SCRUTATIO

Giovedi, 23 ottobre 2025 - San Giovanni da Capestrano ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 19


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Και απηγγειλεν ο Αχααβ προς την Ιεζαβελ παντα οσα εκαμεν ο Ηλιας, και τινι τροπω εθανατωσεν εν ρομφαια παντας τους προφητας.1 Ахав оповів Єзавелі все, що зробив Ілля та як він повбивав мечем усіх пророків.
2 Και απεστειλε μηνυτην η Ιεζαβελ προς τον Ηλιαν, λεγουσα, Ουτω να καμωσιν οι θεοι και ουτω να προσθεσωσιν, εαν αυριον περι την ωραν ταυτην δεν καταστησω την ζωην σου ως την ζωην ενος εξ εκεινων.2 Тоді послала Єзавель до Іллі посланця сказати; «Нехай же й мені те боги заподіють та ще причинять, коли я завтра о цій добі не зроблю з твоїм життям те, що ти зробив із життям кожного з них.»
3 Και φοβηθεις, εσηκωθη και ανεχωρησε δια την ζωην αυτου, και ηλθεν εις Βηρ-σαβεε την του Ιουδα και αφηκεν εκει τον υπηρετην αυτου.3 Злякавсь Ілля, встав та й пішов звідти, щоб рятувати своє життя. Прийшов він у Версавію, що в Юдеї, і лишив там свого слугу;
4 Αυτος δε υπηγεν εις την ερημον μιας ημερας οδον, και ηλθε και εκαθησεν υπο τινα αρκευθον? και επεθυμησε καθ' εαυτον να αποθανη και ειπεν, Αρκει? τωρα, Κυριε, λαβε την ψυχην μου? διοτι δεν ειμαι εγω καλητερος των πατερων μου.4 сам же пішов у пустиню, день ходи; прийшов та й сів під ялівцем і почав просити собі смерти, кажучи: «Буде з мене! Тепер, Господи, візьми мою душу, бо я не ліпший від моїх батьків.»
5 Και πλαγιασας απεκοιμηθη υποκατω μιας αρκευθου, και ιδου, αγγελος ηγγισεν αυτον και ειπε προς αυτον, Σηκωθητι, φαγε.5 Ліг він та й заснув під ялівцем. Аж ось торкнув його ангел і сказав йому: «Вставай, їж!»
6 Και ανεβλεψε, και ιδου, πλησιον της κεφαλης αυτου αρτος εγκρυφιας και αγγειου υδατος. Και εφαγε και επιε και παλιν επλαγιασε.6 Дивиться він, аж у головах у нього печений на камені корж і жбан з водою. З’їв він, напився та й ліг знов спати.
7 Και επεστρεψεν ο αγγελος του Κυριου εκ δευτερου και ηγγισεν αυτον και ειπε, Σηκωθητι, φαγε? διοτι πολλη ειναι η οδος απο σου.7 Та ангел Господній прийшов удруге, торкнув його й сказав: «Уставай та їж, бо далека тобі дорога.»
8 Και σηκωθεις, εφαγε και επιε, και με την δυναμιν της τροφης εκεινης ωδοιπορησε τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας, εως Χωρηβ του ορους του Θεου.8 Встав він, з’їв, напився і, підкріпившись тією їжею, йшов сорок день і сорок ночей аж до Божої Хорив-гори.
9 Και εισηλθεν εκει εις σπηλαιον και εκαμεν εκει καταλυμα? και ιδου, ηλθε λογος Κυριου προς αυτον και ειπε προς αυτον, Τι καμνεις ενταυθα, Ηλια;9 Там він увійшов у печеру й переночував у ній. Аж ось прийшло до нього таке слово Господнє: «Чого ти тут, Ілле?»
10 Ο δε ειπεν, Εσταθην εις ακρον ζηλωτης υπερ Κυριου του Θεου των δυναμεων? διοτι οι υιοι Ισραηλ εγκατελιπον την διαθηκην σου, τα θυσιαστηρια σου κατεστρεψαν και τους προφητας σου εθανατωσαν εν ρομφαια? και εναπελειφθην εγω μονος? και ζητουσι την ζωην μου, δια να αφαιρεσωσιν αυτην.10 Відповів: «Я палаю горливістю за Господа, Бога сил, бо сини Ізраїля покинули завіт твій, жертовники твої поруйнували й пророків твоїх вістрями повбивали. Зоставсь я один та вони намагаються й мене звести зо світу.»
11 Και ειπεν, Εξελθε και σταθητι επι το ορος ενωπιον Κυριου. Και ιδου, ο Κυριος διεβαινε, και ανεμος μεγας και δυνατος εσχιζε τα ορη και συνετριβε τους βραχους εμπροσθεν του Κυριου? ο Κυριος δεν ητο εν τω ανεμω? και μετα τον ανεμον σεισμος? ο Κυριος δεν ητο εν τω σεισμω?11 Господь сказав йому: «Вийди, встань на горі перед Господом.» І ось прийшов Господь. Великий, потужний вітер, що розривав гори й торощив скелі, йшов перед Господом; та не у вітрі Господь! Після вітру стався землетрус, та й не у землетрусі Господь!
12 και μετα τον σεισμον, πυρ? ο Κυριος δεν ητο εν τω πυρι? και μετα το πυρ, ηχος λεπτου αερος.12 По землетрусі — вогонь, та не й у вогні Господь! Після вогню- тихесенький, лагідний вітрець.
13 Και ως ηκουσεν ο Ηλιας, εσκεπασε το προσωπον αυτου με την μηλωτην αυτου και εξηλθε και εσταθη εις την εισοδον του σπηλαιου. Και ιδου, φωνη προς αυτον, λεγουσα, Τι καμνεις ενταυθα, Ηλια;13 Скоро Ілля його вчув, то затулив обличчя плащем, вийшов і став при вході в печеру. Тоді заговорив до нього голос: «Чого ти тут, Ілле?»
14 Και ειπεν, Εσταθην εις ακρον ζηλωτης υπερ Κυριου του Θεου των δυναμεων? διοτι οι υιοι του Ισραηλ εγκατελιπον την διαθηκην σου, τα θυσιαστηρια σου κατεστρεψαν και τους προφητας σου εθανατωσαν εν ρομφαια? και εναπελειφθην εγω μονος? και ζητουσι την ζωην μου, δια να αφαιρεσωσιν αυτην.14 Він відрік: «Я палаю горливістю за Господа, Бога сил, бо сини Ізраїля покинули завіт твій, жертовники твої поруйнували і пророків твоїх лезами повбивали. Зоставсь я один, та вони намагаються й мене звести зо світу.»
15 Και ειπε Κυριος προς αυτον, Υπαγε, επιστρεψον εις την οδον σου προς την ερημον της Δαμασκου? και οταν ελθης, χρισον τον Αζαηλ βασιλεα επι την Συριαν?15 Господь же йому сказав: «Іди, вернися твоєю дорогою до Дамаської пустині, а як прийдеш туди, помажеш Хазаела царем над Арамом.
16 τον δε Ιηου τον υιον του Νιμσι θελεις χρισει βασιλεα επι τον Ισραηλ? και τον Ελισσαιε τον υιον του Σαφατ, απο Αβελ-μεολα, θελεις χρισει προφητην αντι σου?16 Потім помажеш Єгу, сина Німші, царем над Ізраїлем, і Єлисея, сина Сафата, з Авел-Мехоли, помажещ пророком замість себе.
17 και θελει συμβη, ωστε τον διασωθεντα εκ της ρομφαιας του Αζαηλ, θελει θανατωσει ο Ιηου? και τον διασωθεντα εκ της ρομφαιας του Ιηου, θελει θανατωσει ο Ελισσαιε?17 Хто втече від меча Хазаела, того вб’є Єгу, а хто втече від меча Єгу, того вб’є Єлисей.
18 αφηκα ομως εις τον Ισραηλ επτα χιλιαδας, παντα τα γονατα, οσα δεν εκλιναν εις τον Βααλ, και παν στομα το οποιον δεν ησπασθη αυτον.18 Я зоставлю собі в Ізраїлі сім тисяч, коліна яких не гнулись перед Ваалом і уста яких його не цілували.»
19 Και αναχωρησας εκειθεν, ευρηκε τον Ελισσαιε τον υιον του Σαφατ, ενω ωργονε με δωδεκα ζευγη βοων εμπροσθεν αυτου, αυτος ων εις το δωδεκατον? και επερασεν ο Ηλιας απο πλησιον αυτου και ερριψεν επ' αυτον την μηλωτην αυτου.19 Пішов він звідти й знайшов Єлисея, сина Сафата, що орав дванадцятьма парами волів; сам він був при дванадцятій. Ілля пройшов попри нього й кинув на нього свій плащ.
20 Ο δε αφηκε τους βοας και ετρεξε κατοπιν του Ηλια και ειπεν, Ας ασπασθω, παρακαλω, τον πατερα μου και την μητερα μου, και τοτε θελω σε ακολουθησει. Και ειπε προς αυτον, Υπαγε, επιστρεψον? διοτι τι εκαμα εις σε;20 Єлисей же, покинувши волів, побіг слідом за Іллею й сказав: «Дозволь мені поцілувати батька й матір, тоді піду за тобою.» Той відповів йому: «Іди і повертайся назад, бо що належало до мене, те я зробив тобі.»
21 Και εστρεψεν εξοπισθεν αυτου και ελαβεν εν ζευγος βοων και εσφαξεν αυτους, και εψησε το κρεας αυτων με τα εργαλεια των βοων και εδωκεν εις τον λαον, και εφαγον. Τοτε σηκωθεις, υπηγε κατοπιν του Ηλια και υπηρετει αυτον.21 Єлисей лишив його, взяв пару волів і зарізав їх, а спаливши плуг, зварив воловину та й роздав людям, щоб їли. Тоді встав і пішов за Іллею й служив йому.