1 τω δε ενατω και τεσσαρακοστω και εκατοστω ετει προσεπεσεν τοις περι τον ιουδαν αντιοχον τον ευπατορα παραγενεσθαι συν πληθεσιν επι την ιουδαιαν | 1 W sto czterdziestym dziewiątym roku doszło do żołnierzy Judy, że Antioch Eupator wyruszył z wojskiem przeciwko Judei |
2 και συν αυτω λυσιαν τον επιτροπον και επι των πραγματων εκαστον εχοντα δυναμιν ελληνικην πεζων μυριαδας ενδεκα και ιππεων πεντακισχιλιους τριακοσιους και ελεφαντας εικοσι δυο αρματα δε δρεπανηφορα τριακοσια | 2 i że z nim jest Lizjasz, jego opiekun i wielkorządca, na czele greckiego wojska liczącego sto dziesięć tysięcy piechoty, pięć tysięcy trzystu jezdnych, dwadzieścia dwa słonie i trzysta rydwanów uzbrojonych w sierpy. |
3 συνεμειξεν δε αυτοις και μενελαος και παρεκαλει μετα πολλης ειρωνειας τον αντιοχον ουκ επι σωτηρια της πατριδος οιομενος δε επι της αρχης κατασταθησεσθαι | 3 Dołączył się zaś do nich Menelaos, który bardzo podstępnie prosił Antiocha, jednak nie o ocalenie ojczyzny, ale - czego się spodziewał - o przywrócenie mu władzy. |
4 ο δε βασιλευς των βασιλεων εξηγειρεν τον θυμον του αντιοχου επι τον αλιτηριον και λυσιου υποδειξαντος τουτον αιτιον ειναι παντων των κακων προσεταξεν ως εθος εστιν εν τω τοπω προσαπολεσαι αγαγοντας εις βεροιαν | 4 Król królów jednak rozpalił gniew Antiocha przeciwko złoczyńcy. Lizjasz bowiem wyjaśnił, że on właśnie jest winien całego zła, a [król] rozkazał, aby go zaprowadzili do Beroi i stracili wedle miejscowych zwyczajów. |
5 εστιν δε εν τω τοπω πυργος πεντηκοντα πηχεων πληρης σποδου ουτος δε οργανον ειχεν περιφερες παντοθεν αποκρημνον εις την σποδον | 5 Była zaś tam wieża wysoka na pięćdziesiąt łokci, pełna popiołu, w niej zaś było urządzenie, które się obracało i ze wszystkich stron strącało do popiołu. |
6 ενταυθα τον ιεροσυλιας ενοχον η και τινων αλλων κακων υπεροχην πεποιημενον απαντες προσωθουσιν εις ολεθρον | 6 Stamtąd świętokradcę lub winnego niektórych innych niezwykle ciężkich przestępstw strącali na zagładę. |
7 τοιουτω μορω τον παρανομον συνεβη θανειν μηδε της γης τυχοντα μενελαον | 7 W ten sposób przyszła na przestępcę śmierć, która pozbawiła Menelaosa grobu wykopanego w ziemi - |
8 πανυ δικαιως επει γαρ συνετελεσατο πολλα περι τον βωμον αμαρτηματα ου το πυρ αγνον ην και η σποδος εν σποδω τον θανατον εκομισατο | 8 bardzo słusznie - popełnił on bowiem wiele grzechów przeciwko ołtarzowi, którego ogień i popiół był święty. W popiele więc znalazł śmierć. |
9 τοις δε φρονημασιν ο βασιλευς βεβαρβαρωμενος ηρχετο τα χειριστα των επι του πατρος αυτου γεγονοτων ενδειξομενος τοις ιουδαιοις | 9 Król pełen barbarzyńskich myśli postępował naprzód, aby pokazać Żydom rzeczy gorsze od tych, które były za jego ojca. |
10 μεταλαβων δε ιουδας ταυτα παρηγγειλεν τω πληθει δι' ημερας και νυκτος επικαλεισθαι τον κυριον ει ποτε και αλλοτε και νυν επιβοηθειν τοις του νομου και πατριδος και ιερου αγιου στερεισθαι μελλουσιν | 10 Dowiedział się o tym Juda i oznajmił ludowi, aby dzień i noc wołali do Pana, a może jak poprzednio, tak również teraz wspomoże tych, którzy mają być pozbawieni Prawa, ojczyzny i świętego przybytku, |
11 και τον αρτι βραχεως ανεψυχοτα λαον μη εασαι τοις δυσφημοις εθνεσιν υποχειριους γενεσθαι | 11 a nie pozwoli, aby lud, który dopiero co na krótko odetchnął, popadł w służbę nikczemnych pogan. |
12 παντων δε το αυτο ποιησαντων ομου και καταξιωσαντων τον ελεημονα κυριον μετα κλαυθμου και νηστειων και προπτωσεως επι ημερας τρεις αδιαλειπτως παρακαλεσας αυτους ο ιουδας εκελευσεν παραγινεσθαι | 12 Kiedy zaś wszyscy uczynili to i błagali na kolanach miłosiernego Pana ze łzami i w postach przez trzy dni bez przerwy, Juda przemówił do nich i polecił, aby byli blisko. |
13 καθ' εαυτον δε συν τοις πρεσβυτεροις γενομενος εβουλευσατο πριν εισβαλειν του βασιλεως το στρατευμα εις την ιουδαιαν και γενεσθαι της πολεως εγκρατεις εξελθοντας κριναι τα πραγματα τη του θεου βοηθεια | 13 Po osobnej naradzie ze starszyzną polecił, aby - zanim król wprowadzi wojsko do Judei i stanie się panem miasta - wyjść i być gotowym na wszystko przy Bożej pomocy. |
14 δους δε την επιτροπην τω κτιστη του κοσμου παρακαλεσας τους συν αυτω γενναιως αγωνισασθαι μεχρι θανατου περι νομων ιερου πολεως πατριδος πολιτειας περι δε μωδειν εποιησατο την στρατοπεδειαν | 14 Oddając się w opiekę Stwórcy świata upomniał swoich żołnierzy, aby mężnie aż do śmierci walczyli za prawa, świątynię, miasto, ojczyznę i zwyczaje ojczyste. Koło Modin rozbił obóz. |
15 αναδους δε τοις περι αυτον συνθημα θεου νικην μετα νεανισκων αριστων κεκριμενων επιβαλων νυκτωρ επι την βασιλικην αυλην την παρεμβολην ανειλεν εις ανδρας δισχιλιους και τον πρωτευοντα των ελεφαντων συν τω κατ' οικιαν οντι συνεκεντησεν | 15 Swoim żołnierzom dał hasło: Boże zwycięstwo!, sam zaś z wybranymi najlepszymi młodzieńcami napadł nocną porą na królewski namiot. W obozie zgładził około dwu tysięcy ludzi i przebił największego ze słoni razem z tym, który był na wierzchu. |
16 και το τελος την παρεμβολην δεους και ταραχης επληρωσαν και εξελυσαν ευημερουντες | 16 Na koniec zaś, kiedy obóz napełnili strachem i przerażeniem, wycofali się pełni radości. |
17 υποφαινουσης δε ηδη της ημερας τουτο εγεγονει δια την επαρηγουσαν αυτω του κυριου σκεπην | 17 Nim dzień zaświtał, wszystko się już dokonało dzięki opiece, którą otoczył go Pan. |
18 ο δε βασιλευς ειληφως γευμα της των ιουδαιων ευτολμιας κατεπειρασεν δια μεθοδων τους τοπους | 18 Kiedy król miał przedsmak odwagi Żydów, rozpoczął próby, aby podstępnymi sposobami stać się panem okolicy. |
19 και επι βαιθσουρα φρουριον οχυρον των ιουδαιων προσηγεν ετροπουτο προσεκρουεν ηλαττονουτο | 19 Zbliżył się więc do Bet-Sur, mocnej żydowskiej twierdzy, został odrzucony, dokonał natarcia, został pokonany. |
20 τοις δε ενδον ιουδας τα δεοντα εισεπεμψεν | 20 Juda bowiem posłał oblężonym wszystko, co było potrzebne. |
21 προσηγγειλεν δε τα μυστηρια τοις πολεμιοις ροδοκος εκ της ιουδαικης ταξεως ανεζητηθη και κατελημφθη και κατεκλεισθη | 21 Kiedy Rodokos z żydowskiego wojska zdradził nieprzyjaciołom tajemnice, odszukano go, pochwycono i zamknięto. |
22 εδευτερολογησεν ο βασιλευς τοις εν βαιθσουροις δεξιαν εδωκεν ελαβεν απηει προσεβαλεν τοις περι τον ιουδαν ηττων εγενετο | 22 Drugi raz prowadził król układy z załogą Bet-Sur, wyciągnął prawicę, otrzymał [ją], oddalił się, napadł na żołnierzy Judy, został pokonany. |
23 μετελαβεν απονενοησθαι τον φιλιππον εν αντιοχεια τον απολελειμμενον επι των πραγματων συνεχυθη τους ιουδαιους παρεκαλεσεν υπεταγη και ωμοσεν επι πασι τοις δικαιοις συνελυθη και θυσιαν προσηγαγεν ετιμησεν τον νεω και τον τοπον εφιλανθρωπησεν | 23 Dowiedział się, że Filip pozostawiony jako wielkorządca w Antiochii dostał pomieszania zmysłów. Głęboko tym poruszony zwrócił się do Żydów łagodnymi słowami, wszedł w porozumienie i zaprzysiągł wszystkie dogodne warunki, pojednał się i złożył ofiarę, uczcił świątynię i okazał się wspaniałomyślnym wobec miejsca [świętego]. |
24 και τον μακκαβαιον απεδεξατο κατελιπεν στρατηγον απο πτολεμαιδος εως των γερρηνων ηγεμονιδην | 24 Przyjął nawet Machabeusza. Pozostawił Hegemonidesa dowódcą od Ptolemaidy aż do kraju Gerreńczyków. |
25 ηλθεν εις πτολεμαιδα εδυσφορουν περι των συνθηκων οι πτολεμαεις εδειναζον γαρ υπερ ων ηθελησαν αθετειν τας διασταλσεις | 25 Udał się do Ptolemaidy. Mieszkańcy jednak Ptolemaidy byli niezadowoleni z układów, oburzyli się i chcieli unieważnić postanowienia. |
26 προσηλθεν επι το βημα λυσιας απελογησατο ενδεχομενως συνεπεισεν κατεπραυνεν ευμενεις εποιησεν ανεζευξεν εις αντιοχειαν ουτω τα του βασιλεως της εφοδου και της αναζυγης εχωρησεν | 26 Lizjasz wszedł na trybunę, bronił, jak mógł, uspokoił, ułagodził, przejednał, powrócił do Antiochii. - Tak się odbył wypad i wycofanie się króla. |