Scrutatio

Martedi, 6 maggio 2025 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Nehemiás könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Niszán havában történt, Artaxerxész királynak huszadik esztendejében, hogy egyszer éppen bor volt előtte, s én fogtam a bort és odanyújtottam a királynak. Közben bágyadtnak tűnhettem fel előtte,1 Και εν τω μηνι Νισαν, εν τω εικοστω ετει Αρταξερξου του βασιλεως, ητο οινος εμπροσθεν αυτου? και λαβων τον οινον, εδωκα εις τον βασιλεα. Ποτε δε δεν ειχον σκυθρωπασει ενωπιον αυτου.
2 mert így szólt hozzám a király: »Miért olyan szomorú az arcod? Tudtommal nem vagy beteg. Ok nélkül azonban ez nincsen! Szívedet, nem tudom milyen, de valami bánat emésztheti.« Erre nagyon megijedtem,2 Οθεν ο βασιλευς ειπε προς εμε, Δια τι το προσωπον σου ειναι σκυθρωπον, ενω συ αρρωστος δεν εισαι; τουτο δεν ειναι ειμη λυπη καρδιας. Τοτε εφοβηθην πολυ σφοδρα.
3 és azt mondtam a királynak: »Örökké élj, ó király! Hogyne lenne szomorú az arcom, amikor a várost, atyáim sírhelyét lerombolták, kapuit pedig tűz emésztette meg.«3 Και ειπα προς τον βασιλεα, Ζητω ο βασιλευς εις τον αιωνα? δια τι το προσωπον μου να μη ηναι σκυθρωπον, ενω η πολις, ο τοπος των ταφων των πατερων μου, κειται ηρημωμενος, και αι πυλαι αυτης κατηναλωμεναι υπο του πυρος;
4 Erre így szólt a király: »Mi volna a kívánságod?« Én ekkor a menny Istenéhez fohászkodtam4 Τοτε ο βασιλευς ειπε προς εμε, Περι τινος καμνεις συ αιτησιν; Και προσηυχηθην εις τον Θεον του ουρανου.
5 és így szóltam a királyhoz: »Ha jónak látja a király és ha kegyben van előtted a te szolgád, küldj el engem Júdába, abba a városba, ahol atyáim sírja van, hogy újra felépíthessem azt.«5 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, και εαν ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, να με πεμψης εις τον Ιουδαν, εις την πολιν των ταφων των πατερων μου, και να ανοικοδομησω αυτην.
6 Erre azt kérdezte tőlem a király meg a királyné, aki mellette ült: »Mennyi időt venne igénybe utad, és mikor térnél vissza?« Amikor megmondtam neki az időt, beleegyezett és elbocsátott.6 Και ειπεν ο βασιλευς προς εμε, καθημενης πλησιον αυτου της βασιλισσης, Ποσον μακρα θελει εισθαι η πορεια σου; και ποτε θελεις επιστρεψει; Και ευηρεστηθη ο βασιλευς και με επεμψε? και εδωκα εις αυτον προθεσμιαν.
7 Majd így szóltam a királyhoz: »Ha jónak látja a király, adjon nekem írásokat a folyamon túli terület helytartóihoz, hogy adjanak kíséretet mellém, amíg Júdába nem érek,7 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας μοι δοθωσιν επιστολαι προς τους περαν του ποταμου επαρχους, δια να με συμπαραπεμψωσιν, εωσου ελθω εις τον Ιουδαν?
8 valamint levelet Ászáfhoz, a királyi erdőség felügyelőjéhez: bocsásson rendelkezésemre fát, hogy gerendával láthassam el a templom várának kapuit, a városfalakat és a házat, amelybe be fogok lépni.« A király megadta, mivel Istenem jóságos keze volt rajtam.8 και επιστολη προς τον Ασαφ τον φυλακα του βασιλικου δασους, δια να μοι δωση ξυλα να κατασκευασω τας πυλας του φρουριου του ναου και το τειχος της πολεως και τον οικον, εις τον οποιον θελω εισελθει. Και εχαρισεν ο βασιλευς εις εμε παντα, κατα την επ' εμε αγαθην χειρα του Θεου μου.
9 Amikor megérkeztem a folyamon túli vidék helytartóihoz, átnyújtottam nekik a királytól kapott írásokat. Katonai főtiszteket és lovasokat rendelt mellém a király.9 Ηλθον λοιπον προς τους περαν του ποταμου επαρχους και εδωκα εις αυτους τας επιστολας του βασιλεως. Ειχε δε αποστειλει ο βασιλευς αρχηγους δυναμεως και ιππεις μετ' εμου.
10 Amikor ezt megtudta a hóroni Szanballát és Tóbiás, az ammonita szolga, nagyon bosszankodtak azon, hogy jött valaki, aki Izrael fiainak javát keresi.10 Οτε δε Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, ηκουσαν, ελυπηθησαν καθ' υπερβολην οτι ηλθεν ανθρωπος να ζητηση το καλον των υιων Ισραηλ.
11 Miután megérkeztem Jeruzsálembe és már három napig ott tartózkodtam,11 Και ηλθον εις Ιερουσαλημ και ημην εκει τρεις ημερας.
12 néhány férfi kíséretében elindultam éjjel – senkinek sem árultam el, mire indította szívemet Isten, hogy Jeruzsálemben cselekedjem. Állat sem volt velem azon az állaton kívül, amelyen ültem –12 Και εσηκωθην την νυκτα, εγω και ολιγοι τινες μετ' εμου? και δεν εφανερωσα εις ουδενα τι ειχε βαλει ο Θεος μου εν τη καρδια μου να καμω εις την Ιερουσαλημ? και αλλο κτηνος δεν ητο μετ' εμου, ειμη το κτηνος επι του οποιου εκαθημην.
13 és éjnek idején kimentem a Völgy-kapun a Sárkány-forrás és a Szemét-kapu felé és megszemléltem Jeruzsálem lerombolt falát és tűz emésztette kapuit.13 Και εξηλθον την νυκτα δια της πυλης της φαραγγος, και ηλθον απεναντι της πηγης του δρακοντος και προς την θυραν της κοπριας, και παρετηρουν τα τειχη της Ιερουσαλημ, τα οποια ησαν κατακεκρημνισμενα, και τας πυλας αυτης κατηναλωμενας υπο του πυρος.
14 Majd tovább haladtam a Forrás-kapu és a királyi vízvezeték irányában. Itt nem volt hely, hogy az állat, amelyen ültem, áthaladhasson.14 Επειτα διεβην εις την πυλην της πηγης και εις την βασιλικην κολυμβηθραν? και δεν ητο τοπος δια να περαση το κτηνος το υποκατω μου.
15 Azért gyalog mentem fölfelé a völgyben, éjnek idején és megvizsgáltam a falat, majd visszafordulva ismét odaérkeztem a Völgy-kapuhoz, és így tértem vissza.15 Και ανεβην την νυκτα δια του χειμαρρου? και αφου παρετηρησα το τειχος, εστραφην και εισηλθον δια της πυλης της φαραγγος και επεστρεψα.
16 Az elöljárók nem tudtak arról, hogy hová mentem és mit művelek. A zsidókkal, a papokkal, az előkelőkkel, az elöljárókkal és a többiekkel, akik a munkában résztvettek, mindeddig ugyanis semmit sem közöltem.16 Οι δε προεστωτες δεν ηξευρον που υπηγα και τι εκαμον? ουδε ειχον φανερωσει ετι τουτο ουτε εις τους Ιουδαιους, ουτε εις τους ιερεις, ουτε εις τους προκριτους, ουτε εις τους προεστωτας, ουτε εις τους λοιπους τους εργαζομενους το εργον.
17 Most azonban így szóltam hozzájuk: »Ti jól ismeritek a nyomorúságot, amelyben vagyunk. Jeruzsálem elpusztult, kapuit tűz emésztette meg. Gyertek tehát, építsük fel Jeruzsálem falait, hogy ne legyünk tovább gyalázat tárgya!«17 Και ειπα προς αυτους, Σεις βλεπετε την δυστυχιαν εις την οποιαν ειμεθα, πως η Ιερουσαλημ κειται ηρημωμενη και αι πυλαι αυτης ειναι κατηναλωμεναι υπο του πυρος? ελθετε και ας ανοικοδομησωμεν το τειχος της Ιερουσαλημ, δια να μη ημεθα πλεον ονειδος.
18 Egyúttal elmondtam nekik, milyen jóságos volt hozzám az Isten keze, és milyen szavakat intézett hozzám a király, majd hozzátettem: »Rajta hát, építsünk!« És erős kézzel hozzáfogtak a nemes munkához.18 Και απηγγειλα προς αυτους περι της επ' εμε αγαθης χειρος του Θεου μου, και ετι τους λογους του βασιλεως, τους οποιους ειπε προς εμε. Οι δε ειπον, Ας σηκωθωμεν και ας οικοδομησωμεν. Ουτως ενισχυσαν τας χειρας αυτων προς το αγαθον.
19 Amikor ezt megtudta a hóroni Szanballát, az ammonita szolga, Tóbiás és az arab Gesem, kigúnyoltak minket és lenézően azt mondták: »Mi az? Mit műveltek? Tán lázadást szítotok a király ellen?«19 Αλλ' οτε ηκουσαν ο Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, και ο Γησεμ ο Αραψ, περιεγελασαν ημας και περιεφρονησαν ημας, λεγοντες, Τι ειναι το πραγμα τουτο το οποιον καμνετε; θελετε να επαναστατησητε κατα του βασιλεως;
20 Én azonban megfeleltem nekik, és ezt mondtam: »Maga a menny Istene van segítségünkre, és mi, az ő szolgái, nekilátunk és építünk. Nektek pedig sem részetek, sem jogotok, sem emléketek Jeruzsálemben nincsen.«20 Και εγω απεκριθην προς αυτους και ειπα προς αυτους, Ο Θεος του ουρανου, αυτος θελει ευοδωσει ημας? δια τουτο ημεις οι δουλοι αυτου θελομεν σηκωθη και οικοδομησει? σεις ομως δεν εχετε μεριδα ουδε δικαιωμα ουδε μνημοσυνον εν Ιερουσαλημ.