SCRUTATIO

Lunedi, 15 dicembre 2025 - Santa Maria Crocifissa (Paola) ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 16


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 υπολαβων δε ιωβ λεγει1 Hiob na to odpowiedział:
2 ακηκοα τοιαυτα πολλα παρακλητορες κακων παντες2 Podobnie mówiono mi często. Zamiast koić, wszyscy dręczycie.
3 τι γαρ μη ταξις εστιν ρημασιν πνευματος η τι παρενοχλησει σοι οτι αποκρινη3 Czy koniec już pustym dźwiękom? Co skłania cię do mówienia?
4 καγω καθ' υμας λαλησω ει υπεκειτο γε η ψυχη υμων αντι της εμης ειτ' εναλουμαι υμιν ρημασιν κινησω δε καθ' υμων κεφαλην4 I ja bym przemawiał podobnie, ale gdy role zmienimy. Mowy bym do was układał, kiwałbym głową nad wami.
5 ειη δε ισχυς εν τω στοματι μου κινησιν δε χειλεων ου φεισομαι5 Pocieszałbym was ustami, nie skąpiłbym słów współczucia.
6 εαν γαρ λαλησω ουκ αλγησω το τραυμα εαν δε και σιωπησω τι ελαττον τρωθησομαι6 Lecz cierpień nie stłumię słowami. Czy odejdą ode mnie, gdy zmilknę?
7 νυν δε κατακοπον με πεποιηκεν μωρον σεσηποτα7 Ach, teraz jestem zmęczony, zniszczyłeś me wszystkie dowody;
8 και επελαβου μου εις μαρτυριον εγενηθη και ανεστη εν εμοι το ψευδος μου κατα προσωπον μου ανταπεκριθη8 ścisnąłeś mnie, mój świadek mi wrogiem, oskarża mnie moja słabość.
9 οργη χρησαμενος κατεβαλεν με εβρυξεν επ' εμε τους οδοντας βελη πειρατων αυτου επ' εμοι επεσεν9 Sroży się w gniewie i ściga, zgrzytając na mnie zębami. Wróg zmierzył mnie wzrokiem.
10 ακισιν οφθαλμων ενηλατο οξει επαισεν με εις σιαγονα ομοθυμαδον δε κατεδραμον επ' εμοι10 Usta swe na mnie rozwarli, po twarzy mnie bili okrutnie, społem się przeciw mnie złączyli.
11 παρεδωκεν γαρ με ο κυριος εις χειρας αδικου επι δε ασεβεσιν ερριψεν με11 Bóg mnie zaprzedał złoczyńcom, oddał mnie w ręce zbrodniarzy,
12 ειρηνευοντα διεσκεδασεν με λαβων με της κομης διετιλεν κατεστησεν με ωσπερ σκοπον12 zburzył już moją beztroskę, chwycił za grzbiet i roztrzaskał, obrał mnie sobie za cel.
13 εκυκλωσαν με λογχαις βαλλοντες εις νεφρους μου ου φειδομενοι εξεχεαν εις την γην την χολην μου13 Łucznikami mnie zewsząd otoczył, nerki mi przeszył nieludzko, żółć moją wylał na ziemię.
14 κατεβαλον με πτωμα επι πτωματι εδραμον προς με δυναμενοι14 Wyłom czynił po wyłomie, jak wojownik natarł na mnie.
15 σακκον ερραψα επι βυρσης μου το δε σθενος μου εν γη εσβεσθη15 Przywdziałem wór na swe ciało, czołem w proch uderzyłem,
16 η γαστηρ μου συγκεκαυται απο κλαυθμου επι δε βλεφαροις μου σκια16 oblicze czerwone od płaczu, w oczach już widzę pomrokę,
17 αδικον δε ουδεν ην εν χερσιν μου ευχη δε μου καθαρα17 choć rąk nie zmazałem występkiem i modlitwa moja jest czysta.
18 γη μη επικαλυψης εφ' αιματι της σαρκος μου μηδε ειη τοπος τη κραυγη μου18 Ziemio, nie zakryj mej krwi, by krzyk ukojenia nie zaznał.
19 και νυν ιδου εν ουρανοις ο μαρτυς μου ο δε συνιστωρ μου εν υψιστοις19 Teraz mój Świadek jest w niebie, Ten, co mnie zna, jest wysoko.
20 αφικοιτο μου η δεησις προς κυριον εναντι δε αυτου σταζοι μου ο οφθαλμος20 Gdy gardzą mną przyjaciele, zwracam się z płaczem do Boga,
21 ειη δε ελεγχος ανδρι εναντι κυριου και υιος ανθρωπου τω πλησιον αυτου21 by rozsądził spór człowieka z Bogiem, jakby człowieka z człowiekiem.
22 ετη δε αριθμητα ηκασιν οδω δε η ουκ επαναστραφησομαι πορευσομαι22 Jeszcze upłynie lat kilka, nim pójdę, skąd nie ma powrotu.