il profeta Natan, e Benaia, figliuolo di Ioiada. Ed essi vennero in presenza del re.32 Και ειπεν ο βασιλευς Δαβιδ, Καλεσατε μοι Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητην και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε. Και ηλθον ενωπιον του βασιλεως.
33 E il re disse loro: Prendete con voi i servitori del vostro signore, e fate montar Salomone, mio figliuolo sopra la mia mula, e menatelo sopra Ghihon.33 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Λαβετε μεθ' εαυτων τους δουλους του κυριου σας και καθισατε Σολομωντα τον υιον μου επι την ημιονον μου και καταβιβασατε αυτον εις Γιων?
34 E il sacerdote Sadoc e il profeta Natan unganlo quivi per re sopra Israele. Poi sonate con la tromba, e dite: Viva il re Salomone.34 και ας χρισωσιν αυτον εκει Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα επι τον Ισραηλ? και σαλπισατε δια της σαλπιγγος και ειπατε, Ζητω ο βασιλευς Σολομων?
35 Poi ritornatevene dietro a lui, ed egli verrà, e sederà sopra il mio trono, e regnerà in luogo mio; perciocchè io l’ho ordinato per esser conduttore sopra Israele e sopra Giuda.35 τοτε θελετε αναβη κατοπιν αυτου, δια να ελθη και να καθιση επι τον θρονον μου? και αυτος θελει βασιλευσει αντ' εμου? και αυτον προσεταξα να ηναι ηγεμων επι τον Ισραηλ και επι τον Ιουδαν.
36 E Benaia, figliuolo di Ioiada, rispose al re, e disse: Amen, così dica il Signore Iddio del re, mio signore.36 Και απεκριθη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε προς τον βασιλεα, και ειπεν, Αμην? ουτως ας επικυρωση Κυριος ο Θεος του κυριου μου του βασιλεως?
37 Siccome il Signore è stato col re, mio signore, così sia con Salomone; e magnifichi il suo trono, anche sopra il trono del re Davide, mio signore.37 καθως εσταθη ο Κυριος μετα του κυριου μου του βασιλεως, ουτω να ηναι και μετα του Σολομωντος, και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον του κυριου μου του βασιλεως Δαβιδ.
38 Il sacerdote Sadoc adunque, e il profeta Natan e Benaia, figliuolo di Ioiada, e i Cheretei, e i Peletei, scesero, e fecero montare Salomone sopra la mula del re Davide, e lo condussero sopra Ghihon.38 Τοτε κατεβη Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης και Βεναιας ο υιος του Ιωδαε και οι Χερεθαιοι και οι Φελεθαιοι, και εκαθισαν τον Σολομωντα επι την ημιονον του βασιλεως Δαβιδ και εφεραν αυτον εις Γιων.
39 E il sacerdote Sadoc prese il corno dell’olio del Tabernacolo, ed unse Salomone. Poi si sonò con la tromba, e tutto il popolo disse: Viva il re Salomone.39 Και ελαβε Σαδωκ ο ιερευς το κερας του ελαιου εκ της σκηνης και εχρισε τον Σολομωντα. Και εσαλπισαν δια της σαλπιγγος? και ειπε πας ο λαος, Ζητω ο βασιλευς Σολομων.
40 E tutto il popolo ritornò dietro a lui, sonando flauti, e rallegrandosi di una grande allegrezza, talchè la terra si schiantava per le lor grida40 Και ανεβη πας ο λαος κατοπιν αυτου? και επαιζεν ο λαος αυλους και ευφραινετο ευφροσυνην μεγαλην, και η γη εσχιζετο εκ των φωνων αυτων.
41 Or Adonia, e tutti gl’invitati ch’erano con lui, come finivano di mangiare, udirono questo romore. Ioab ancora udì il suon della tromba, e disse: Che vuol dire questo grido della città, che è così commossa?41 Και ηκουσεν Αδωνιας και παντες οι κεκλημενοι αυτου, καθως ετελειωσαν να τρωγωσι. Και οτε ηκουσεν ο Ιωαβ την φωνην της σαλπιγγος, ειπε, Τις η φωνη αυτη της πολεως θορυβουσης;
42 Mentre egli parlava ancora, ecco, Gionatan, figliuolo del sacerdote Ebiatar, giunse. Ed Adonia gli disse: Vien pure; perciocchè tu sei un valent’uomo, e devi recar buone novelle.42 Ενω ετι ελαλει, ιδου, Ιωναθαν, ο υιος Αβιαθαρ του ιερεως, ηλθε? και ειπεν ο Αδωνιας προς αυτον, Εισελθε? διοτι συ εισαι ανηρ γενναιος και φερεις αγαθας αγγελιας.
43 Ma Gionatan rispose, e disse ad Adonia: Per certo il re Davide, nostro signore, ha costituito re Salomone.43 Και αποκριθεις ο Ιωναθαν ειπε προς τον Αδωνιαν, Βεβαιως κυριος ημων ο βασιλευς Δαβιδ εκαμε βασιλεα τον Σολομωντα?
44 E il re ha mandato con lui il sacerdote Sadoc, e il profeta Natan, e Benaia, figliuolo di Ioiada, e i Cheretei, e i Peletei; ed essi l’hanno fatto montare sopra la mula del re.44 και απεστειλε μετ' αυτου ο βασιλευς Σαδωκ τον ιερεα και Ναθαν τον προφητη και Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε και τους Χερεθαιους και τους Φελεθαιους, και εκαθισαν αυτον επι την ημιονον του βασιλεως?
45 E il sacerdote Sadoc e il profeta Natan l’hanno unto per re in Ghihon; e di là se ne son tornati con allegrezza; e la città se n’è commossa. Quest’è il romore che voi avete udito.45 και εχρισαν αυτον Σαδωκ ο ιερευς και Ναθαν ο προφητης βασιλεα εν Γιων? και ανεβησαν εκειθεν ευφραινομενοι, και η πολις αντηχησεν? αυτη ειναι η φωνη, την οποιαν ηκουσατε?
46 Ed anche Salomone si è posto a sedere sopra il trono reale.46 και μαλιστα εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου της βασιλειας?
47 Ed anche i servitori del re son venuti per benedire il re Davide, nostro signore, dicendo: Iddio renda il nome di Salomone vie più eccellente che il tuo nome, e magnifichi il suo trono vie più che il tuo. E il re ha adorato in sul letto;47 και εισηλθον ετι οι δουλοι του βασιλεως να ευχηθωσι τον κυριον ημων τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Θεος να λαμπρυνη το ονομα του Σολομωντος υπερ το ονομα σου, και να μεγαλυνη τον θρονον σου και να μεγαλυνη τον θρονον αυτου υπερ τον θρονον σου. και προσεκυνησεν ο βασιλευς επι της κλινης?
48 ed anche ha detto così: Benedetto sia il Signore Iddio d’Israele, il quale ha oggi stabilito uno che segga sopra il mio trono, davanti agli occhi miei.48 και ειπε προσετι ο βασιλευς ουτως? Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εδωκεν εις εμε σημερον διαδοχον καθημενον επι του θρονου μου, και οι οφθαλμοι μου βλεπουσι τουτο.
49 Allora tutti gl’invitati da Adonia sbigottirono, e si levarono, e andarono, ciascuno a suo cammino.49 Τοτε παντες οι κεκλημενοι, οι μετα του Αδωνια, εξεπλαγησαν και σηκωθεντες, υπηγαν εκαστος την οδον αυτου.
50 Ed Adonia, temendo di Salomone, si levò, e andò, e impugnò le corna dell’Altare.50 Ο δε Αδωνιας εφοβηθη απο προσωπου του Σολομωντος και σηκωθεις υπηγε και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
51 E ciò fu rapportato a Salomone, dicendo: Ecco, Adonia teme del re Salomone; ed ecco, egli ha impugnate le corna dell’Altare, dicendo: Giurimi oggi il re Salomone, ch’egli non farà morire il suo servitore con la spada.51 Και ανηγγειλαν προς τον Σολομωντα, λεγοντες, Ιδου, ο Αδωνιας φοβειται τον βασιλεα Σολομωντα? και ιδου, επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου, λεγων, Ας ομοση προς εμε σημερον ο βασιλευς Σολομων, οτι δεν θελει θανατωσει τον δουλον αυτου δια ρομφαιας.
52 E Salomone disse: Se egli si porta da uomo virtuoso, ei non caderà pur uno de’ suoi capelli a terra; ma, se si trova in lui del male, morrà.52 Και ειπεν ο Σολομων, Εαν σταθη ανηρ αγαθος, ουδε μια εκ των τριχων αυτου θελει πεσει επι την γην? εαν ομως ευρεθη κακια εν αυτω θελει θανατωθη.
53 E il re Salomone mandò a ritrarlo d’appresso all’Altare. Ed egli venne, e s’inchinò al re Salomone. E Salomone gli disse: Vattene a casa tua53 Και απεστειλεν ο βασιλευς Σολομων, και κατεβιβασαν αυτον απο του θυσιαστηριου? και ηλθε και προσεκυνησε τον βασιλεα Σολομωντα? και ειπε προς αυτον ο Σολομων, Υπαγε εις τον οικον σου.