Psalmi 94
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Laus cantici ipsi David. Venite, exsultemus Domino ; jubilemus Deo salutari nostro ; | 1 Θεε των εκδικησεων, Κυριε, Θεε των εκδικησεων, εμφανηθι. |
2 præoccupemus faciem ejus in confessione, et in psalmis jubilemus ei : | 2 Υψωθητι, Κριτα της γης? αποδος ανταποδοσιν εις τους υπερηφανους. |
3 quoniam Deus magnus Dominus, et rex magnus super omnes deos. | 3 Εως ποτε οι ασεβεις, Κυριε, εως ποτε οι ασεβεις θελουσι θριαμβευει; |
4 Quia in manu ejus sunt omnes fines terræ, et altitudines montium ipsius sunt ; | 4 Εως ποτε θελουσι προφερει και λαλει σκληρα; θελουσι καυχασθαι παντες οι εργαται της ανομιας; |
5 quoniam ipsius est mare, et ipse fecit illud, et siccam manus ejus formaverunt. | 5 Τον λαον σου, Κυριε, καταθλιβουσι και την κληρονομιαν σου κακοποιουσι. |
6 Venite, adoremus, et procidamus, et ploremus ante Dominum qui fecit nos : | 6 Την χηραν και τον ξενον φονευουσι και θανατονουσι τους ορφανους. |
7 quia ipse est Dominus Deus noster, et nos populus pascuæ ejus, et oves manus ejus. | 7 Και λεγουσι, δεν θελει ιδει ο Κυριος ουδε θελει νοησει ο Θεος του Ιακωβ. |
8 Hodie si vocem ejus audieritis, nolite obdurare corda vestra | 8 Εννοησατε, οι αφρονες μεταξυ του λαου? και οι μωροι, ποτε θελετε φρονιμευσει; |
9 sicut in irritatione, secundum diem tentationis in deserto, ubi tentaverunt me patres vestri : probaverunt me, et viderunt opera mea. | 9 Ο φυτευσας το ωτιον, δεν θελει ακουσει; ο πλασας τον οφθαλμον, δεν θελει ιδει; |
10 Quadraginta annis offensus fui generationi illi, et dixi : Semper hi errant corde. | 10 Ο σωφρονιζων τα εθνη, δεν θελει ελεγξει; ο διδασκων τον ανθρωπον γνωσιν; |
11 Et isti non cognoverunt vias meas : ut juravi in ira mea : Si introibunt in requiem meam. | 11 Ο Κυριος γνωριζει τους διαλογισμους των ανθρωπων, οτι ειναι ματαιοι. |
12 Μακαριος ο ανθρωπος, τον οποιον σωφρονιζεις, Κυριε, και δια του νομου σου διδασκεις αυτον? | |
13 δια να αναπαυης αυτον απο των ημερων της συμφορας, εωσου σκαφθη λακκος εις τον ασεβη. | |
14 Διοτι δεν θελει απορριψει ο Κυριος τον λαον αυτου, και την κληρονομιαν αυτου δεν θελει εγκαταλειψει. | |
15 Επειδη η κρισις θελει επιστρεψει εις την δικαιοσυνην, και θελουσιν ακολουθησει αυτην παντες οι ευθεις την καρδιαν. | |
16 Τις θελει σηκωθη υπερ εμου κατα των πονηρευομενων; τις θελει παρασταθη υπερ εμου κατα των εργατων της ανομιας; | |
17 Εαν ο Κυριος δεν με εβοηθει, παρ' ολιγον ηθελε κατοικησει ψυχη μου εν τη σιωπη. | |
18 Οτε ελεγον, ωλισθησεν ο πους μου, το ελεος σου, Κυριε, με εβοηθει. | |
19 Εν τω πληθει των αμηχανιων της καρδιας μου, αι παρηγοριαι σου ευφραναν την ψυχην μου. | |
20 Μηπως εχει μετα σου συγκοινωνιαν ο θρονος της ανομιας, οστις μηχαναται αδικιαν αντι νομου; | |
21 Αυτοι εφορμωσι κατα της ψυχης του δικαιου και αιμα αθωον καταδικαζουσιν. | |
22 Αλλ' ο Κυριος ειναι εις εμε καταφυγιον και ο Θεος μου το φρουριον της ελπιδος μου. | |
23 Και θελει επιστρεψει επ' αυτους την ανομιαν αυτων και εν τη πονηρια αυτων θελει αφανισει αυτους? Κυριος ο Θεος ημων θελει αφανισει αυτους. |