| 1 Ουτω λεγει Κυριος? Καταβηθι εις τον οικον του βασιλεως του Ιουδα και λαλησον εκει τον λογον τουτον, | 1 Так говорить Господь: «Іди в палату юдейського царя та й промов там оце слово |
| 2 και ειπε, Ακουσον τον λογον του Κυριου, βασιλευ του Ιουδα, ο καθημενος επι του θρονου του Δαβιδ, συ και οι δουλοι σου και ο λαος σου, οι εισερχομενοι δια των πυλων τουτων? | 2 й проречи: Слухай слово Господнє, царю юдейський, що сидиш на Давидовому престолі, ти й твої слуги, й народ твій, і всі, що входять через ці ворота. |
| 3 Ουτω λεγει Κυριος? Καμνετε κρισιν και δικαιοσυνην και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου? και μη αδικειτε μηδε καταδυναστευετε τον ξενον, τον ορφανον και την χηραν και αιμα αθωον μη χυνετε εν τω τοπω τουτω. | 3 Так говорить Господь: Чиніте суд і справедливість, рятуйте пригнобленого з руки гнобителя, не утискайте, не чиніте кривди чужинцеві, сироті й удовиці та не проливайте безвинної крови на цьому місці. |
| 4 Διοτι εαν τωοντι καμνητε τον λογον τουτον, τοτε θελουσιν εισελθει δια των πυλων του οικου τουτου βασιλεις καθημενοι επι του θρονου του Δαβιδ, εποχουμενοι επι αμαξων και ιππων, αυτοι και οι δουλοι αυτων και ο λαος αυτων. | 4 Бо тільки тоді, як ви справді виконаєте це веління, увіходитимуть дверми цього палацу царі, що сидять на Давидовому престолі, згори на колісницях і верхи на конях — самі вони й слуги їхні й народ їхній. |
| 5 Αλλ' εαν δεν ακουσητε τους λογους τουτους, ομνυω εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι ο οικος ουτος θελει κατασταθη ερημος. | 5 Коли ж не слухатимете цих слів, то я клянуся самим собою, — слово Господнє, — що цей палац руїною обернеться. |
| 6 Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τον οικον του βασιλεως του Ιουδα. Συ εισαι Γαλααδ εις εμε και κορυφη του Λιβανου? αλλα θελω σε καταστησει ερημιαν, πολεις ακατοικητους. | 6 Бо так говорить Господь про палац юдейського царя: Ти у мене немов Гілеад, немов вершина Ливану. Проте, вчиню тебе пустинею, містом безлюдним. |
| 7 Και θελω ετοιμασει εναντιον σου εξολοθρευτας, εκαστον μετα των οπλων αυτου? και θελουσι κατακοψει τας εκλεκτας κεδρους σου και ριψει εις το πυρ. | 7 Я напоготовлю проти тебе руїнників, кожного з своїм знаряддям, і повирубують вони найкращі твої кедри й у вогонь повкидають. |
| 8 Και πολλα εθνη θελουσι διαβη δια της πολεως ταυτης και θελουσιν ειπει εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Δια τι ο Κυριος εκαμεν ουτως εις ταυτην την μεγαλην πολιν; | 8 Багато народів пройдуть через це місто й говоритимуть один до одного: За віщо то Господь учинив отак із цим великим містом? |
| 9 Και θελουσιν αποκριθη, Διοτι εγκατελιπον την διαθηκην Κυριου του Θεου αυτων και προσεκυνησαν αλλους θεους και ελατρευσαν αυτους. | 9 І відказуватимуть їм: Бо вони покинули завіт Господа, Бога свого, і поклонялись іншим богам та служили їм.» |
| 10 Μη κλαιετε τον αποθανοντα και μη θρηνειτε αυτον? κλαυσατε πικρως τον εξερχομενον, διοτι δεν θελει επιστρεψει πλεον και ιδει την γην της γεννησεως αυτου. | 10 Не плачте за мертвим і не побивайтеся за ним. Плачте гірко за тим, хто відходить, бо він не повернеться вже більше й не побачить рідної землі своєї. |
| 11 Διοτι ουτω λεγει Κυριος περι του Σαλλουμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, του βασιλευοντος αντι Ιωσιου του πατρος αυτου, οστις εξηλθεν εκ του τοπου τουτου? Δεν θελει επιστρεψει εκει πλεον, | 11 Бо так говорить Господь про Шаллума, сина Йосії, юдейського царя, що царював на місці батька свого Йосії: «Він вийшов з цього місця й не повернеться сюди більше, |
| 12 αλλα θελει αποθανει εν τω τοπω οπου εφεραν αυτον αιχμαλωτον, και δεν θελει ιδει πλεον την γην ταυτην. | 12 а вмре на тому місці, куди взято його в неволю; цієї ж землі не побачить ніколи.» |
| 13 Ουαι εις τον οικοδομουντα τον οικον αυτου ουχι εν δικαιοσυνη και τα υπερωα αυτου ουχι εν ευθυτητι, τον μεταχειριζομενον την εργασιαν του πλησιον αυτου αμισθι και μη αποδιδοντα εις αυτον τον μισθον του κοπου αυτου, | 13 Горе тому, хто будує свій дім несправедливістю і свої світлиці беззаконством, хто силує ближнього дарма працювати й не дає йому заробітку; |
| 14 τον λεγοντα, Θελω οικοδομησει εις εμαυτον οικον μεγαν και υπερωα ευρυχωρα, και ανοιγοντα εις εαυτον παραθυρα και στεγαζοντα με κεδρον και χρωματιζοντα με μιλτον. | 14 хто говорить: «Збудую собі пишні палати, широкії світлиці»; хто прорубує собі вікна викладає кедриною й малює на червоно. |
| 15 Θελεις βασιλευει, διοτι εγκλειεις σεαυτον εις κεδρον; ο πατηρ σου δεν ετρωγε και επινε, και επειδη εκαμνε κρισιν και δικαιοσυνην, ευημερει; | 15 Гадаєш, що ти цар на те, щоб перевищити кедринею інших? Батько твій їв і пив так само, але зате творив суд і справедливість; от чому й велось йому добре. |
| 16 Εκρινε την κρισιν του πτωχου και του πενητος και τοτε ευημερει? δεν ητο τουτο να με γνωριζη; λεγει Κυριος. | 16 Він розсуджував справу бідного й сіромахи, тому й велось йому добре. Хіба ж якраз це й не означає знати мене? — слово Господнє. |
| 17 Αλλ' οι οφθαλμοι σου και η καρδια σου δεν ειναι παρα εις την πλεονεξιαν σου και εις το να εκχεης αιμα αθωον και εις την δυναστειαν και εις την βιαν, δια να καμνης ταυτα. | 17 Твої ж очі й твоє серце тільки й дбають про наживу, а ще про те, як би кров безвинну пролити та як би утиск і насильство чинити. |
| 18 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα? Δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι αδελφε μου Ουαι αδελφη δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι κυριε η, Ουαι δοξα | 18 Тим то так говорить Господь про Йоакима, сина Йосії, царя юдейського: «Не голоситимуть по ньому: Леле, брате мій! Леле, сестро! Не голоситимуть по ньому: Леле, володарю, леле величносте! |
| 19 Θελει ταφη ταφην ονου, συρομενος και ριπτομενος περαν των πυλων της Ιερουσαλημ. | 19 Неначе осла, його поховають: витягнуть і викинуть геть за браму єрусалимську.» |
| 20 Αναβηθι εις τον Λιβανον και βοησον και υψωσον την φωνην σου προς την Βασαν και βοησον απο Αβαριμ? διοτι ηφανισθησαν παντες οι ερασται σου. | 20 Вийди на Ливан та й кричи, і на Башані здійми твій голос. Кричи з гір аваримських, бо всі твої коханці загинули. |
| 21 Ελαλησα προς σε εν τη ευημερια σου, αλλ' ειπας, Δεν θελω ακουσει? ουτος εσταθη ο τροπος σου εκ νεοτητος σου, οτι δεν υπηκουσας εις την φωνην μου. | 21 Я говорив до тебе, як ти був щасливий. Та ти відказав: Не буду слухати! Така вже була твоя вдача змалку, що ти не слухаєш голосу мого. |
| 22 Ο ανεμος θελει καταβοσκησει παντας τους ποιμενας σου και οι ερασται σου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν? τοτε, ναι, θελεις αισχυνθη και εντραπη δια πασας τας ασεβειας σου. | 22 Усіх пастирів твоїх порозносить хуртовина, коханці ж твої підуть у полон. От тоді й наберешся сорому й стиду за все твоє ледарство. |
| 23 Συ ητις κατοικεις εν τω Λιβανω, ητις καμνεις την φωλεαν σου εν ταις κεδροις, ποσον αξιοθρηνητος θελεις εισθαι, οταν ελθωσι λυπαι επι σε, ωδινες ως τικτουσης. | 23 О ти, що живеш на Ливані, що гніздишся на кедрах! Як ти стогнатимеш, коли вхоплять тебе муки, болі, неначе в породіллі! |
| 24 Ζω εγω, λεγει Κυριος, και εαν ο Χονιας, ο υιος του Ιωακειμ, βασιλευς του Ιουδα, ηθελε γεινει σφραγις επι την δεξιαν μου χειρα, και εκειθεν ηθελον σε αποσπασει? | 24 «Так певно, як живу, — слово Господнє, — навіть як би Конія, син Йоакима, царя юдейського, був перснем на моїй правиці, то я й тоді б зірвав його. |
| 25 και θελω σε παραδωσει εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην σου και εις την χειρα εκεινων, των οποιων το προσωπον φοβεισαι, ναι, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος και εις την χειρα των Χαλδαιων. | 25 Віддам тебе в руки тим, що чигають на твоє життя, і в руки тим, кого боїшся, — у руки Навуходоносорові, вавилонському цареві, та й у руки халдеям. |
| 26 Και θελω απορριψει σε και την μητερα σου, ητις σε εγεννησεν, εις γην ξενην οπου δεν εγεννηθητε, και εκει θελετε αποθανει. | 26 І викину тебе вкупі з матір’ю твоєю, що тебе породила, в чужу землю, де ви не народились, — там ви й помрете. |
| 27 Εις δε την γην, εις την οποιαν η ψυχη αυτων επιθυμει να επιστρεψωσιν, εκει δεν θελουσιν επιστρεψει. | 27 У землю ж, куди бажатиме душа їхня повернутись, — туди вони не повернуться!» |
| 28 Ο ανθρωπος ουτος ο Χονιας κατεσταθη ειδωλον καταπεφρονημενον και συντετριμμενον; σκευος, εν ω δεν υπαρχει χαρις; δια τι απεβληθησαν, αυτος και το σπερμα αυτου, και ερριφθησαν εις τοπον, τον οποιον δεν γνωριζουσιν; | 28 Хіба ж він якийсь посуд нікчемний, пощерблений, отой чоловік Конія, або начиння, що ніхто його не потребує? Завіщо ж прогнано його й родину його викинуто в землю, якої не знають? |
| 29 Ω γη, γη, γη, ακουε τον λογον του Κυριου. | 29 Ой земле, земле, земле! Слухай слово Господнє! |
| 30 Ουτω λεγει Κυριος? Γραψατε τον ανθρωπον τουτον ατεκνον, ανθρωπον οστις δεν θελει ευοδοθη εν ταις ημεραις αυτου? διοτι δεν θελει ευοδοθη εκ του σπερματος αυτου ανθρωπος καθημενος επι τον θρονον του Δαβιδ και εξουσιαζων πλεον επι του Ιουδα. | 30 Так говорить Господь: «Запишіть цього чоловіка: Бездітний чоловік, нещасний протягом усього свого віку, — бо нікому з його роду не пощастить сидіти на Давидовім престолі, ані володіти в Юдеї.» |