SCRUTATIO

Lunedi, 22 dicembre 2025 - Santa Francesca Saverio Cabrini ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 4


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 και παρελαβεν γοργιας πεντακισχιλιους ανδρας και χιλιαν ιππον εκλεκτην και απηρεν η παρεμβολη νυκτος1 Gorgiasz wziął ze sobą pięć tysięcy piechoty i tysiąc wyborowej konnicy i w nocy wyszedł z obozu,
2 ωστε επιβαλειν επι την παρεμβολην των ιουδαιων και παταξαι αυτους αφνω και υιοι της ακρας ησαν αυτω οδηγοι2 ażeby niespodzianie napaść na obóz Żydów i zadać im klęskę. Przewodnikami jego byli żołnierze z zamku.
3 και ηκουσεν ιουδας και απηρεν αυτος και οι δυνατοι παταξαι την δυναμιν του βασιλεως την εν αμμαους3 Juda jednak dowiedział się o tym i sam ruszył z wojownikami, aby uderzyć na siły królewskie, które pozostały w obozie pod Emmaus
4 εως ετι εσκορπισμεναι ησαν αι δυναμεις απο της παρεμβολης4 jeszcze w tym czasie, kiedy część wojska była z dala od obozu.
5 και ηλθεν γοργιας εις την παρεμβολην ιουδου νυκτος και ουδενα ευρεν και εζητει αυτους εν τοις ορεσιν οτι ειπεν φευγουσιν ουτοι αφ' ημων5 Gorgiasz w nocy przybył do obozu Judy. Nikogo jednak nie zastał. Szukał więc ich w górach, gdyż mówił sobie: Oni uciekają przed nami.
6 και αμα ημερα ωφθη ιουδας εν τω πεδιω εν τρισχιλιοις ανδρασιν πλην καλυμματα και μαχαιρας ουκ ειχον ως ηβουλοντο6 Z nastaniem dnia Juda ukazał się na równinie razem z trzema tysiącami żołnierzy. Poza pancerzami i mieczami nie mieli żadnej broni, jaką by mieć pragnęli.
7 και ειδον παρεμβολην εθνων ισχυραν και τεθωρακισμενην και ιππον κυκλουσαν αυτην και ουτοι διδακτοι πολεμου7 Zobaczyli zaś, jak obóz pogan był mocny i obwarowany, i otoczony konnicą, a oni wyćwiczeni w walce.
8 και ειπεν ιουδας τοις ανδρασιν τοις μετ' αυτου μη φοβεισθε το πληθος αυτων και το ορμημα αυτων μη δειλωθητε8 Wtedy Juda odezwał się do tych ludzi, którzy z nim byli: Nie obawiajcie się ich wielkiej liczby! Nie bójcie się ich natarcia!
9 μνησθητε ως εσωθησαν οι πατερες ημων εν θαλασση ερυθρα οτε εδιωκεν αυτους φαραω εν δυναμει9 Przypomnijcie sobie, jak to w Morzu Czerwonym ocaleli nasi przodkowie, gdy ścigał ich faraon razem z wojskiem.
10 και νυν βοησωμεν εις ουρανον ει θελησει ημας και μνησθησεται διαθηκης πατερων και συντριψει την παρεμβολην ταυτην κατα προσωπον ημων σημερον10 Teraz więc wołajmy do Nieba, może ma w nas upodobanie i wspomni na przymierze zawarte z przodkami, i zgniecie dzisiaj to wojsko przed nami,
11 και γνωσονται παντα τα εθνη οτι εστιν ο λυτρουμενος και σωζων τον ισραηλ11 aby wszystkie narody przekonały się, że istnieje Ten, który wybawia i ratuje Izraela.
12 και ηραν οι αλλοφυλοι τους οφθαλμους αυτων και ειδον αυτους ερχομενους εξ εναντιας12 Poganie podnieśli oczy i zobaczyli, że oni idą przeciwko nim.
13 και εξηλθον εκ της παρεμβολης εις πολεμον και εσαλπισαν οι παρα ιουδου13 Wyszli więc z obozu do walki. Ci, którzy byli obok Judy, zagrali na trąbach.
14 και συνηψαν και συνετριβησαν τα εθνη και εφυγον εις το πεδιον14 Tak rozpoczęto bitwę. Poganie zostali pobici i uciekli na równinę,
15 οι δε εσχατοι παντες επεσον εν ρομφαια και εδιωξαν αυτους εως γαζηρων και εως των πεδιων της ιδουμαιας και αζωτου και ιαμνειας και επεσαν εξ αυτων εις ανδρας τρισχιλιους15 a którzy uciekali ostatni, wszyscy padli pod mieczem. Ścigano ich aż do Gezer, do równiny idumejskiej, do Azotu i do Jamnii. Zginęło z nich blisko trzy tysiące żołnierzy.
16 και απεστρεψεν ιουδας και η δυναμις απο του διωκειν οπισθεν αυτων16 Potem Juda i wojsko powrócili z pościgu za nimi,
17 και ειπεν προς τον λαον μη επιθυμησητε των σκυλων οτι πολεμος εξ εναντιας ημων17 Juda zaś powiedział do ludzi: Na łupy się nie łakomcie! Walka bowiem jest jeszcze przed nami.
18 και γοργιας και η δυναμις εν τω ορει εγγυς ημων αλλα στητε νυν εναντιον των εχθρων ημων και πολεμησατε αυτους και μετα ταυτα λαβετε τα σκυλα μετα παρρησιας18 Gorgiasz i jego wojsko jest blisko nas, na górze. Stańcie więc teraz przeciwko naszym wrogom, pobijcie ich, a wtedy z całą swobodą będziecie mogli zabrać łupy.
19 ετι πληρουντος ιουδου ταυτα μερος τι ωφθη εκκυπτον εκ του ορους19 Jeszcze Juda tych słów nie dokończył, gdy ukazał się jakiś oddział, który schodził z góry.
20 και ειδεν οτι τετροπωνται και εμπυριζουσιν την παρεμβολην ο γαρ καπνος ο θεωρουμενος ενεφανιζεν το γεγονος20 Zobaczył on, że swoi pouciekali, a obóz spalony. Dym bowiem, który się unosił, jasno ukazywał to, co się stało.
21 οι δε ταυτα συνιδοντες εδειλωθησαν σφοδρα συνιδοντες δε και την ιουδου παρεμβολην εν τω πεδιω ετοιμην εις παραταξιν21 Ci, którzy to zobaczyli, bardzo się przelękli. Kiedy zaś zobaczyli na równinie także wojsko Judy gotowe do boju,
22 εφυγον παντες εις γην αλλοφυλων22 wszyscy uciekli do filistyńskiego kraju.
23 και ιουδας ανεστρεψεν επι την σκυλειαν της παρεμβολης και ελαβον χρυσιον πολυ και αργυριον και υακινθον και πορφυραν θαλασσιαν και πλουτον μεγαν23 Wtedy Juda wrócił się, aby zabrać łupy z obozu. Zabrali wiele złota i srebra, a także purpury fioletowej i czerwonej, i wiele innego bogactwa.
24 και επιστραφεντες υμνουν και ευλογουν εις ουρανον οτι καλον οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου24 Wracając zaś śpiewali pieśni i dziękowali Niebu, że jest dobre i że na wieki Jego łaskawość.
25 και εγενηθη σωτηρια μεγαλη τω ισραηλ εν τη ημερα εκεινη25 Tego bowiem dnia dokonało się prawdziwe wybawienie Izraela.
26 οσοι δε των αλλοφυλων διεσωθησαν παραγενηθεντες απηγγειλαν τω λυσια παντα τα συμβεβηκοτα26 Ci z pogan, którzy zdołali się uratować, udali się do Lizjasza i donieśli mu o wszystkim, co się stało.
27 ο δε ακουσας συνεχυθη και ηθυμει οτι ουχ οια ηθελεν τοιαυτα εγεγονει τω ισραηλ και ουχ οια αυτω ενετειλατο ο βασιλευς εξεβη27 On zaś dowiedziawszy się o tym zatrwożył się i upadł na duchu, bo z Izraelem nie tak się stało, jak on sobie życzył, i nie tak wyszło, jak mu król rozkazał.
28 και εν τω ερχομενω ενιαυτω συνελοχησεν ανδρων επιλεκτων εξηκοντα χιλιαδας και πεντακισχιλιαν ιππον ωστε εκπολεμησαι αυτους28 W następnym więc roku zgromadził sześćdziesiąt tysięcy wyborowej piechoty i pięć tysięcy konnicy, aby ich pobić.
29 και ηλθον εις την ιδουμαιαν και παρενεβαλον εν βαιθσουροις και συνηντησεν αυτοις ιουδας εν δεκα χιλιασιν ανδρων29 Przybyli do Idumei i w Bet-Sur rozłożyli się obozem. Juda z dziesięciu tysiącami żołnierzy wyruszył im naprzeciw.
30 και ειδεν την παρεμβολην ισχυραν και προσηυξατο και ειπεν ευλογητος ει ο σωτηρ ισραηλ ο συντριψας το ορμημα του δυνατου εν χειρι του δουλου σου δαυιδ και παρεδωκας την παρεμβολην των αλλοφυλων εις χειρας ιωναθου υιου σαουλ και του αιροντος τα σκευη αυτου30 Kiedy zobaczył ogromne wojsko, modlił się słowami: Błogosławiony jesteś, Wybawicielu Izraela, który natarcie mocarza złamałeś ręką swego sługi Dawida i który obóz filistyński wydałeś w ręce Jonatana, syna Saula, i tego, który broń za nim nosił.
31 ουτως συγκλεισον την παρεμβολην ταυτην εν χειρι λαου σου ισραηλ και αισχυνθητωσαν επι τη δυναμει και τη ιππω αυτων31 Tak samo wydaj ten obóz w ręce ludu Twego izraelskiego. Niech będą pohańbieni razem ze swym wojskiem i ze swą konnicą.
32 δος αυτοις δειλιαν και τηξον θρασος ισχυος αυτων και σαλευθητωσαν τη συντριβη αυτων32 Ześlij na nich strach, zniszcz ich odwagę i męstwo, niech drżą z obawy przed swoją klęską!
33 καταβαλε αυτους ρομφαια αγαπωντων σε και αινεσατωσαν σε παντες οι ειδοτες το ονομα σου εν υμνοις33 Powal ich na ziemię mieczem tych, którzy cię miłują, i niechaj Cię pieśniami sławią wszyscy, co znają Twoje imię.
34 και συνεβαλλον αλληλοις και επεσον εκ της παρεμβολης λυσιου εις πεντακισχιλιους ανδρας και επεσον εξ εναντιας αυτων34 Rzucili się jedni na drugich. Z wojska Lizjasza padło blisko pięć tysięcy żołnierzy przez nich zabitych.
35 ιδων δε λυσιας την γενομενην τροπην της αυτου συνταξεως της δε ιουδου το γεγενημενον θαρσος και ως ετοιμοι εισιν η ζην η τεθνηκεναι γενναιως απηρεν εις αντιοχειαν και εξενολογει πλεοναστον παλιν παραγινεσθαι εις την ιουδαιαν35 Kiedy Lizjasz spostrzegł odwrót swoich szyków i odwagę żołnierzy Judy, jak gotowi byli albo żyć, albo mężnie zginąć, wycofał się do Antiochii i najmował żołnierzy, aby znów znaleźć się w Judei z większą ilością wojska.
36 ειπεν δε ιουδας και οι αδελφοι αυτου ιδου συνετριβησαν οι εχθροι ημων αναβωμεν καθαρισαι τα αγια και εγκαινισαι36 Juda i jego bracia powiedzieli: Oto nasi wrogowie są starci. Chodźmy, aby świątynię oczyścić i na nowo poświęcić.
37 και συνηχθη η παρεμβολη πασα και ανεβησαν εις ορος σιων37 Zebrało się więc całe wojsko i poszli na górę Syjon.
38 και ειδον το αγιασμα ηρημωμενον και το θυσιαστηριον βεβηλωμενον και τας θυρας κατακεκαυμενας και εν ταις αυλαις φυτα πεφυκοτα ως εν δρυμω η ως εν ενι των ορεων και τα παστοφορια καθηρημενα38 Tam zobaczyli, że świątynia jest spustoszona, ołtarz zbezczeszczony, bramy popalone, na dziedzińcu krzaki rozrośnięte jakby w lesie albo na jakiejś górze, a pomieszczenia dla kapłanów zamienione w ruinę.
39 και διερρηξαν τα ιματια αυτων και εκοψαντο κοπετον μεγαν και επεθεντο σποδον39 Rozdarli więc swoje szaty, podnieśli ogromny płacz, głowy posypali popiołem
40 και επεσαν επι προσωπον επι την γην και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν των σημασιων και εβοησαν εις ουρανον40 i upadli twarzą na ziemię. Potem zaś zaczęli grać na trąbach sygnałowych i wołali do Nieba.
41 τοτε επεταξεν ιουδας ανδρασιν πολεμειν τους εν τη ακρα εως καθαριση τα αγια41 Wtedy Juda rozkazał ludziom, aby walczyli z tymi, co przebywali na zamku, aż świątynia zostanie oczyszczona.
42 και επελεξατο ιερεις αμωμους θελητας νομου42 Wybrał kapłanów nienagannych i wiernych Prawu.
43 και εκαθαρισαν τα αγια και ηραν τους λιθους του μιασμου εις τοπον ακαθαρτον43 Oczyścili oni świątynię i wynieśli splugawione kamienie na nieczyste miejsce.
44 και εβουλευσαντο περι του θυσιαστηριου της ολοκαυτωσεως του βεβηλωμενου τι αυτω ποιησωσιν44 Potem naradzali się, co zrobić z ołtarzem całopalenia, który został zbezczeszczony.
45 και επεσεν αυτοις βουλη αγαθη καθελειν αυτο μηποτε γενηται αυτοις εις ονειδος οτι εμιαναν τα εθνη αυτο και καθειλον το θυσιαστηριον45 Przyszła im jednak dobra myśl, żeby go rozwalić, aby nie było dla nich hańbą to, że poganie go zbezcześcili. Rozwalili więc ołtarz,
46 και απεθεντο τους λιθους εν τω ορει του οικου εν τοπω επιτηδειω μεχρι του παραγενηθηναι προφητην του αποκριθηναι περι αυτων46 a kamienie złożyli na oznaczonym miejscu na świątynnej górze, na tak długo, aż się ukaże prorok i nimi rozporządzi.
47 και ελαβον λιθους ολοκληρους κατα τον νομον και ωκοδομησαν θυσιαστηριον καινον κατα το προτερον47 Potem zaś, zgodnie z nakazami Prawa, wzięli nieciosanych kamieni i na wzór poprzedniego wybudowali nowy ołtarz.
48 και ωκοδομησαν τα αγια και τα εντος του οικου και τας αυλας ηγιασαν48 Naprawili też świątynię i poświęcili wnętrze przybytku i dziedzińce.
49 και εποιησαν σκευη αγια καινα και εισηνεγκαν την λυχνιαν και το θυσιαστηριον των θυμιαματων και την τραπεζαν εις τον ναον49 Wykonali także nowe święte naczynia, a do przybytku wnieśli świecznik, ołtarz kadzenia i stół.
50 και εθυμιασαν επι το θυσιαστηριον και εξηψαν τους λυχνους τους επι της λυχνιας και εφαινον εν τω ναω50 Na ołtarzu palili kadzidło, zapalili świece na świeczniku, i jaśniały one w przybytku.
51 και επεθηκαν επι την τραπεζαν αρτους και εξεπετασαν τα καταπετασματα και ετελεσαν παντα τα εργα α εποιησαν51 Na stole położyli chleby, zawiesili zasłony. Tak do końca doprowadzili wszystko, czego się podjęli.
52 και ωρθρισαν το πρωι τη πεμπτη και εικαδι του μηνος του ενατου ουτος ο μην χασελευ του ογδοου και τεσσαρακοστου και εκατοστου ετους52 Dwudziestego piątego dnia dziewiątego miesiąca, to jest miesiąca Kislew, sto czterdziestego ósmego roku, wstali wcześnie rano
53 και ανηνεγκαν θυσιαν κατα τον νομον επι το θυσιαστηριον των ολοκαυτωματων το καινον ο εποιησαν53 i zgodnie z Prawem złożyli ofiarę na nowym ołtarzu całopalenia, który wybudowali.
54 κατα τον καιρον και κατα την ημεραν εν η εβεβηλωσαν αυτο τα εθνη εν εκεινη ενεκαινισθη εν ωδαις και κιθαραις και κινυραις και κυμβαλοις54 Dokładnie w tym samym czasie i tego samego dnia, którego poganie go zbezcześcili, został on na nowo poświęcony przy śpiewie pieśni i grze na cytrach, harfach i cymbałach.
55 και επεσεν πας ο λαος επι προσωπον και προσεκυνησαν και ευλογησαν εις ουρανον τον ευοδωσαντα αυτοις55 Cały lud upadł na twarz, oddał pokłon i aż pod niebo wysławiał Tego, który im zesłał takie szczęście.
56 και εποιησαν τον εγκαινισμον του θυσιαστηριου ημερας οκτω και προσηνεγκαν ολοκαυτωματα μετ' ευφροσυνης και εθυσαν θυσιαν σωτηριου και αινεσεως56 Przez osiem dni obchodzili poświęcenie ołtarza, a przy tym pełni radości składali całopalenia, ofiary pojednania i uwielbienia.
57 και κατεκοσμησαν το κατα προσωπον του ναου στεφανοις χρυσοις και ασπιδισκαις και ενεκαινισαν τας πυλας και τα παστοφορια και εθυρωσαν αυτα57 Fasadę świątyni ozdobili złotymi wieńcami i małymi tarczami, odbudowali bramy i pomieszczenia dla kapłanów i drzwi do nich pozakładali,
58 και εγενηθη ευφροσυνη μεγαλη εν τω λαω σφοδρα και απεστραφη ονειδισμος εθνων58 a między ludem panowała bardzo wielka radość z tego powodu, że skończyła się hańba, którą sprowadzili poganie.
59 και εστησεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου και πασα η εκκλησια ισραηλ ινα αγωνται αι ημεραι του εγκαινισμου του θυσιαστηριου εν τοις καιροις αυτων ενιαυτον κατ' ενιαυτον ημερας οκτω απο της πεμπτης και εικαδος του μηνος χασελευ μετ' ευφροσυνης και χαρας59 Juda zaś, jego bracia i całe zgromadzenie Izraela postanowili, że uroczystość poświęcenia ołtarza będą z weselem i radością obchodzili z roku na rok przez osiem dni, począwszy od dnia dwudziestego piątego miesiąca Kislew.
60 και ωκοδομησαν εν τω καιρω εκεινω το ορος σιων κυκλοθεν τειχη υψηλα και πυργους οχυρους μηποτε παραγενηθεντα τα εθνη καταπατησωσιν αυτα ως εποιησαν το προτερον60 W tym też czasie wokoło góry Syjon wybudowali wysoki mur i mocne wieże jako obronę przeciw poganom, aby nie przyszli i nie podeptali ich, jak to już poprzednio zrobili.
61 και απεταξεν εκει δυναμιν τηρειν αυτο και ωχυρωσεν αυτο τηρειν την βαιθσουραν του εχειν τον λαον οχυρωμα κατα προσωπον της ιδουμαιας61 Juda zostawił też tam wojsko, które miało jej strzec. Umocnił także Bet-Sur, aby jej strzegło, a lud miał miejsce obronne od strony Idumei.