| 1 Και συ αναλαβε θρηνον δια τους ηγεμονας του Ισραηλ, | 1 Ти ж заспівай жалобну пісню над ізраїльськими князями, |
| 2 και ειπε, Τι ειναι η μητηρ σου; Λεαινα? κειται μεταξυ λεοντων, εθρεψε τα βρεφη αυτης εν μεσω σκυμνων. | 2 і скажи: Що за левиця була твоя мати між левами! Розлігшися між левенятами, своїх маленьких годувала. |
| 3 Και ανεθρεψεν εν εκ των βρεφων αυτης και εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη το θηραμα? ανθρωπους ετρωγε. | 3 Вигодувала одного з-між маленьких, він левеням зробився, він навчився роздирати здобич і пожирав людей. |
| 4 Και τα εθνη ηκουσαν περι αυτου? επιασθη εν τω λακκω αυτων, και εφεραν αυτον με αλυσεις εις την γην της Αιγυπτου. | 4 Злигалися народи проти нього, і він піймався у їхню яму. І відвели його з кільцями в ніздрях у Єгипетську країну. |
| 5 Και ιδουσα οτι η ελπις αυτης εματαιωθη και εχαθη, ελαβεν εν αλλο εκ των βρεφων αυτης και εκαμεν αυτο σκυμνον. | 5 Побачивши, що чекає, що сподівається марно, взяла другого з маленьких і левеням його зростила. |
| 6 Και αναστρεφομενον εν μεσω των λεοντων εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη θηραμα? ανθρωπους ετρωγε. | 6 І запопався він поміж левами походжати, левеням зробився, навчився роздирати здобич і пожирав людей. |
| 7 Και εγνωρισε τα παλατια αυτων και ερημονε τας πολεις αυτων? και ητο ηφανισμενη η γη και το πληρωμα αυτης απο του ηχου του βρυχηματος αυτου. | 7 Він збурив їхні палати, зруйнував міста їхні. Жахнулася земля з усім, що на ній було, від голосного його реву. |
| 8 Και τα εθνη παρεταχθησαν εναντιον αυτου κυκλοθεν εκ των επαρχιων και ηπλωσαν κατ' αυτου τα βροχια αυτων, και επιασθη εν τω λακκω αυτων. | 8 Народи кинулись на нього, з земель суміжних розкинули на нього сіті, і він упіймався у їхню яму. |
| 9 Και εβαλον αυτον με αλυσεις εις κλωβιον και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος? εν δεσμωτηριω εισηγαγον αυτον, δια να μη ακουσθη πλεον φωνη αυτου επι τα ορη του Ισραηλ. | 9 І посадили його закутого в клітку й одвели до вавилонського царя, який замкнув його в твердиню, щоб не було вже більше чути його реву в Ізраїлі по горах. |
| 10 Η μητηρ σου, καθ' ομοιωσιν σου, ητο ως αμπελος πεφυτευμενη πλησιον των υδατων? εγεινε καρποφορος και πληρης κλαδων δια τα πολλα υδατα. | 10 Мати твоя була, немов та виноградина, посаджена над водою. Вона була плодюча, повногалузна — з-за вод великих. |
| 11 Και εγειναν εις αυτην ραβδοι ισχυραι δια σκηπτρα των κρατουντων? και ο κορμος αυτης υψωθη εν μεσω των πυκνων κλαδων, και εγεινε περιβλεπτος κατα το υψος αυτης μεταξυ του πληθους των βλαστων αυτης. | 11 І виріс на ній один пагін сильний, який зробився царським бер-лом. І вигналась вона високо, аж по самі хмари, і виднілася своїм високим ростом і своїм густим галуззям. |
| 12 Απεσπασθη ομως μετα θυμου, ερριφθη κατα γης, και ανατολικος ανεμος κατεξηρανε τον καρπον αυτης? αι ισχυραι αυτης ραβδοι συνεθλασθησαν και εξηρανθησαν? πυρ κατεφαγεν αυτας. | 12 Та її вирвано в гніві й кинуто на землю, і східній вітер висушив плід її, а сильний пагін її був зламаний, засох він, вогонь його пожер. |
| 13 Και τωρα ειναι πεφυτευμενη εν ερημω, εν ξηρα και ανυδρω γη. | 13 Тепер її в пустині посадили, в землі сухій і вигорілій. |
| 14 Και εξηλθε πυρ απο ραβδου τινος εκ των κλαδων αυτης και κατεφαγε τον καρπον αυτης, ωστε δεν υπηρχε πλεον εν αυτη ραβδος ισχυρα δια σκηπτρον ηγεμονιας? ουτος ειναι ο θρηνος και θελει εισθαι εις θρηνον. | 14 І з пагона вогонь вийшов, пожер віття її та плід. І не зосталось більше на ній сильної гілляки, берла, щоб володіти.» Це журна пісня, і буде піснею суму. |