SCRUTATIO

Giovedi, 16 ottobre 2025 - Santa Teresa d´Avila ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 25


font
LXXBiblia Tysiąclecia
1 ων πεντε και εικοσι ετων εβασιλευσεν αμασιας και εικοσι εννεα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου ιωαδεν απο ιερουσαλημ1 Dwadzieścia pięć lat miał Amazjasz, w chwili objęcia rządów, a panował w Jerozolimie dwadzieścia dziewięć lat. Matce jego było na imię Joaddan z Jerozolimy.
2 και εποιησεν το ευθες ενωπιον κυριου αλλ' ουκ εν καρδια πληρει2 On czynił to, co jest słuszne w oczach Pańskich, ale nie szczerym sercem.
3 και εγενετο ως κατεστη η βασιλεια εν χειρι αυτου και εθανατωσεν τους παιδας αυτου τους φονευσαντας τον βασιλεα πατερα αυτου3 Skoro tylko umocnił władzę królewską w swym ręku, zabił tych spośród swych sług, którzy zabili jego ojca, króla.
4 και τους υιους αυτων ουκ απεκτεινεν κατα την διαθηκην του νομου κυριου καθως γεγραπται ως ενετειλατο κυριος λεγων ουκ αποθανουνται πατερες υπερ τεκνων και υιοι ουκ αποθανουνται υπερ πατερων αλλ' η εκαστος τη εαυτου αμαρτια αποθανουνται4 Lecz nie skazał na śmierć ich synów, zgodnie z tym, co jest napisane w księdze Prawa Mojżeszowego, gdzie Pan przykazał: Ojcowie nie poniosą śmierci za winy synów ani synowie za winy swych ojców. Każdy umrze za swój własny grzech.
5 και συνηγαγεν αμασιας τον οικον ιουδα και ανεστησεν αυτους κατ' οικους πατριων αυτων εις χιλιαρχους και εκατονταρχους εν παντι ιουδα και ιερουσαλημ και ηριθμησεν αυτους απο εικοσαετους και επανω και ευρεν αυτους τριακοσιας χιλιαδας δυνατους εξελθειν εις πολεμον κρατουντας δορυ και θυρεον5 Zgromadził potem Amazjasz mieszkańców Judy i podzielił ich według rodów, dając im tysiączników i setników dla całego Judy i Beniamina; dokonał następnie ich spisu od dwudziestu lat i powyżej. Znalazł wtedy trzysta tysięcy mężów wyborowych, zdolnych do walki, uzbrojonych w dzidę i tarczę.
6 και εμισθωσατο απο ισραηλ εκατον χιλιαδας δυνατους ισχυι εκατον ταλαντων αργυριου6 Najął następnie z Izraela sto tysięcy dzielnych wojowników za sto talentów srebra.
7 και ανθρωπος του θεου ηλθεν προς αυτον λεγων βασιλευ ου πορευσεται μετα σου δυναμις ισραηλ οτι ουκ εστιν κυριος μετα ισραηλ παντων των υιων εφραιμ7 Wszedł wówczas do niego mąż Boży mówiąc: Królu, niech nie wyrusza z tobą wojsko Izraela, bo Pan nie jest z Izraelem ani z żadnym z synów Efraima.
8 οτι εαν υπολαβης κατισχυσαι εν τουτοις και τροπωσεται σε κυριος εναντιον των εχθρων οτι εστιν παρα κυριου και ισχυσαι και τροπωσασθαι8 Jeśli zaś mniemasz, że się wzmocnisz przez to, osłabi cię Bóg przed wrogiem, albowiem u Boga jest siła, aby pomóc i aby osłabić.
9 και ειπεν αμασιας τω ανθρωπω του θεου και τι ποιησω τα εκατον ταλαντα α εδωκα τη δυναμει ισραηλ και ειπεν ο ανθρωπος του θεου εστιν τω κυριω δουναι σοι πλειστα τουτων9 Amazjasz zapytał męża Bożego: A co zrobić ze stu talentami srebra, które dałem oddziałowi wojowników z Izraela? Mąż Boży odpowiedział: Pan ma więcej do dania tobie niż to.
10 και διεχωρισεν αμασιας τη δυναμει τη ελθουση προς αυτον απο εφραιμ απελθειν εις τον τοπον αυτων και εθυμωθησαν σφοδρα επι ιουδαν και επεστρεψαν εις τον τοπον αυτων εν οργη θυμου10 Zwolnił więc Amazjasz oddział, który do niego przybył z Efraima, aby wrócili na swoje miejsce. Oni jednak bardzo się rozgniewali na Judę i powrócili do ojczyzny, wrąc gniewem.
11 και αμασιας κατισχυσεν και παρελαβεν τον λαον αυτου και επορευθη εις την κοιλαδα των αλων και επαταξεν εκει τους υιους σηιρ δεκα χιλιαδας11 Amazjasz, wzmocniwszy się, wyruszył na czele swego wojska do Doliny Soli, gdzie pobił dziesięć tysięcy synów Seiru,
12 και δεκα χιλιαδας εζωγρησαν οι υιοι ιουδα και εφερον αυτους επι το ακρον του κρημνου και κατεκρημνιζον αυτους απο του ακρου του κρημνου και παντες διερρηγνυντο12 a dziesięć tysięcy żywych uprowadzili synowie Judy. Wprowadzili ich potem na szczyt skały i strącili ich ze szczytu skały, tak iż się wszyscy porozbijali.
13 και οι υιοι της δυναμεως ους απεστρεψεν αμασιας του μη πορευθηναι μετ' αυτου εις πολεμον και επεθεντο επι τας πολεις ιουδα απο σαμαρειας εως βαιθωρων και επαταξαν εν αυτοις τρεις χιλιαδας και εσκυλευσαν σκυλα πολλα13 A żołnierze oddziału, który Amazjasz wycofał ze swej wyprawy na wojnę, rozeszli się po miastach judzkich, od Samarii aż po Bet-Choron, zabijając trzy tysiące ludzi i zabierając wielki łup.
14 και εγενετο μετα το ελθειν αμασιαν παταξαντα την ιδουμαιαν και ηνεγκεν προς αυτους τους θεους υιων σηιρ και εστησεν αυτους εαυτω εις θεους και εναντιον αυτων προσεκυνει και αυτοις αυτος εθυεν14 Kiedy po rozbiciu Edomitów wrócił Amazjasz, wprowadził bogów synów Seiru i ustanowił ich bogami dla siebie, oddając im pokłon i paląc kadzidło.
15 και εγενετο οργη κυριου επι αμασιαν και απεστειλεν αυτω προφητας και ειπαν αυτω τι εζητησας τους θεους του λαου οι ουκ εξειλαντο τον λαον αυτων εκ χειρος σου15 Zapłonął wtedy gniew Pana na Amazjasza i wysłał On do niego proroka, który mu powiedział: Dlaczegoś szukał bogów tego ludu, którzy nie uratowali ich narodu z twojej ręki?
16 και εγενετο εν τω λαλησαι αυτω και ειπεν αυτω μη συμβουλον του βασιλεως δεδωκα σε προσεχε μη μαστιγωθης και εσιωπησεν ο προφητης και ειπεν οτι γινωσκω οτι εβουλετο επι σοι του καταφθειραι σε οτι εποιησας τουτο και ουκ επηκουσας της συμβουλιας μου16 Kiedy on to do niego mówił, powiedział mu król: Czy ustanowiliśmy cię doradcą króla? Przestań! Po cóż mają cię uderzyć? Prorok zaprzestał i zawołał: Wiem, że Bóg powziął zamiar, by cię zgubić za to, żeś to uczynił i nie usłuchałeś mojej rady.
17 και εβουλευσατο αμασιας και απεστειλεν προς ιωας υιον ιωαχαζ υιου ιου βασιλεα ισραηλ λεγων δευρο οφθωμεν προσωποις17 Wtedy Amazjasz, król judzki, naradził się i wysłał posłów do Joasza, syna Joachaza, syna Jehu, króla izraelskiego: Przyjdź, a zmierzymy się zbrojnie!
18 και απεστειλεν ιωας βασιλευς ισραηλ προς αμασιαν βασιλεα ιουδα λεγων ο αχουχ ο εν τω λιβανω απεστειλεν προς την κεδρον την εν τω λιβανω λεγων δος την θυγατερα σου τω υιω μου εις γυναικα και ιδου ελευσεται τα θηρια του αγρου τα εν τω λιβανω και ηλθαν τα θηρια και κατεπατησαν τον αχουχ18 A Joasz, król izraelski, przekazał Amazjaszowi, królowi judzkiemu, taką odpowiedź: Cierń na Libanie przesłał cedrowi na Libanie taką prośbę: Daj córkę swoją mojemu synowi za żonę! Lecz dziki zwierz, który jest na Libanie, przebiegał i rozdeptał cierń.
19 ειπας ιδου επαταξας την ιδουμαιαν και επαιρει σε η καρδια η βαρεια νυν καθησο εν οικω σου και ινα τι συμβαλλεις εν κακια και πεση συ και ιουδας μετα σου19 Mówisz sobie: Oto pobiłem Edomitów. Skutkiem czego twoje serce uniosło się pychą, by się chwalić. Pozostań teraz w swoim domu! Dlaczego masz się narażać na nieszczęście i masz upaść ty, a razem z tobą i Juda?
20 και ουκ ηκουσεν αμασιας οτι παρα κυριου εγενετο του παραδουναι αυτον εις χειρας οτι εξεζητησεν τους θεους των ιδουμαιων20 Lecz Amazjasz nie usłuchał, co było zrządzeniem Boga, który chciał ich wydać w ręce Joasza, za to, że szukali bogów Edomu.
21 και ανεβη ιωας βασιλευς ισραηλ και ωφθησαν αλληλοις αυτος και αμασιας βασιλευς ιουδα εν βαιθσαμυς η εστιν του ιουδα21 Wyruszył więc Joasz, król izraelski, i zmierzyli się zbrojnie - on i Amazjasz - Bet-Szemesz, które należy do Judy.
22 και ετροπωθη ιουδας κατα προσωπον ισραηλ και εφυγεν εκαστος εις το σκηνωμα22 Juda został pobity przez Izraela, i uciekł każdy do swego namiotu.
23 και τον αμασιαν βασιλεα ιουδα τον του ιωας κατελαβεν ιωας βασιλευς ισραηλ εν βαιθσαμυς και εισηγαγεν αυτον εις ιερουσαλημ και κατεσπασεν απο του τειχους ιερουσαλημ απο πυλης εφραιμ εως πυλης γωνιας τετρακοσιους πηχεις23 Amazjasza zaś, króla judzkiego, syna Joasza, syna Joachaza, pojmał w Bet-Szemesz Joasz, król izraelski, i zaprowadził go do Jerozolimy. Zrobił wyłom w murze Jerozolimy od Bramy Efraima aż do Bramy Węgła, na czterysta łokci.
24 και παν το χρυσιον και το αργυριον και παντα τα σκευη τα ευρεθεντα εν οικω κυριου και παρα τω αβδεδομ και τους θησαυρους οικου του βασιλεως και τους υιους των συμμιξεων και επεστρεψεν εις σαμαρειαν24 Zabrał też wszystko złoto i srebro, wszystkie naczynia, które znajdowały się w świątyni Bożej u Obed-Edoma i w skarbcach pałacu królewskiego, oraz zakładników, i wrócił do Samarii.
25 και εζησεν αμασιας ο του ιωας βασιλευς ιουδα μετα το αποθανειν ιωας τον του ιωαχαζ βασιλεα ισραηλ ετη δεκα πεντε25 Amazjasz, syn Joasza, król judzki, żył jeszcze piętnaście lat po śmierci Joasza, syna Joachaza, króla izraelskiego.
26 και οι λοιποι λογοι αμασιου οι πρωτοι και οι εσχατοι ουκ ιδου γεγραμμενοι επι βιβλιου βασιλεων ιουδα και ισραηλ26 A czyż pozostałe dzieje Amazjasza, od pierwszych do ostatnich, nie są opisane w Księdze Królów judzkich i izraelskich?
27 και εν τω καιρω ω απεστη αμασιας απο κυριου και επεθεντο αυτω επιθεσιν και εφυγεν απο ιερουσαλημ εις λαχις και απεστειλαν κατοπισθεν αυτου εις λαχις και εθανατωσαν αυτον εκει27 Od czasu kiedy Amazjasz opuścił Pana, uknuto przeciw niemu spisek w Jerozolimie, uciekł więc do Lakisz. Urządzono za nim pościg do Lakisz i tam go zabito.
28 και ανελαβον αυτον επι των ιππων και εθαψαν αυτον μετα των πατερων αυτου εν πολει δαυιδ28 Przewieziono go końmi i pogrzebano z jego przodkami w Mieście Dawidowym.