SCRUTATIO

Giovedi, 11 dicembre 2025 - Nostra Signora di Loreto ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 15


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 υπολαβων δε ελιφας ο θαιμανιτης λεγει1 Elifaz z Temanu głos zabrał i rzekł:
2 ποτερον σοφος αποκρισιν δωσει συνεσεως πνευματος και ενεπλησεν πονον γαστρος2 Czy mowa mędrca to wicher? Czy pierś mu wypełnia wiatr wschodni?
3 ελεγχων εν ρημασιν οις ου δει εν λογοις οις ουδεν οφελος3 Czy gani zbędnymi słowami, słowami, co na nic się zdadzą?
4 ου και συ απεποιησω φοβον συνετελεσω δε ρηματα τοιαυτα εναντι του κυριου4 Ty nawet niszczysz pobożność, osłabiasz modlitwę do Boga.
5 ενοχος ει ρημασιν στοματος σου ουδε διεκρινας ρηματα δυναστων5 Twoja nieprawość uczy cię mówić, używasz języka bluźnierców.
6 ελεγξαι σε το σον στομα και μη εγω τα δε χειλη σου καταμαρτυρησουσιν σου6 Nie ja - twoje usta cię potępią, twoje wargi są świadkami przeciw tobie.
7 τι γαρ μη πρωτος ανθρωπων εγενηθης η προ θινων επαγης7 Czyś pierwszym człowiekiem na ziemi, wcześniej niż góry stworzonym?
8 η συνταγμα κυριου ακηκοας εις δε σε αφικετο σοφια8 Czy z tobą to Bóg przyjaźnie rozmawiał i zagarnąłeś całą mądrość?
9 τι γαρ οιδας ο ουκ οιδαμεν η τι συνιεις ο ουχι και ημεις9 Czy może lepiej coś od nas pojąłeś? I jasne ci rzeczy nam nieznane?
10 και γε πρεσβυτης και γε παλαιος εν ημιν βαρυτερος του πατρος σου ημεραις10 I u nas są mędrcy, sędziwi, starsi od ojca twojego.
11 ολιγα ων ημαρτηκας μεμαστιγωσαι μεγαλως υπερβαλλοντως λελαληκας11 Czy nieważne u ciebie Boże pociechy i łagodne z tobą rozmowy?
12 τι ετολμησεν η καρδια σου η τι επηνεγκαν οι οφθαλμοι σου12 Czemu masz serce wzburzone, oczami swymi tak mrugasz,
13 οτι θυμον ερρηξας εναντι κυριου εξηγαγες δε εκ στοματος ρηματα τοιαυτα13 gdy duch twój się na Boga porywa i słowa z ust swoich miotasz?
14 τις γαρ ων βροτος οτι εσται αμεμπτος η ως εσομενος δικαιος γεννητος γυναικος14 Czyż mógłby człowiek żyć w święcie lub syn człowieczy bez zmazy,
15 ει κατα αγιων ου πιστευει ουρανος δε ου καθαρος εναντιον αυτου15 gdy On nie ufa swym świętym, niebiosa nie dość dlań czyste?
16 εα δε εβδελυγμενος και ακαθαρτος ανηρ πινων αδικιας ισα ποτω16 Tym bardziej wstrętny Mu grzesznik, co pije nieprawość jak wodę.
17 αναγγελω δε σοι ακουε μου α δη εωρακα αναγγελω σοι17 Wyjaśnię, ty mnie posłuchaj, a to wypowiem, com widział.
18 α σοφοι ερουσιν και ουκ εκρυψαν πατερας αυτων18 Naukę mędrców wyłożę, co ojców mądrości nie kryli.
19 αυτοις μονοις εδοθη η γη και ουκ επηλθεν αλλογενης επ' αυτους19 Im samym ziemię oddano, bo obcych wśród nich nie było.
20 πας ο βιος ασεβους εν φροντιδι ετη δε αριθμητα δεδομενα δυναστη20 Nieprawy jest zawsze w strachu, zliczone są lata tyrana,
21 ο δε φοβος αυτου εν ωσιν αυτου οταν δοκη ηδη ειρηνευειν ηξει αυτου η καταστροφη21 głos wrogów brzmi w jego uszach, że w szczęściu napadnie niszczyciel.
22 μη πιστευετω αποστραφηναι απο σκοτους εντεταλται γαρ ηδη εις χειρας σιδηρου22 Nie wierzy, iż ujdzie mroku, los mu pod miecz wyznaczono,
23 κατατετακται δε εις σιτα γυψιν οιδεν δε εν εαυτω οτι μενει εις πτωμα ημερα δε αυτον σκοτεινη στροβησει23 rzucą go sępom na pokarm, rozumie, że zguba dlań pewna.
24 αναγκη δε και θλιψις αυτον καθεξει ωσπερ στρατηγος πρωτοστατης πιπτων24 Czarny dzień go przeraża, strach go przygniata jak mara, niby król gotowy do boju.
25 οτι ηρκεν χειρας εναντιον του κυριου εναντι δε κυριου παντοκρατορος ετραχηλιασεν25 Prawicę swą podniósł na Boga, do walki wyzwał Wszechmocnego,
26 εδραμεν δε εναντιον αυτου υβρει εν παχει νωτου ασπιδος αυτου26 biegł z wyciągniętą szyją pod grubych tarcz ochroną.
27 οτι εκαλυψεν το προσωπον αυτου εν στεατι αυτου και εποιησεν περιστομιον επι των μηριων27 Twarz swoją ukrył w tłuszczu, a lędźwie mu utyły;
28 αυλισθειη δε πολεις ερημους εισελθοι δε εις οικους αοικητους α δε εκεινοι ητοιμασαν αλλοι αποισονται28 mieszkać chce w miastach zburzonych, w domach, gdzie ludzi już nie ma, którym pisana ruina.
29 ουτε μη πλουτισθη ουτε μη μεινη αυτου τα υπαρχοντα ου μη βαλη επι την γην σκιαν29 Nie dojdzie do trwałej fortuny, ani do mroku zejdą bogactwa.
30 ουδε μη εκφυγη το σκοτος τον βλαστον αυτου μαραναι ανεμος εκπεσοι δε αυτου το ανθος30 Nie zdoła uniknąć ciemności: słońce spali mu zieleń, z oddechem i mowę utraci.
31 μη πιστευετω οτι υπομενει κενα γαρ αποβησεται αυτω31 Niech złudą wiedziony nie ufa, bo złuda będzie jego zapłatą.
32 η τομη αυτου προ ωρας φθαρησεται και ο ραδαμνος αυτου ου μη πυκαση32 Latorośl uwiędnie przed czasem, gałązki się nie zazielenią.
33 τρυγηθειη δε ωσπερ ομφαξ προ ωρας εκπεσοι δε ως ανθος ελαιας33 Wyrzucą go jak kwaśne grona, oderwą jak liście oliwki;
34 μαρτυριον γαρ ασεβους θανατος πυρ δε καυσει οικους δωροδεκτων34 potomstwo niewiernym się nie rodzi, ogień strawi namiot przekupcy.
35 εν γαστρι δε λημψεται οδυνας αποβησεται δε αυτω κενα η δε κοιλια αυτου υποισει δολον35 Kto krzywdę pocznie, ten rodzi nieszczęście, gdyż wnętrze gotuje mu zawód.