SCRUTATIO

Lunedi, 15 dicembre 2025 - Santa Maria Crocifissa (Paola) ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 16


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Κατηντησε δε εις Δερβην και Λυστραν. Και ιδου, ητο εκει μαθητης τις ονοματι Τιμοθεος, υιος γυναικος τινος Ιουδαιας πιστης, πατρος δε Ελληνος,1 І він прибув у Дербу і Лістру. А був там один учень, Тимотей на ім’я, син однієї жінки, віруючої юдейки, а батька грека.
2 οστις ειχε καλην μαρτυριαν υπο των εν Λυστροις και Ικονιω αδελφων.2 Він мав добру славу між братами Лістри й Іконії.
3 Τουτον ηθελησεν ο Παυλος να εξελθη μεθ' εαυτου, και λαβων αυτον περιετεμε δια τους Ιουδαιους τους οντας εν τοις τοποις εκεινοις? επειδη εγνωριζον παντες τον πατερα αυτου οτι ητο Ελλην.3 Павло хотів узяти його з собою і, взявши, обрізав із-за юдеїв, що були в тих місцях; усі бо знали, що його батько був грек.
4 Ως δε διηρχοντο τας πολεις, παρεδιδον εις αυτους διαταγας να φυλαττωσι τα δογματα τα εγκεκριμενα υπο των αποστολων και των πρεσβυτερων των εν Ιερουσαλημ.4 Якже проходили через міста, передавали їм, щоб берегти ті постанови, що їх були схвалили апостоли і старші в Єрусалимі.
5 Αι μεν λοιπον εκκλησιαι εστερεουντο εις την πιστιν και ηυξανοντο τον αριθμον καθ' ημεραν.5 Отак Церкви утверджувались у вірі й росли числом щоденно.
6 Διελθοντες δε την Φρυγιαν και την γην της Γαλατιας, επειδη εμποδισθησαν υπο του Αγιου Πνευματος να κηρυξωσι τον λογον εν τη Ασια,6 Вони пройшли через Фригію і Галатський край, а Дух Святий заборонив їм звіщати слово в Азії.
7 ηλθον κατα την Μυσιαν και εδοκιμαζον να υπαγωσι προς την Βιθυνιαν? πλην δεν αφηκεν αυτους το Πνευμα.7 Дійшовши до Місії, вони пробували пройти у Вітинію, та Дух Ісуса їм того не дозволив,
8 Περασαντες δε την Μυσιαν κατεβησαν εις Τρωαδα.8 і, пройшовши Місію, прибули до Троади.
9 Και οραμα εφανη δια νυκτος εις τον Παυλον. Ανηρ τις Μακεδων ιστατο, παρακαλων αυτον και λεγων? Διαβα εις Μακεδονιαν και βοηθησον ημας.9 Аж тут з’явилось Павлові вночі видіння: один македонець стоїть і, благаючи його, каже: «Перейди в Македонію і допоможи нам.»
10 Και ως ειδε το οραμα, ευθυς εζητησαμεν να υπαγωμεν εις την Μακεδονιαν, συμπεραινοντες οτι ο Κυριος προσκαλει ημας, δια να κηρυξωμεν το ευαγγελιον προς αυτους.10 Як тільки він побачив це видіння, ми зараз же старались вийти в Македонію, зрозумівши, що Бог нас покликав звіщати їм Євангелію.
11 Αποπλευσαντες λοιπον απο της Τρωαδος, επερασαμεν κατ' ευθειαν εις Σαμοθρακην και την ακολουθον ημεραν εις Νεαπολιν11 Відпливши з Троади, ми подались просто на Самотракію, а другого дня на Неаполь,
12 και εκειθεν εις Φιλιππους, ητις ειναι πρωτη πολις του μερους εκεινου της Μακεδονιας, αποικια Ρωμαικη. Και διετριβομεν εν τη πολει ταυτη ημερας τινας?12 звідти ж направилися на Филиппи, столичне місто частини Македонії — (римської) колонії. Ми перебули днів кілька у тім місті.
13 και τη ημερα του σαββατου εξηλθομεν εξω της πολεως πλησιον του ποταμου, οπου εσυνειθιζετο να γινηται προσευχη, και καθησαντες ελαλουμεν προς τας εκει συνελθουσας γυναικας.13 Суботнього ж дня вийшли поза браму над річку, де звичайно відбувалася молитва, та й посідавши, розмовляли з жінками, що там були зійшлися.
14 Και γυνη τις Λυδια το ονομα, πωλητρια πορφυρας εκ πολεως Θυατειρων, σεβομενη τον Θεον, ηκουε, της οποιας ο Κυριος διηνοιξε την καρδιαν δια να προσεχη εις τα λαλουμενα υπο του Παυλου.14 А слухала нас одна жінка, на ім’я Лідія, купчиха кармазином з міста Тіятир, що почитала Бога. Господь відкрив їй серце так, що вона вважала на слова Павлові.
15 Αφου δε εβαπτισθη αυτη και ο οικος αυτης, παρεκαλεσε λεγουσα? Εαν με εκρινατε οτι ειμαι πιστη εις τον Κυριον, εισελθετε εις τον οικον μου και μεινατε? και μας εβιασεν.15 Коли ж охристилася вона і її дім, запросила нас, кажучи: «Як ви мене визнали за вірну Господові, ввійдіть і перебувайте у моїм домі.» І примусила нас.
16 Ενω δε επορευομεθα εις την προσευχην, απηντησεν ημας δουλη τις εχουσα πνευμα πυθωνος, ητις εδιδε πολυ κερδος εις τους κυριους αυτης μαντευομενη.16 Іншим разом, як ми йшли на молитву, зустріла нас одна служниця, що мала духа віщуна, і віщуванням справляла панам своїм великий заробіток.
17 Αυτη ακολουθησασα τον Παυλον και ημας εκραζε, λεγουσα? Ουτοι οι ανθρωποι ειναι δουλοι του Θεου του Υψιστου, οιτινες κηρυττουσι προς ημας οδον σωτηριας.17 Ідучи слідом за Павлом і за нами, вона кричала: «Ці люди — слуги Всевишнього Бога, які звіщають вам путь спасіння!»
18 Τουτο δε εκαμνεν επι πολλας ημερας. Βαρυνθεις δε ο Παυλος και στραφεις, ειπε προς το πνευμα, Προσταζω σε εν τω ονοματι του Ιησου Χριστου να εξελθης απ' αυτης. Και εξηλθε την αυτην ωραν.18 Чимало днів вона таке робила. Набридло це Павлові й, повернувшися, він сказав до духа: «Велю тобі ім’ям Ісуса Христа вийти з неї!» І в ту ж мить він вийшов.
19 Ιδοντες δε οι κυριοι αυτης οτι εξηλθεν η ελπις του κερδους αυτων, πιασαντες τον Παυλον και τον Σιλαν, εσυραν εις την αγοραν προς τους αρχοντας,19 Побачивши її пани, що їхня надія на заробіток пропала, схопили Павла й Силу і потягли на майдан до влади.
20 και φεροντες αυτους προς τους στρατηγους, ειπον? Ουτοι οι ανθρωποι εκταραττουσι την πολιν ημων, Ιουδαιοι οντες,20 Привівши ж їх до воєвод, сказали: «Ці люди колотять наше місто; це юдеї.
21 και διδασκουσιν εθιμα, τα οποια δεν ειναι εις ημας συγκεχωρημενον να παραδεχωμεθα μηδε να πραττωμεν, Ρωμαιοι οντες.21 Вони навчають звичаїв, яких нам, римлянам, не дозволено ані приймати, ані виконувати.»
22 Και συνεφωρμησεν ο οχλος κατ' αυτων. Και οι στρατηγοι διασχισαντες αυτων τα ιματια, προσεταττον να ραβδιζωσιν αυτους,22 І натовп кинувся на них спільно, а воєводи, здерши з них одежу, звеліли їх сікти різками;
23 και αφου εδωκαν εις αυτους πολλους ραβδισμους, εβαλον εις φυλακην, παραγγειλαντες τον δεσμοφυλακα να φυλαττη αυτους ασφαλως?23 завдавши їм чимало ран, кинули у в’язницю, наказавши тюремникові пильно стерегти їх.
24 οστις λαβων τοιαυτην παραγγελιαν, εβαλεν αυτους εις την εσωτεραν φυλακην και συνεκλεισε τους ποδας αυτων εις το ξυλον.24 Він же, прийнявши такий наказ, вкинув їх у в’язницю до самої середини й забив їх ноги у колоди.
25 Κατα δε το μεσονυκτιον ο Παυλος και ο Σιλας προσευχομενοι υμνουν τον Θεον? και ηκροαζοντο αυτους οι δεσμιοι.25 Павло та Сила опівночі молилися і співали Богу, а в’язні слухали їх.
26 Και εξαιφνης εγεινε σεισμος μεγας, ωστε εσαλευθησαν τα θεμελια του δεσμωτηριου, και παρευθυς ηνοιχθησαν πασαι αι θυραι και ελυθησαν παντων τα δεσμα.26 Раптом зчинився землетрус великий, так що підвалини в’язниці затряслися: зненацька відчинилися всі двері, і кайдани на всіх розв’язалися.
27 Εξυπνησας δε ο δεσμοφυλαξ και ιδων ανεωγμενας τας θυρας της φυλακης, εσυρε μαχαιραν και εμελλε να θανατωση εαυτον, νομιζων οτι εφυγον οι δεσμιοι.27 Якже прокинувся тюремник і побачив відчинені темничні двері, витяг меч і хотів себе вбити, гадаючи що в’язні повтікали.
28 Πλην ο Παυλος εκραξε μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Μη πραξης μηδεν κακον εις σεαυτον? διοτι παντες ειμεθα εδω.28 Аж тут Павло скрикнув голосом великим, кажучи: «Не завдавай собі ніякого лиха, всі бо ми тут!»
29 Ζητησας δε φωτα εισεπηδησε, και εντρομος γενομενος επεσεν εμπροσθεν του Παυλου και του Σιλα,29 І, попросивши світла, тюремник ускочив до в’язниці й, тремтячи, кинувсь у ноги Павлові та Силі;
30 και εκβαλων αυτους εξω, ειπε? Κυριοι, τι πρεπει να καμω δια να σωθω;30 а вивівши їх звідти, мовив: «Панове, що мені слід робити, щоб спастися?»
31 Οι δε ειπον? Πιστευσον εις τον Κυριον Ιησουν Χριστον, και θελεις σωθη, συ και ο οικος σου.31 Ті відповіли: «Віруй у Господа Ісуса, і спасешся ти і твій дім.»
32 Και ελαλησαν προς αυτον τον λογον του Κυριου και προς παντας τους εν τη οικια αυτου.32 І вони йому звіщали слово Господнє і всім, що були в його домі.
33 Και παραλαβων αυτους εν εκεινη τη ωρα της νυκτος, ελουσε τας πληγας αυτων και εβαπτισθη ευθυς αυτος και παντες οι αυτου,33 А він, узявши їх тієї години вночі, обмив їхні рани й охристився з усіма своїми.
34 και αναβιβασας αυτους εις τον οικον αυτου παρεθηκε τραπεζαν, και ευφρανθη πανοικι πιστευσας εις το Θεον.34 Як же запровадив їх до себе в господу, то накрив стіл і веселився з усім домом, який увірував в Бога.
35 Αφου δε εγεινεν ημερα, εστειλαν οι στρατηγοι τους ραβδουχους, λεγοντες? Απολυσον τους ανθρωπους εκεινους.35 Коли настав день, воєводи послали лікторів, кажучи: «Відпусти тих людей.»
36 Και ο δεσμοφυλαξ απηγγειλε τους λογους τουτους προς τον Παυλον, λεγων οτι οι στρατηγοι εστειλαν δια να απολυθητε? τωρα λοιπον εξελθετε και υπαγετε εν ειρηνη.36 Тюремник доніс ті слова Павлові: «Прислали воєводи, щоб вас відпустити; виходьте ж тепер і йдіть собі в мирі.»
37 Αλλ' ο Παυλος ειπε προς αυτους? Αφου εδειραν ημας δημοσια χωρις να καταδικασθωμεν, ανθρωπους Ρωμαιους οντας, εβαλον εις φυλακην? και τωρα μας εκβαλλουσι κρυφιως; ουχι βεβαιως, αλλ' αυτοι ας ελθωσι και ας μας εκβαλωσιν.37 Але Павло промовив до них: «Нас, римлян, без судової розправи прилюдно вибили різками і кинули в тюрму, а тепер потай нас виганяють? Ні бо! Нехай самі прийдуть і виведуть нас!»
38 Ανηγγειλαν δε προς τους στρατηγους οι ραβδουχοι τους λογους τουτους? και εφοβηθησαν ακουσαντες οτι ειναι Ρωμαιοι,38 Ліктори донесли ці слова воєводам. А ті, почувши, що вони римляни, злякались
39 και ελθοντες παρεκαλεσαν αυτους, και αφου εξεβαλον, παρεκαλουν αυτους να εξελθωσιν εκ της πολεως.39 і, прийшовши, попросили в них вибачення; а як вивели, попросили вийти з міста.
40 Οι δε εξελθοντες εκ της φυλακης, υπηγον εις τον οικον της Λυδιας, και ιδοντες τους αδελφους, παρηγορησαν αυτους και ανεχωρησαν.40 Вони, вийшовши з в’язниці, зайшли до Лідії і, побачившися з братами та втішивши їх, вийшли.