1 (LA VOCE DE' PATRIARCHI DI CRISTO) Chi mi darae il fratello mio poppante le mammelle della madre mia, sì ch' io trovi te solo fuori, e basciti, e niuno mi dispregi? | 1 Ειθε να ησο ως αδελφος μου, θηλασας τους μαστους της μητρος μου. Ευρισκουσα σε εξω ηθελον σε φιλησει, και δεν ηθελον με καταφρονησει. |
2 Io ti piglierò per mano, e menerotti nella casa della madre mia, (e nella camera di quella che mi generoe); ivi ammaestrerai me, e io ti darò il nappo del vino confetto, e mosto di melegrane. | 2 Ηθελον σε συρει και σε εισαξει εις τον οικον της μητρος μου, δια να με διδαξης? ηθελον σε ποτισει οινον αρωματικον και χυμον του ροιδιου μου. |
3 La sua sinistra mano sotto il capo mio, e la sua diritta abbraccerae me. (LA VOCE DI CRISTO) | 3 Η αριστερα αυτου ηθελεν εισθαι υπο την κεφαλην μου, και η δεξια αυτου ηθελε με εναγκαλισθη. |
4 Io vi scongiuro, figliuole di Ierusalem, che voi non desedate e non facciate svegliare l'amica mia, infino ch' ella voglia. (LA VOCE DELLA SINAGOGA DELLA CHIESA) | 4 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση. |
5 Chi è questa che ascende del deserto, abbondante in delicatezze, appoggiata sopra il diletto suo?(LA VOCE DELLO SPOSO ALLA SINAGOGA)Sotto l'àlboro del melo ti sdormentai; quivi fu violata quella che ti generò, qui fu corrotta la madre tua. | 5 Τις αυτη η αναβαινουσα απο της ερημου, επιστηριζομενη επι τον αγαπητον αυτης; Εγω σε εξυπνησα υπο την μηλεαν? εκει σε εκοιλοπονησεν η μητηρ σου? εκει σε εγεννησεν η τεκουσα σε. |
6 Pommi per segnale sopra lo cuore tuo, e come segnale sopra lo braccio tuo; però ch' elli è forte l'amore, come la morte, e dura è, sì come lo inferno, la invidia; le lampade sue sì come lampade di fuoco e di fiamme. | 6 Θεσον με, ως σφραγιδα, επι την καρδιαν σου, ως σφραγιδα επι τον βραχιονα σου? διοτι η αγαπη ειναι ισχυρα ως ο θανατος? η ζηλοτυπια σκληρα ως ο αδης? αι φλογες αυτης φλογες πυρος, αναφλεξις ορμητικωτατη. |
7 Le molte acque non potranno spegnere la caritade, nè li fiumi copriranno quella; se l'uomo darà tutta la sustanza della casa sua per la dilettazione, quasi niente spregia lei. (PARLA CRISTO ALLA SINAGOGA) | 7 Υδατα πολλα δεν δυνανται να σβεσωσι την αγαπην, ουδε ποταμοι δυνανται να πνιξωσιν αυτην? εαν τις δωση παντα τα υπαρχοντα του οικου αυτου δια την αγαπην, παντελως θελουσι καταφρονησει αυτα. |
8 La nostra sorore picciola non ha mammelle; che faremo noi a nostra sorore il die ch' ella dovrà parlare? (CRISTO RISPONDE A SÈ) | 8 Ημεις εχομεν αδελφην μικραν, και μαστους δεν εχει? τι θελομεν καμει εις την αδελφην ημων την ημεραν καθ' ην γεινη λογος περι αυτης; |
9 S' egli è muro, facciamo sopra di quello beltresche d'ariento; s' egli è uscio, adorniamolo con tavole di cedro. (RISPONDE LA CHIESA) | 9 Εαν ηναι τειχος, θελομεν οικοδομησει επ' αυτην παλατιον αργυρουν? και εαν ηναι θυρα, θελομεν περιασφαλισει αυτην με σανιδας κεδρινας. |
10 Io sono muro; e le mammelle mie sono sì come torre, da ch' io sono fatta dinanzi da lui come quello che trova pace. (LA SINAGOGA ALLA CHIESA) | 10 Εγω ειμαι τειχος, και οι μαστοι μου ως πυργοι? τοτε ημην εις τους οφθαλμους αυτου ως ευρισκουσα ειρηνην. |
11 La vigna mia fu al pacifico, in quella la quale hae li popoli; egli la diede alli guardiani; l'uomo reca per lo frutto di quella mille danari d'ariento. (CRISTO DICE) | 11 Ο Σολομων ειχεν αμπελωνα εν Βααλ-χαμων? εδωκε τον αμπελωνα εις φυλακας? εκαστος επρεπε να φερη δια τον καρπον αυτου χιλια αργυρια. |
12 La vigna mia è dinanzi da me. Mille tuoi pacifichi, ducento a coloro che guardano il frutto d' essa. (CRISTO DICE ALLA CHIESA) | 12 Ο αμπελων εμου ειναι εμπροσθεν μου? τα χιλια ας ηναι δια σε, Σολομων, και διακοσια δια τους φυλαττοντας τον καρπον αυτου. |
13 Tu che abiti nelli orti, li amici t'ascoltano; fammi udire la voce tua. (LA VOCE DELLA CHIESA A CRISTO) | 13 Ω συ η καθημενη εν τοις κηποις, οι συντροφοι προσεχουσιν εις την φωνην σου? καμε με να ακουσω αυτην. |
14 Fuggi, diletto mio, assomigliati alla capriola e allo capriolo de' cervi in su' monti delli aromati. (Amen). | 14 Φευγε, αγαπητε μου, και γινου ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου επι τα ορη των αρωματων. |