Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Michaeas 7


font
VULGATALXX
1 Væ mihi, quia factus sum sicut qui colligit in autumno racemos vindemiæ !
non est botrus ad comedendum,
præcoquas ficus desideravit anima mea.
1 οιμμοι οτι εγενομην ως συναγων καλαμην εν αμητω και ως επιφυλλιδα εν τρυγητω ουχ υπαρχοντος βοτρυος του φαγειν τα πρωτογονα οιμμοι ψυχη
2 Periit sanctus de terra,
et rectus in hominibus non est :
omnes in sanguine insidiantur ;
vir fratrem suum ad mortem venatur.
2 οτι απολωλεν ευλαβης απο της γης και κατορθων εν ανθρωποις ουχ υπαρχει παντες εις αιματα δικαζονται εκαστος τον πλησιον αυτου εκθλιβουσιν εκθλιβη
3 Malum manuum suarum dicunt bonum :
princeps postulat, et judex in reddendo est ;
et magnus locutus est desiderium animæ suæ,
et conturbaverunt eam.
3 επι το κακον τας χειρας αυτων ετοιμαζουσιν ο αρχων αιτει και ο κριτης ειρηνικους λογους ελαλησεν καταθυμιον ψυχης αυτου εστιν και εξελουμαι
4 Qui optimus in eis est, quasi paliurus,
et qui rectus, quasi spina de sepe.
Dies speculationis tuæ, visitatio tua venit :
nunc erit vastitas eorum.
4 τα αγαθα αυτων ως σης εκτρωγων και βαδιζων επι κανονος εν ημερα σκοπιας ουαι ουαι αι εκδικησεις σου ηκασιν νυν εσονται κλαυθμοι αυτων
5 Nolite credere amico,
et nolite confidere in duce :
ab ea quæ dormit in sinu tuo custodi claustra oris tui.
5 μη καταπιστευετε εν φιλοις και μη ελπιζετε επι ηγουμενοις απο της συγκοιτου σου φυλαξαι του αναθεσθαι τι αυτη
6 Quia filius contumeliam facit patri,
et filia consurgit adversus matrem suam :
nurus adversus socrum suam,
et inimici hominis domestici ejus.
6 διοτι υιος ατιμαζει πατερα θυγατηρ επαναστησεται επι την μητερα αυτης νυμφη επι την πενθεραν αυτης εχθροι ανδρος παντες οι ανδρες οι εν τω οικω αυτου
7 Ego autem ad Dominum aspiciam ;
exspectabo Deum, salvatorem meum :
audiet me Deus meus.
7 εγω δε επι τον κυριον επιβλεψομαι υπομενω επι τω θεω τω σωτηρι μου εισακουσεται μου ο θεος μου
8 Ne læteris, inimica mea, super me, quia cecidi :
consurgam cum sedero in tenebris :
Dominus lux mea est.
8 μη επιχαιρε μοι η εχθρα μου οτι πεπτωκα και αναστησομαι διοτι εαν καθισω εν τω σκοτει κυριος φωτιει μοι
9 Iram Domini portabo,
quoniam peccavi ei,
donec causam meam judicet,
et faciat judicium meum.
Educet me in lucem :
videbo justitiam ejus.
9 οργην κυριου υποισω οτι ημαρτον αυτω εως του δικαιωσαι αυτον την δικην μου και ποιησει το κριμα μου και εξαξει με εις το φως οψομαι την δικαιοσυνην αυτου
10 Et aspiciet inimica mea,
et operietur confusione,
quæ dicit ad me : Ubi est Dominus Deus tuus ?
Oculi mei videbunt in eam :
nunc erit in conculcationem ut lutum platearum.
10 και οψεται η εχθρα μου και περιβαλειται αισχυνην η λεγουσα προς με που κυριος ο θεος σου οι οφθαλμοι μου εποψονται αυτην νυν εσται εις καταπατημα ως πηλος εν ταις οδοις
11 Dies, ut ædificentur maceriæ tuæ ;
in die illa longe fiet lex.
11 ημερας αλοιφης πλινθου εξαλειψις σου η ημερα εκεινη και αποτριψεται νομιμα σου
12 In die illa et usque ad te veniet de Assur,
et usque ad civitates munitas,
et a civitatibus munitis usque ad flumen,
et ad mare de mari,
et ad montem de monte.
12 η ημερα εκεινη και αι πολεις σου ηξουσιν εις ομαλισμον και εις διαμερισμον ασσυριων και αι πολεις σου αι οχυραι εις διαμερισμον απο τυρου εως του ποταμου συριας ημερα υδατος και θορυβου
13 Et terra erit in desolationem propter habitatores suos,
et propter fructum cogitationum eorum.
13 και εσται η γη εις αφανισμον συν τοις κατοικουσιν αυτην εκ καρπων επιτηδευματων αυτων
14 Pasce populum tuum in virga tua,
gregem hæreditatis tuæ, habitantes solos, in saltu, in medio Carmeli.
Pascentur Basan et Galaad juxta dies antiquos.
14 ποιμαινε λαον σου εν ραβδω σου προβατα κληρονομιας σου κατασκηνουντας καθ' εαυτους δρυμον εν μεσω του καρμηλου νεμησονται την βασανιτιν και την γαλααδιτιν καθως αι ημεραι του αιωνος
15 Secundum dies egressionis tuæ de terra Ægypti,
ostendam ei mirabilia.
15 και κατα τας ημερας εξοδιας σου εξ αιγυπτου οψεσθε θαυμαστα
16 Videbunt gentes,
et confundentur super omni fortitudine sua.
Ponent manum super os,
aures eorum surdæ erunt.
16 οψονται εθνη και καταισχυνθησονται εκ πασης της ισχυος αυτων επιθησουσιν χειρας επι το στομα αυτων τα ωτα αυτων αποκωφωθησονται
17 Lingent pulverem sicut serpentes ;
velut reptilia terræ perturbabuntur in ædibus suis.
Dominum Deum nostrum formidabunt,
et timebunt te.
17 λειξουσιν χουν ως οφεις συροντες γην συγχυθησονται εν συγκλεισμω αυτων επι τω κυριω θεω ημων εκστησονται και φοβηθησονται απο σου
18 Quis, Deus, similis tui,
qui aufers iniquitatem,
et transis peccatum reliquiarum hæreditatis tuæ ?
Non immittet ultra furorem suum,
quoniam volens misericordiam est.
18 τις θεος ωσπερ συ εξαιρων αδικιας και υπερβαινων ασεβειας τοις καταλοιποις της κληρονομιας αυτου και ου συνεσχεν εις μαρτυριον οργην αυτου οτι θελητης ελεους εστιν
19 Revertetur, et miserebitur nostri ;
deponet iniquitates nostras,
et projiciet in profundum maris omnia peccata nostra.
19 αυτος επιστρεψει και οικτιρησει ημας καταδυσει τας αδικιας ημων και απορριφησονται εις τα βαθη της θαλασσης πασας τας αμαρτιας ημων
20 Dabis veritatem Jacob,
misericordiam Abraham,
quæ jurasti patribus nostris a diebus antiquis.
20 δωσεις αληθειαν τω ιακωβ ελεον τω αβρααμ καθοτι ωμοσας τοις πατρασιν ημων κατα τας ημερας τας εμπροσθεν .