Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Genesi 14


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR avvenne al tempo di Amrafel re di Sinear, d’Arioc re di Ellasar, di Chedor-laomer re di Elam, e di Tideal re de’ Goi,1 Επι των ημερων δε του Αμαρφελ βασιλεως Σεννααρ, του Αριωχ βασιλεως Ελλασαρ, του Χοδολλογομορ βασιλεως Ελαμ, και του Θαργαλ βασιλεως εθνων,
2 ch’essi fecero guerra contro a Bera re di Sodoma, e contro a Birsa re di Gomorra, e contro a Sineab re di Adma, e contro a Semeeber re di Seboim, e contro al re di Bela, ch’è Soar.2 εκαμον αυτοι πολεμον μετα του Βερα βασιλεως Σοδομων, και του Βαρσα βασιλεως Γομορρων, του Σεννααβ βασιλεως Αδαμα, και του Σεμοβορ βασιλεως Σεβωειμ, και του βασιλεως της Βελα? αυτη ειναι η Σηγωρ.
3 Tutti costoro, fatta lega insieme, si adunarono nella Valle di Siddim, ch’è il mar salato.3 Παντες ουτοι ηνωθησαν ομου εν τη κοιλαδι Σιδδιμ ητις ειναι η αλμυρα θαλασσα.
4 Essi erano stati soggetti a Chedor-laomer, lo spazio di dodici anni, ed al decimoterzo si erano ribellati.4 Δωδεκα ετη εδουλευον εις τον Χοδολλογομορ? εν δε τω δεκατω τριτω απεστατησαν.
5 E nell’anno decimoquarto, Chedor-laomer e i re ch’erano con lui erano venuti, ed aveano percossi i Rafei in Asterot-carnaim, e gli Zuzei in Ham, e gli Emei nella pianura di Chiriataim,5 Και εν τω δεκατω τεταρτω ετει ηλθεν ο Χοδολλογομορ και οι βασιλεις οι μετ' αυτου, και επαταξαν τους Ραφαειμ εν Ασταρωθ-καρναιμ, και τους Ζουζειμ εν Αμ, και τους Εμμαιους εν Σαυη-κιριαθαιμ,
6 e gli Horei nelle lor montagne di Seir, fino alla pianura di Paran, ch’è presso al deserto.6 και τους Χορραιους εν τω ορει αυτων Σηειρ εως της πεδιαδος Φαραν, ητις ειναι εν τη ερημω.
7 Poi, rivoltisi, erano venuti in Enmispat, ch’è Cades; ed aveano percosso tutto il territorio degli Amalechiti, ed anche gli Amorrei che dimoravano in Hasason-tamar.7 Επεστρεψαν δε και ηλθον εις την Εν-μισπατ ητις ειναι η Καδης? και επαταξαν παντα τον τοπον του Αμαληκ, και τους Αμορραιους τους κατοικουντας εν Ασασων-θαμαρ.
8 E il re di Sodoma, e il re di Gomorra, e il re di Adma, e il re di Seboim, e il re di Bela, ch’è Soar, uscirono, ed ordinarono la battaglia nella Valle di Siddim, contro a questi:8 Εξηλθε δε ο βασιλευς των Σοδομων, και ο βασιλευς των Γομορρων, και ο βασιλευς της Αδαμα, και ο βασιλευς των Σεβωειμ, και ο βασιλευς της Βελα, ητις ειναι η Σηγωρ? και συνεκροτησαν μαχην μετ' αυτων εν τη κοιλαδι Σιδδιμ,
9 contro a Chedor-laomer re di Elam, e Tideal re de’ Goi, ed Amrafel re di Sinear, ed Arioc re di Ellasar; quattro re contro a cinque.9 μετα του Χοδολλογομορ βασιλεως Ελαμ, και του Θαργαλ βασιλεως εθνων, και του Αμραφελ βασιλεως Σεννααρ, και του Αριωχ βασιλεως Ελλασαρ? τεσσαρες βασιλεις προς πεντε.
10 Or la valle di Siddim era piena di pozzi di bitume; e i re di Sodoma e di Gomorra si misero in fuga, e cascarono dentro que’ pozzi; e coloro che scamparono fuggirono verso il monte.10 Η δε κοιλας Σιδδιμ ητο πληρης φρεατων ασφαλτου? ετραπησαν δε εις φυγην οι βασιλεις των Σοδομων και των Γομορρων και επεσον εκει? οι δε εναπολειφθεντες εφυγον εις το ορος.
11 E quei re presero tutte le ricchezze di Sodoma e di Gomorra, e tutta la lor vittuaglia; poi se ne andarono.11 Και ελαβον παντα τα υπαρχοντα των Σοδομων και των Γομορρων και πασαν αυτων την ζωοτροφιαν, και ανεχωρησαν.
12 Presero ancora Lot figliuol del fratello di Abramo, il quale abitava in Sodoma, e la roba di esso; poi se ne andarono12 Ελαβον δε και τον Λωτ υιον του αδελφου του Αβραμ, οστις κατωκει εν Σοδομοις, και τα υπαρχοντα αυτου, και ανεχωρησαν.
13 Ed alcuno ch’era scampato venne e rapportò la cosa ad Abramo Ebreo, il qual dimorava nelle pianure di Mamre Amorreo, fratello di Escol, e fratello di Aner, i quali erano collegati con Abramo.13 Υπηγε δε τις εκ των διασωθεντων και απηγγειλε τουτο προς τον Αβραμ τον Εβραιον, οστις κατωκει πλησιον των δρυων Μαμβρη του Αμορραιου, αδελφου του Εσχωλ, και αδελφου του Ανηρ, οιτινες ησαν συμμαχοι του Αβραμ.
14 Ed Abramo, com’ebbe inteso che il suo fratello era menato prigione, armò trecendiciotto de’ suoi allievi nati in casa sua, e perseguì coloro fino in Dan.14 Ακουσας δε ο Αβραμ οτι ηχμαλωτισθη ο αδελφος αυτου, εφωπλισε τριακοσιους δεκαοκτω εκ των δουλων αυτου, των γεννηθεντων εν τη οικια αυτου, και κατεδιωξεν οπισω αυτων εως Δαν.
15 Ed egli, co’ suoi servitori, li assalì di notte da diverse bande, e li sconfisse, e li perseguì fino in Hoba, ch’è dal lato sinistro di Damasco.15 Και διαιρεσας τους εαυτου ωρμησε κατ' αυτων την νυκτα, αυτος και οι δουλοι αυτου, και επαταξεν αυτους, και κατεδιωξεν αυτους εως Χοβα ητις ειναι κατα τα αριστερα της Δαμασκου.
16 E ricoverò tutta la roba; riscosse ancora Lot suo fratello, e la sua roba, ed anche le donne, e il popolo16 Και επανεφερε παντα τα υπαρχοντα και ετι επανεφερε Λωτ τον αδελφον αυτου και τα υπαρχοντα αυτου, ετι δε και τας γυναικας και τον λαον.
17 E di poi, come egli se ne ritornava dalla sconfitta di Chedor-laomer e de’ re ch’erano con lui, il re di Sodoma gli uscì incontro nella Valle della pianura, ch’è la Valle del re.17 Εξηλθε δε ο βασιλευς των Σοδομων εις συναντησιν αυτου, αφου επεστρεψεν απο της καταστροφης του Χοδολλογομορ και των βασιλεων των μετ' αυτου, εν τη κοιλαδι Σαυη ητις ειναι η κοιλας του βασιλεως.
18 E Melchisedec, re di Salem, arrecò pane e vino; or egli era sacerdote dell’Iddio altissimo.18 Και ο Μελχισεδεκ βασιλευς Σαλημ εφερεν εξω αρτον και οινον? ητο δε ιερευς του Θεου του Υψιστου.
19 E lo benedisse, dicendo: Benedetto sia Abramo, appo l’Iddio altissimo, possessor del cielo e della terra.19 Και ευλογησεν αυτον και ειπεν, Ευλογημενος ο Αβραμ παρα του Θεου του Υψιστου, οστις εκτισε τον ουρανον και την γην?
20 E benedetto sia l’altissimo Iddio, che ti ha dati i tuoi nemici nelle mani. Ed Abramo gli diede la decima di ogni cosa20 και ευλογητος ο Θεος ο Υψιστος οστις παρεδωκε τους εχθρους σου εις την χειρα σου. Και Αβραμ εδωκεν εις αυτον δεκατον απο παντων.
21 E il re di Sodoma disse ad Abramo: Dammi le persone, e prendi per te la roba.21 Και ειπεν ο βασιλευς των Σοδομων προς τον Αβραμ, Δος μοι τους ανθρωπους, τα δε υπαρχοντα λαβε εις σεαυτον.
22 Ma Abramo rispose al re di Sodoma: Io ho alzata la mano al Signore Iddio altissimo, possessor del cielo e della terra;22 Ειπε δε ο Αβραμ προς τον βασιλεα των Σοδομων, Εγω υψωσα την χειρα μου προς Κυριον, τον Θεον τον Υψιστον, οστις εκτισε τον ουρανον και την γην,
23 se, di tutto ciò ch’è tuo, io prendo pure un filo, od una correggia di scarpa; che talora tu non dica: Io ho arricchito Abramo;23 οτι δεν θελω λαβει απο παντων των ιδικων σου απο κλωστης εως λωριου υποδηματος, δια να μη ειπης, Εγω επλουτισα τον Αβραμ?
24 salvo sol quello che questi fanti hanno mangiato, e la parte degli uomini che sono andati meco, cioè: Aner, Escol e Mamre; essi prenderanno la lor parte24 εκτος μονον εκεινου το οποιον εφαγον οι νεοι, και της μεριδος των ανθρωπων των ελθοντων μετ' εμου, του Ανηρ του Εσχωλ και του Μαμβρη, ουτοι ας λαβωσι την μεριδα αυτων.