Ezechielis 19
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Et tu assume planctum super principes Israël, | 1 Και συ αναλαβε θρηνον δια τους ηγεμονας του Ισραηλ, |
2 et dices : Quare mater tua leæna inter leones cubavit ? in medio leunculorum enutrivit catulos suos ? | 2 και ειπε, Τι ειναι η μητηρ σου; Λεαινα? κειται μεταξυ λεοντων, εθρεψε τα βρεφη αυτης εν μεσω σκυμνων. |
3 Et eduxit unum de leunculis suis, et leo factus est : et didicit capere prædam, hominemque comedere. | 3 Και ανεθρεψεν εν εκ των βρεφων αυτης και εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη το θηραμα? ανθρωπους ετρωγε. |
4 Et audierunt de eo gentes : et non absque vulneribus suis ceperunt eum, et adduxerunt eum in catenis in terram Ægypti. | 4 Και τα εθνη ηκουσαν περι αυτου? επιασθη εν τω λακκω αυτων, και εφεραν αυτον με αλυσεις εις την γην της Αιγυπτου. |
5 Quæ cum vidisset quoniam infirmata est, et periit exspectatio ejus, tulit unum de leunculis suis ; leonem constituit eum. | 5 Και ιδουσα οτι η ελπις αυτης εματαιωθη και εχαθη, ελαβεν εν αλλο εκ των βρεφων αυτης και εκαμεν αυτο σκυμνον. |
6 Qui incedebat inter leones, et factus est leo : et didicit prædam capere, et homines devorare : | 6 Και αναστρεφομενον εν μεσω των λεοντων εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη θηραμα? ανθρωπους ετρωγε. |
7 didicit viduas facere, et civitates earum in desertum adducere : et desolata est terra et plenitudo ejus a voce rugitus illius. | 7 Και εγνωρισε τα παλατια αυτων και ερημονε τας πολεις αυτων? και ητο ηφανισμενη η γη και το πληρωμα αυτης απο του ηχου του βρυχηματος αυτου. |
8 Et convenerunt adversus eum gentes undique de provinciis, et expanderunt super eum rete suum : in vulneribus earum captus est, | 8 Και τα εθνη παρεταχθησαν εναντιον αυτου κυκλοθεν εκ των επαρχιων και ηπλωσαν κατ' αυτου τα βροχια αυτων, και επιασθη εν τω λακκω αυτων. |
9 et miserunt eum in caveam : in catenis adduxerunt eum ad regem Babylonis, miseruntque eum in carcerem, ne audiretur vox ejus ultra super montes Israël. | 9 Και εβαλον αυτον με αλυσεις εις κλωβιον και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος? εν δεσμωτηριω εισηγαγον αυτον, δια να μη ακουσθη πλεον φωνη αυτου επι τα ορη του Ισραηλ. |
10 Mater tua quasi vinea in sanguine tuo super aquam plantata est : fructus ejus et frondes ejus creverunt ex aquis multis. | 10 Η μητηρ σου, καθ' ομοιωσιν σου, ητο ως αμπελος πεφυτευμενη πλησιον των υδατων? εγεινε καρποφορος και πληρης κλαδων δια τα πολλα υδατα. |
11 Et factæ sunt ei virgæ solidæ in sceptra dominantium, et exaltata est statura ejus inter frondes, et vidit altitudinem suam in multitudine palmitum suorum. | 11 Και εγειναν εις αυτην ραβδοι ισχυραι δια σκηπτρα των κρατουντων? και ο κορμος αυτης υψωθη εν μεσω των πυκνων κλαδων, και εγεινε περιβλεπτος κατα το υψος αυτης μεταξυ του πληθους των βλαστων αυτης. |
12 Et evulsa est in ira, in terramque projecta, et ventus urens siccavit fructum ejus : marcuerunt et arefactæ sunt virgæ roboris ejus : ignis comedit eam. | 12 Απεσπασθη ομως μετα θυμου, ερριφθη κατα γης, και ανατολικος ανεμος κατεξηρανε τον καρπον αυτης? αι ισχυραι αυτης ραβδοι συνεθλασθησαν και εξηρανθησαν? πυρ κατεφαγεν αυτας. |
13 Et nunc transplantata est in desertum, in terra invia et sitienti. | 13 Και τωρα ειναι πεφυτευμενη εν ερημω, εν ξηρα και ανυδρω γη. |
14 Et egressus est ignis de virga ramorum ejus, qui fructum ejus comedit : et non fuit in ea virga fortis, sceptrum dominantium. Planctus est, et erit in planctum. | 14 Και εξηλθε πυρ απο ραβδου τινος εκ των κλαδων αυτης και κατεφαγε τον καρπον αυτης, ωστε δεν υπηρχε πλεον εν αυτη ραβδος ισχυρα δια σκηπτρον ηγεμονιας? ουτος ειναι ο θρηνος και θελει εισθαι εις θρηνον. |